Τι σημαίνει το mar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mar στο ισπανικά.

Η λέξη mar στο ισπανικά σημαίνει θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα, Τρίτη, Μαρ., Μαρτ., ωκεανός, τα βάθη της θάλασσας, ιππόκαμπος, λιμάνι, γλαρόνι, σαλπάρω, αποπλέω, οστρακοειδή, λιπορίνη, ανοιχτή θάλασσα, είδος πεπλατυσμένου αχινού, ναυτικός, υπεράκτιος, αλμυρός, προς τη θάλασσα, θαλάσσιος, μούσκεμα από τα δάκρυα, θαλάσσιος, κλαίγοντας, μες στα κλάματα, στην θάλασσα, μέσω θαλάσσης, δια θαλάσσης, με καράβι, στην ανοιχτή θάλασσα, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, δάκρυα που κυλούν, δάκρυα που τρέχουν, αστερίας, βυθός, πυθμένας, θαλάσσια θέα, θέα της θάλασσας, θαλασσινό νερό, σήπιο, μυλοκόπι, κηδεία στην θάλασσα, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, ναύτης, Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, θαλασσόλυκος, θαλασσινό αλάτι, αχινός, Καραϊβική Θάλασσα, στάθμη της θάλασσας, είδος αστερία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, θαλάσσια ανεμώνη, γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο, θέα της θάλασσας, Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσα, Κίτρινη Θάλασσα, υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού, Μεσόγειος Θάλασσα, Βόρεια θάλασσα, Αιγαίο Πέλαγος, Ερυθρά Θάλασσα, πούσι, αλιώτιδα, αλιωτίδα, ανοιχτή θάλασσα, αναρρόφηση θαλάσσης, αφρός της θάλασσας, αυτός που πραγματοποιεί βυθομέτρηση, εσωτερική θάλασσα, υποθαλάσσια γεώτρηση, φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσα, διεθνή ύδατα, βάθη του ωκεανού, κύματα της θάλασσας, σαλπάρω, στην παραλία, ακτή ωκεανού, από τη θάλασσα, παντού, υποθαλασσίως, ρίξιμο της τέφρας στην θάλασσα, στη στάθμη της θάλασσας, στεριανός, προς τη θάλασσα, αχινός, θαλασσοταραχή, τρικυμία, αγγούρι της θάλασσας, ναυτικός, Kασπία Θάλασσα, ανοιχτή θάλασσα, θαλάσσια πέστροφα, αναχωρώ, αποπλέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mar

θάλασσα

nombre ambiguo en cuanto al género (μικρότερη από ωκεανό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Mediterráneo no es un océano, es un mar.
Η Μεσόγειος είναι θάλασσα, όχι ωκεανός.

θάλασσα

nombre ambiguo en cuanto al género (όγκος αλμυρού νερού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mar alberga miles de especies de peces.
Η θάλασσα φιλοξενεί χιλιάδες διαφορετικά είδη ψαριών.

θάλασσα

nombre ambiguo en cuanto al género (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había un mar de gente en el concierto de la semana pasada.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κοινό στο φεστιβάλ ήταν μια θάλασσα από πρόσωπα.

Τρίτη

(abreviatura: martes) (συντομ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Μαρ., Μαρτ.

nombre masculino (marzo)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La cita de Paul es el 15 de mar.

ωκεανός

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En algunas áreas de Ohio, todo lo que puede verse es un mar de maíz.

τα βάθη της θάλασσας

El gigantesco pulpo salió de las profundidades y se acercó al submarino.

ιππόκαμπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunos hipocampos no son más grandes que un dedo.
Μερικοί ιππόκαμποι δεν είναι μεγαλύτεροι από το ένα δάχτυλο.

λιμάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El puerto estaba lleno de barcos de carga.

γλαρόνι

(Sterna hirundo) (θαλασσοπούλι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαλπάρω, αποπλέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Zarpamos esperando un buen viaje, pero la tormenta rápidamente nos obligó a volver a puerto.
Σαλπάραμε με την προσδοκία ενός εύκολου ταξιδιού, αλλά η καταιγίδα μας ανάγκασε να γυρίσουμε γρήγορα στο λιμάνι.

οστρακοειδή

Soy alérgica a los mariscos así que nunca como.
Είμαι αλλεργικός στα οστρακοειδή και έτσι δεν τα τρώω ποτέ.

