Τι σημαίνει το negro στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης negro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του negro στο ισπανικά.

Η λέξη negro στο ισπανικά σημαίνει μαύρος, μαύρο, αράπικος, μαύρος, νουάρ, μαύρος, μαύρος, μαύρος, σκοτεινός, μαύρος, σκοτεινός, μαύρο, αράπης, αράπης, μαύρος, μαύρη, μελανός, μαύρος, αδέρφι, σκυλάραπας, μαύρος, σκούρος, σκοτεινός, σκουρόχρωμος, σκοτεινόχρωμος, μαύρος, αράπης, αράπισσα, αράπης, σκυλάραπας, αράπης σκλάβος, αράπης, αράπης, σκυλάραπας, αράπης, αράπης, αφροαμερικανικός, αράπης, αράπης, μαύρος, μαυρισμένος, σκούρος, σκούρος καφέ, αράπης, αραπίνα, σκούρο καφέ, Αφροαμερικάνος, Αφροαμερικανή, μαυρίζω, μαύρο, ασπρόμαυρος, μπιμπίκι, μαύρη κερασιά, ασπρόμαυρος, καταχωρώ, καταγράφω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διακίνηση, παγίδα, κατάμαυρος, κάτω από το τραπέζι, μαύρος σαν κατράμι, ξεκάθαρος, μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων, μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος, ασπρόμαυρα, χρυσοθήρας, ρευστό, αράπης, καπνιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία, μαύρο χιούμορ, αφρικάνικη τέχνη, μαύρο φασόλι, μαύρη αρκούδα, μαύρη ζώνη, μαύρη τρύπα, μπλακ χιούμορ, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια, μαύρο χιούμορ, αφανής συγγραφέας, μαύρη σοκολάτα, λεπτό στρώμα πάγου, μαύρη αγορά, σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα, σκούρα, μαύρα, μαύρος λεμούριος, Black Russian, μπλακ ράσιαν, μαύρη τίγρη, μαύρη τουλίπα, black hat hacker, black-hat hacker, μαύρος άνθρακας, ίταμος, φιλμ νουάρ, άσπρο-μαύρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης negro

μαύρος

adjetivo (color) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se veía muy bien con el vestido negro.
Της πήγαινε το μαύρο της φόρεμα.

μαύρο

nombre masculino (color) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi color favorito es el negro.
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μαύρο.

αράπικος

(en desuso de forma peyorativa) (προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαύρος

(no peyorativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nina entrevista a muchos comediantes negros para su podcast.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τρεις μαύρες γυναίκες περπατούσαν στον δρόμο.

νουάρ

adjetivo (φιλμ)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En los Estados Unidos, el Mes de la Historia Negra se celebra en febrero.

μαύρος

adjetivo (suciedad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las paredes estaban negras de hollín.

μαύρος, σκοτεινός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom estaba de un humor negro después de que su jefe le regañara.

μαύρος, σκοτεινός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La curandera era sospechosa de practicar magia negra.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην περιμένεις καλό απ' αυτόν, έχει μαύρη (or: σκοτεινή) ψυχή.

μαύρο

nombre masculino (tinte) (απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cuál es la diferencia entre el negro humo y el negro marfil?

αράπης

(en desuso de forma peyorativa) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αράπης

nombre masculino, nombre femenino (ofensivo) (καθομ, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαύρος, μαύρη

(potencialmente peyorativo) (φυλή)

El político es popular entre los negros.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εκείνος ο πολιτικός είναι δημοφιλής τόσο στους μαύρους, όσο και στους λευκούς.

μελανός, μαύρος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las sombras negras asustaron a la pequeña niña.

αδέρφι

nombre masculino (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκυλάραπας

nombre masculino (peyorativo) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαύρος

nombre masculino

σκούρος, σκοτεινός, σκουρόχρωμος, σκοτεινόχρωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαύρος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cielo estaba cubierto de nubes negras.

αράπης, αράπισσα

nombre masculino, nombre femenino (ofensivo) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αράπης

nombre masculino, nombre femenino (peyorativo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκυλάραπας

(peyorativo) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αράπης σκλάβος

nombre masculino, nombre femenino (ofensivo) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αράπης

nombre masculino, nombre femenino (ofensivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αράπης, σκυλάραπας

nombre masculino, nombre femenino (ofensivo) (υβριστικό, μειωτικό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

αράπης

nombre masculino, nombre femenino (ofensivo) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αράπης

(ES, ofensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αφροαμερικανικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αράπης

(ES, ofensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αράπης

(ES, ofensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαύρος

(color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había un perro hecho un bollo en el sillón ébano del rincón.

μαυρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los dientes de Amanda eran muy blancos junto a su piel bronceada.
Τα δόντια της Αμάντα ήταν άσπρα και έκαναν αντίθεση με το μαυρισμένο της δέρμα. Η Ρίτα δείχνει πολύ μαυρισμένη μετά από τρεις εβδομάδες στα Μπαρμπέιντος.

σκούρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mucha gente se siente atraída por las personas de piel morena.

σκούρος καφέ

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Un hombre montado sobre un caballo sable apareció en lo alto de la colina.

αράπης, αραπίνα

(μειωτικό, προβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Despidieron al radical por llamar "negrata" a sus compañeros.

σκούρο καφέ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Había tres caballos en el establo: dos yeguas pintas y un sable.

Αφροαμερικάνος, Αφροαμερικανή

μαυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los soldados se ennegrecieron la cara antes de la misión.

μαύρο

locución adjetiva

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Te ves bien de negro.

ασπρόμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La familia no podía comprar un televisor nuevo, así que miraban los programas en una vieja pantalla monocromática.

μπιμπίκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρη κερασιά

(δέντρο)

ασπρόμαυρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sorprendentemente, la fotografía monocromática tenía mucho detalle.

καταχωρώ, καταγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anotar tus pensamientos te ayuda a pensar las cosas con más claridad.
Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(cine)

La última escena terminó con un difuminado de los pájaros volando sobre el océano.

διακίνηση

(ilegal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía local dijo que estaban al tanto del tráfico de mercancía ilegal.
Η τοπική αστυνομία είπε ότι ήταν ενήμερη για τη διακίνηση παράνομων αγαθών.

παγίδα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se metió en un enredo de deudas muy altas.

κατάμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yolanda tiene el pelo negro azabache.
Τα μαλλιά της Γιολάντας είναι κατράμι.

κάτω από το τραπέζι

locución adjetiva (AR, ES, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
new: Se llevan a cabo muchas transacciones en negro que no aparecen en los libros.

μαύρος σαν κατράμι

(μεταφορικά)

Estaba negro como la noche en la caverna.

ξεκάθαρος

locución adjetiva (división clara)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me están pagando en negro.

μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ασπρόμαυρα

locución adverbial (fotografía)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prefiero revelar mis fotografías en blanco y negro.

χρυσοθήρας

(voz inglesa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρευστό

(αργκό: λεφτά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αράπης

(προσβλ: μαύρος, νέγρος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καπνιά

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασπρόμαυρη φωτογραφία

(διαδικασία)

Mi fotógrafo preferido es Balthasar Burkhard. Me fascinan sus fotografías blanco y negro.

μαύρο χιούμορ

locución nominal masculina

La médica forense se apoya en el humor negro para lidiar con la naturaleza de su trabajo.

αφρικάνικη τέχνη

(MX, informal)

Durante el mes de la historia afroamericana, muchos museos tienen exposiciones de arte negro.

μαύρο φασόλι

(AmC)

Los frijoles negros con arroz son un plato típico en muchos países latinoamericanos.

μαύρη αρκούδα

(Ursus americanus) (Αμερική)

Los osos negros son más pequeños que los osos pardos y los polares.

μαύρη ζώνη

μαύρη τρύπα

(AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un agujero negro ejerce una gran fuerza gravitacional.

μπλακ χιούμορ

locución nominal masculina (sarcasmo, humor cruel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασπρόμαυρη ταινία

ασπρόμαυρη τηλεόραση

Mis padres recuerdan los días en que sólo había televisores blanco y negro.

φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Plantamos dos hileras de frijol carita negro en el jardín.

μαύρο χιούμορ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφανής συγγραφέας

La política contrató a un escritor fantasma para que le escriba la autobiografía.

μαύρη σοκολάτα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se supone que el chocolate negro es mejor para ti que el chocolate con leche.

λεπτό στρώμα πάγου

(invisible)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me deslicé en el hielo en la carretera y choqué con una barda.

μαύρη αγορά

Aunque es ilegal, mucha gente compra mercadería a la venta en el mercado negro.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El chocolate negro se ha vuelto muy popular últimamente.

σκούρα, μαύρα

(μαλλιά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tiene el cabello oscuro, pero se lo pinta rubio.

μαύρος λεμούριος

(mono) (ζώο)

El lémur negro de Madagascar está en peligro de extinción.

Black Russian, μπλακ ράσιαν

(είδος κοκτέιλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρη τίγρη

locución nominal masculina

El tigre negro, si es que realmente existe, sería una variante muy rara. Pero los reportes de haber avistado un ejemplar se cuentan con los dedos de una mano.

μαύρη τουλίπα

locución nominal masculina

Prodigándole muchísimos cuidados, pudo cultivar un tulipán negro que le trajeron de Holanda.

black hat hacker, black-hat hacker

locución nominal masculina (figurado) (κατηγορία χάκερ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Un hacker de sombrero negro me visitó la semana pasada.

μαύρος άνθρακας

locución nominal masculina

El negro de carbón se usa a menudo como pigmento y como refuerzo en productos de goma y plástico.

ίταμος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιλμ νουάρ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άσπρο-μαύρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του negro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του negro

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.