Τι σημαίνει το un στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης un στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του un στο Γαλλικά.
Η λέξη un στο Γαλλικά σημαίνει ο ένας, ένας, ένα, άσος, ένα, ένα, ένας, ένας, μια, ένα, ένας, μία/μια, ένα, κανένας, ένας, κανένας, κανένας, ένας, κάποιος, ενός, του ενός, κατάλληλος για ναυσιπλοΐα, απαραβίαστος, αδιάρρηκτος, μονοκοτυλήδονος, όλα σε ένα, σατανικός, που διαθέτει σύστημα ανεμιστήρα ψύξεως, αλληλοαποκλειόμενος, φελλομένος, κυκλωμένος, που φορά κράνος, τελικά, αν όλα πάνε καλά, λίγο, κάπως, σύντομα, τεχνικά, αρχικά, γρήγορα, σβέλτα, ήσυχα, σιωπηλά, παιχνιδιάρικα, αμυδρά, αχνά, μακάρια, τρελά, παλαβά, με ιατρικούς όρους, βασιλικά, ηγεμονικά, μεγαλοπρεπώς, σε λιγάκι, σε λίγο, τρελά, πολύς καιρός, τη μια στιγμή, δυσοίωνα, αμίλητα, πεινασμένα, αυστηρά, σοβαρά, δυσμενώς, επιτηδευμένα, κοντά στην προθεσμία, γαμώτο!, γαμώτο μου!, ιδιοκτησία, περιουσία, εξοπλισμός, κύβος, υιοθεσία, φετίχ, παραξενιά, τραύλισμα, ψεύδισμα, δίωξη, αγωνιώδες φινάλε, όχθη, μασκοφόρος, ένα τέταρτο, ποικιλία, ιππήλατη άμαξα, χρονική περίοδος, διάρκεια, δύσκολη περίπτωση, κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας, βουτιά με την κοιλιά, geocaching, κπ που συμμετέχει σε ομαδικό βιασμό, άπιστος, ξεκούραση, ανάπαυση, το να αναθέτεις διαρκώς ίδιου τύπου ρόλους, μαθητής, μαθήτρια, αποβίβαση, αρκετοί, κάποιος, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, ούτε ψυχή, κανείς, κορνάρω, ελέγχω, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, τερματίζω, διακόπτω, έχω οργασμό, τηλεφωνώ σε κπ, καταλαβαίνω, ρίχνω μια ματιά, αναστενάζω, σκουπίζω, κορνάρω, αναπηδώ, σεργιανίζω, σουλατσάρω, κάνω περίπατο, ρητορεύω, σχηματίζω έλκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης un
ο έναςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) L'un des livres coûte deux fois plus cher que l'autre. Το ένα βιβλίο κοστίζει δύο φορές όσο το άλλο. |
έναςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Le taxi ne peut prendre que quatre personnes. L'un d'entre nous (or: L'un de nous) devra marcher. Το ταξί παίρνει μόνο τέσσερις επιβάτες. Ο ένας από εμάς θα πρέπει να περπατήσει. |
έναnom masculin (probabilité) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les chances sont de dix contre un contre lui. |
άσοςnom masculin invariable (dés) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai fait un un et un deux et j'ai perdu la partie. |
έναnom masculin invariable (nombre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma fille sait déjà compter de un à dix. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αντικατέστησε τη μεταβλητή με μονάδα για να έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. |
έναnom masculin invariable (symbole) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ένας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'ai besoin que d'un seul oignon pour cette recette. Χρειάζομαι μόνο ένα κρεμμύδι για αυτήν τη συνταγή. |
ένας, μια, ένα
(άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).) Tania mange une glace. // Harry aime manger une omelette au petit déjeuner. Η Τάνια τρώει παγωτό. Στον Χάρι αρέσει να τρώει ομελέτα για πρωινό. |
ένας, μία/μια, ένα
Il y a un monstre sous mon lit. Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου. |
κανένας(singulier) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Si des lettres arrivent, peux-tu les garder jusqu'à ce que j'arrive ? Εάν έρθει κανένα γράμμα, μπορείς να το κρατήσεις μέχρι να επιστρέψω; |
ένας
(άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).) C'est un moment historique. Ήταν μια ιστορική στιγμή. |
κανέναςpronom (απροσδιόριστο πρόσωπο) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Vous avez rencontré un de mes amis ? Έχεις γνωρίσει κανέναν από τους φίλους μου; |
κανέναςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je cherche un stylo. En avez-vous vu un ? Ψάχνω ένα στυλό. Έχεις δει κανένα; |
ένας, κάποιος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Un certain M. Smith a demandé à vous parler. |
ενός(âge) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Malheureusement, l'éléphant est mort quand il n'avait qu'un an (or: à l'âge d'un an seulement). |
του ενόςnom masculin (χαρτονόμισμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai un billet de dix et trois billets de un. Έχω ένα δεκάρικο και τρία δολάρια. |
κατάλληλος για ναυσιπλοΐα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le rêve de David, c'est de posséder un vaisseau marin et de partir à l'aventure. |
απαραβίαστος, αδιάρρηκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μονοκοτυλήδονος(για φυτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όλα σε ένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce robot de cuisine est tout-en-un : il hache, râpe, mouline et émince. |
σατανικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που διαθέτει σύστημα ανεμιστήρα ψύξεως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette pièce est ventilée. |
αλληλοαποκλειόμενοςadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
φελλομένος(vin) (ζαργκόν: κρασί) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Jasper a dit au serveur que le vin était bouchonné et a renvoyé la bouteille. |
κυκλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που φορά κράνος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il décida finalement d'acheter la voiture verte. Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο. |
αν όλα πάνε καλάverbe transitif (ελπίζουμε ότι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère qu'il réussira ses examens. Καλώς εχόντων των πραγμάτων (or: Θεού θέλοντος), θα περάσει τις εξετάσεις του. |
λίγο, κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je me sens légèrement fatigué après cette promenade. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν μέθυσα! Απλώς είμαι λιγάκι ζαλισμένη. |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα. |
τεχνικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Son interprétation de la sonate était techniquement parfaite. Ο τρόπος που εκτέλεσε τη σονάτα ήταν τεχνικά άψογος. |
αρχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Initialement, j'ai pensé que c’était un détective privé. Αρχικά νόμισα ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια. |
γρήγορα, σβέλτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ήσυχα, σιωπηλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les étudiants étaient silencieusement assis dans la salle de classe. |
παιχνιδιάρικα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμυδρά, αχνά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il y a quelques articles vaguement intéressants dans le magazine. |
