Τι σημαίνει το accepter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης accepter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accepter στο Γαλλικά.
Η λέξη accepter στο Γαλλικά σημαίνει δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, αποδέχομαι, αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι, επιτρέπω, ανέχομαι, δέχομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω, ρουφάω, πίνω, αποδέχομαι, εγκρίνω, συμφωνώ, δέχομαι, εγκρίνω, καταπίνω, χωνεύω, δέχομαι, αποδοχή, ανέχομαι, αποδοχή, δέχομαι, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, συμφωνώ με κτ, δέχομαι, αποδέχομαι, κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe, προσχωρώ σε κτ, εγκρίνω, δέχομαι, φιλικός προς τα κατοικίδια, αναλαμβάνω την ευθύνη, συμφωνώ με όλα, πιάνω δουλειά, χειρίζομαι με ηρεμία κτ, που δεν αντιστέκεται, δύσκολο προϊόν, συμφωνώ να κάνω κτ, συμφιλιώνω κπ με κτ, εξοικειώνω κπ με κτ, αποδέχομαι την προσφορά, αποδοχή, έγκριση, το να συμφωνείς με δύο εντελώς αντίθετες απόψεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης accepter
δέχομαι, αποδέχομαιverbe intransitif (dire oui) (απαντώ θετικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a accepté l'invitation à la fête. Δέχτηκε (or: Αποδέχτηκε) την πρόσκληση για το πάρτι. |
δέχομαιverbe transitif (moyens de paiement) (ως πληρωμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous acceptons les espèces et les cartes bancaires comme moyen de paiement. Δεχόμαστε μετρητά και πιστωτικές κάρτες σαν πληρωμή για το εμπόρευμα. |
δέχομαιverbe transitif (une contrainte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée perdante a accepté les termes de reddition. Ο ηττημένος στρατός δέχθηκε τους όρους παράδοσης. |
αποδέχομαιverbe transitif (une personne) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son père n'a jamais vraiment accepté son petit ami. Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε ποτέ τον φίλο της. |
δέχομαιverbe transitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand ton hôte t'offre un repas, il est poli d'accepter. Όταν ο οικοδεσπότης σου σού προσφέρει ένα γεύμα, είναι ευγενικό να το δεχθείς. |
δέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acceptez-vous les cartes de crédit ? Δέχεστε πιστωτικές κάρτες; |
δέχομαιverbe transitif (négociation d'un prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que vous acceptez trois cents livres pour cette table ? |
δέχομαιverbe transitif (tolérer) (κάτι, ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle n'arrive pas à accepter (or: concevoir) qu'il soit désormais marié à quelqu'un d'autre. Δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με κάποια άλλη πλέον. |
παραδέχομαιverbe transitif (la défaite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le candidat a accepté (or: a admis) la défaite. Ο υποψήφιος παραδέχθηκε την ήττα του. |
δέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne prend que les étudiants les plus intelligents dans cette université. |
παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψηverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle n'était pas encore prête à accepter mes idées. |
αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut accepter la réalité et s'occuper du problème rapidement. Πρέπει να αποδεχτείς την πραγματικότητα και να διευθετήσεις γρήγορα το ζήτημα. |
επιτρέπω, ανέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont accepté l'offre de l'entreprise de payer une formation supplémentaire. Δέχτηκαν την προσφορά της εταιρείας να πληρώσουν για επιπλέον εκπαίδευση. |
προσπαθώ να ξεπεράσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a mis des années pour accepter la mort de ses parents dans un accident. Πέρασε χρόνια προσπαθώντας να ξεπεράσει τον θάνατο των γονιών του σε ένα ατύχημα. |
ρουφάω, πίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a été difficile d'accepter le décès tragique de mes parents. |
εγκρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même si ça a pris du temps, le comité a fini par accepter la demande de bourse de Jessica. Αν και πήρε πολύ καιρό, η επιτροπή τελικά ενέκρινε την πρόταση για χορηγία της Τζέσικα. |
συμφωνώ, δέχομαιverbe transitif (λέω ναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je l'ai invité à la soirée et il a accepté. Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε). |
εγκρίνωverbe transitif (un chèque) (επιταγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ton chèque a été accepté à la banque, donc l'achat est confirmé ! Η τράπεζα ενέκρινε την επιταγή σου, οπότε η αγορά ολοκληρώθηκε! |
καταπίνω, χωνεύω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous n'aimez peut-être pas ces changements, mais j'ai bien peur que vous ne deviez les accepter. |
δέχομαιverbe transitif (des membres d'un groupe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous n'acceptons les nouveaux membres qu'au printemps. |
αποδοχή(offre, cadeaux) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'établissement tolère l'usage de cigarettes électroniques dans son enceinte. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πρέπει να ανεχτείτε το βήχα μου για λίγο ακόμα. |
αποδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επιτέλους ο Τομ αποδέχτηκε ότι η Ίμοτζεν δεν τον αγαπούσε πια. |
δέχομαι(soutenu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώ με κτ(avec des propos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες. |
δέχομαι, αποδέχομαι(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσχωρώ σε κτ(soutenu) (επίσημο: απόφαση, σύμβαση κλπ) Nous refusons d'accéder aux demandes des terroristes. |
εγκρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leslie n'approuvera jamais l'idée de fumer dans un restaurant. Η Λέσλυ ποτέ δεν θα εγκρίνει την ιδέα του καπνίσματος μέσα σε εστιατόρια. |
δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je n'avais pas vraiment envie d'y aller mais j'ai dit oui pour lui faire plaisir. |
φιλικός προς τα κατοικίδιαlocution verbale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Comme l'hôtel acceptait les animaux, mon frère a pu emmener ses chiens. |
αναλαμβάνω την ευθύνη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ με όλαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω δουλειάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χειρίζομαι με ηρεμία κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν αντιστέκεταιverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'employé décida de ne pas accepter son renvoi sans se battre, jurant de poursuivre son employeur. |
δύσκολο προϊόνnom masculin Il sera difficile de faire accepter aux rebelles de soutenir un projet pour mettre fin à la guerre civile. |
συμφωνώ να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les parents d'Olivia ont accepté de la laisser aller à la fête. |
συμφιλιώνω κπ με κτ, εξοικειώνω κπ με κτ
Une fois que Maria a fait accepter sa nouvelle relation à ses enfants, ils se sont tous bien entendus avec son copain. Όταν η Μαρία έκανε τα παιδιά της να αποδεχτούν τη νέα σχέση της, τα πήγαιναν πλέον πολύ καλά με τον νέο της σύντροφο. |
αποδέχομαι την προσφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous ferez le travail pour seulement 20 £ ? Super, je vous prends au mot ! Θα αναλάβεις τη δουλειά μόνο για 20 δολάρια; Υπέροχα! Αποδέχομαι την προσφορά σου! |
αποδοχή, έγκρισηlocution verbale (personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand le conjoint d'un enfant se fait accepter par la famille de celui-ci, cela peut rendre la vie du couple plus agréable. |
το να συμφωνείς με δύο εντελώς αντίθετες απόψεις(concept de George Orwell) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accepter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του accepter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.