μακάρια(heureux) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρελά, παλαβά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle est follement amoureuse de son mari. |
με ιατρικούς όρους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βασιλικά, ηγεμονικά, μεγαλοπρεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε λιγάκι, σε λίγο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Olivia a dit qu'elle serait bientôt là. |
τρελά(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le vent avait soufflé violemment toute la nuit. |
πολύς καιρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cela fait longtemps qu'on ne s'est pas vus. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα. |
τη μια στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δυσοίωνα(λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμίλητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πεινασμένα(manger,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυστηρά, σοβαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δυσμενώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιτηδευμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κοντά στην προθεσμία(match, résultat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαμώτο!, γαμώτο μου!(très familier) (καθομ, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Arrête de m'interrompre, merde ! Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο! |
ιδιοκτησία, περιουσία(objet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette imprimante est ma propriété. Αυτός ο εκτυπωτής είναι δική μου ιδιοκτησία (or: περιουσία). |
εξοπλισμός(machines) (επίσημο: μηχανήματα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Το ασθενοφόρο μεταφέρει αρκετό ιατρικό εξοπλισμό. |
κύβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Calculez le volume de ce cube. Υπολόγισε τον όγκο αυτού του κύβου. |
υιοθεσία(d'un enfant) (παιδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les parents qui considèrent l'adoption devraient en connaître les coûts. |
φετίχ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Certaines personnes ont une obsession pour les pieds. |
παραξενιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραύλισμα, ψεύδισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En raison de son zézaiement, le garçon a passé des années en rééducation orthophonique. |
δίωξη(États-Unis, anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγωνιώδες φινάλε(anglicisme) L'émission s'est terminée sur un cliffhanger, et les spectateurs ne sauront donc pas la fin avant la semaine prochaine. |
όχθη(για ποτάμι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μασκοφόρος(vieux : personne) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ένα τέταρτο(environ un quart de litre) (κατά προσέγγιση) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ce verre fait un quart de litre ; tu peux m'en trouver un d'un demi-litre ? |
ποικιλία(έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιππήλατη άμαξα(courant) |
χρονική περίοδος, διάρκεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En cas d'absence de quelque durée que ce soit, merci de bien vouloir verrouiller les fenêtres. |
δύσκολη περίπτωση(μεταφορικά) |
κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ces lunettes de soleil ne m'ont coûté qu'un euro dans un bazar (or: au tout à un euro). On aurait dit que le cadeau de Julie avait été trouvé dans un bazar (or: dans un tout à un euro). |
βουτιά με την κοιλιά(plongeon) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
geocaching(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κπ που συμμετέχει σε ομαδικό βιασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άπιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκούραση, ανάπαυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tondre la pelouse m'a épuisé. Je pense que je vais me reposer un peu avant de préparer le dîner. |
το να αναθέτεις διαρκώς ίδιου τύπου ρόλους(des acteurs) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'actrice se plaignait du catalogage des femmes au cinéma. Η ηθοποιός διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι οι γυναίκες επιλέγονται συνεχώς για ίδιου τύπου ρόλους στις ταινίες. |
μαθητής, μαθήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αποβίβαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρκετοίadjectif (μόνο πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a enfreint les règles plusieurs fois. Παραβίασε τους κανόνες αρκετές φορές. |
κάποιοςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Quelqu'un a mangé le dernier morceau de gâteau, mais je ne sais pas qui c'était. Κάποιος έφαγε το τελευταίο κομμάτι τούρτα, αλλά δεν ξέρω ποιος. |
ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils se soutiennent toujours quand les choses vont mal. Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα. |
ούτε ψυχή, κανείς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Personne n'était en faveur des hausses de prix. |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Klaxonne s'il n'avance pas. |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je surveille son travail pour m'assurer qu'il le fait correctement. |
γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon père s'est emporté quand je lui ai dit que j'avais eu un accident avec la voiture. |
ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure. |
τερματίζω, διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω οργασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλεφωνώ σε κπ
|
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Je peux vous aider ? - Non, non, je ne fais que regarder. «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
αναστενάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'enseignante a soupiré en entendant la toute dernière excuse de Mike pour ses devoirs non faits. Ο δάσκαλος αναστέναξε, όταν ο Μάικ είπε την τελευταία του δικαιολογία για το ότι δεν έκανε τις εργασίες του. |
σκουπίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert a nettoyé et balayé avant d'aller se coucher. Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο. |
κορνάρω(οχήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qui est cette personne qui klaxonne derrière moi ? |
αναπηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a reculé quand j'ai mentionné la somme qu'il me devait. Μαζεύτηκε όταν ανέφερα το ποσό που μου χρωστούσε. |
σεργιανίζω, σουλατσάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω περίπατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρητορεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σχηματίζω έλκος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του un στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του un
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.