λιπορίνη

(animal) (μαλάκιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοιχτή θάλασσα

είδος πεπλατυσμένου αχινού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ναυτικός

El pub que hay cerca del muelle estaba lleno de marineros.

υπεράκτιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carlos trabaja en un pozo petrolero en el mar.
Ο Καρλ εργάζεται σε μια υπεράκτια εξέδρα άντλησης πετρελαίου.

αλμυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς τη θάλασσα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θαλάσσιος

locución adjetiva (μεταφορές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μούσκεμα από τα δάκρυα

expresión (figurado)

Llegó hecha un mar de lágrimas tras la pelea con su novio.

θαλάσσιος

locución adjetiva (marina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un nuevo buque de alta mar está siendo construido en los astilleros.

κλαίγοντας, μες στα κλάματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba hecha un mar de lágrimas cuando se enteró de la muerte de su amigo.

στην θάλασσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El viejo marinero disfruta contando sus aventuras en alta mar.

μέσω θαλάσσης

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Traen la mercancía por mar.

δια θαλάσσης, με καράβι

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lleva mucho tiempo viajar hasta Australia por mar.
Παίρνει πολύ χρόνο να ταξιδέψεις στην Αυστραλία δια θαλάσσης.

στην ανοιχτή θάλασσα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchos marineros disfrutan de estar en alta mar.

πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aquí estamos muy por encima del nivel del mar, la presión es menor, el agua hierve a 88 ºC.

δάκρυα που κυλούν, δάκρυα που τρέχουν

locución nominal masculina (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Podías ver un río (or: mar) de lágrimas en su cara.

αστερίας

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vimos distintos tipos de estrellas de mar en la playa.
Είδαμε διάφορα είδη από αστερίες στην παραλία.

βυθός, πυθμένας

(θαλάσσιος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El bote yace en el fondo del mar, a 200 metros de la orilla.
Η βάρκα βρίσκεται στον βυθό (or: πυθμένα), σε απόσταση 200 μέτρων από την ακτή.

θαλάσσια θέα, θέα της θάλασσας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θαλασσινό νερό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σήπιο

(χημεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μυλοκόπι

(Cynoscion regalis) (είδος ψαριού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κηδεία στην θάλασσα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prefiero la travesía aérea a la travesía por mar, es mucho más rápida.

ναύτης

locución nominal masculina (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El viejo lobo de mar se tambaleó desde la taberna y volvió a su barco.

Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Mar Muerto es un gran lago salado entre Israel y Jordania a 422 metros bajo el nivel del mar.

αγριεμένη θάλασσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mar agitado le impidió regresar de Capri a Nápoles.

αγριεμένη θάλασσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mar picado mareaba hasta a los marineros más experimentados.
Η αγριεμένη θάλασσα έκανε ακόμη και τους σκληραγωγημένους ναυτικούς να νιώθουν ναυτία.

θαλασσόλυκος

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El capitán Ahab, el de la cara marcada por un rayo, fue el prototipo de lobo de mar.

θαλασσινό αλάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre cocino con sal de mar.

αχινός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se paró sobre un erizo de mar y se le clavaron las espinas en el pie.

Καραϊβική Θάλασσα

nombre propio masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Disfruté de un crucero por el mar Caribe; visité Puerto Rico, Barbados y las Islas Vírgenes americanas.

στάθμη της θάλασσας

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una tercera parte del territorio de los Países Bajos se encuentra por debajo del nivel del mar.
Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως.

είδος αστερία

nombre femenino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal masculina (tipo de cangrejo)

θαλάσσια ανεμώνη

locución nominal femenina

γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θέα της θάλασσας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσα

nombre propio masculino

Κίτρινη Θάλασσα

nombre masculino

Phileas Fogg casi se hunde en el Mar Amarillo

υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Μεσόγειος Θάλασσα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Βόρεια θάλασσα

nombre propio masculino

Αιγαίο Πέλαγος

nombre propio masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ερυθρά Θάλασσα

nombre propio masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πούσι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλιώτιδα, αλιωτίδα

locución nominal femenina (μαλάκιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοιχτή θάλασσα

locución nominal masculina

αναρρόφηση θαλάσσης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αφρός της θάλασσας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αυτός που πραγματοποιεί βυθομέτρηση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εσωτερική θάλασσα

υποθαλάσσια γεώτρηση

φουρτούνα, φουρτουνιασμένη θάλασσα

locución nominal masculina (ναυτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διεθνή ύδατα

locución nominal femenina

βάθη του ωκεανού

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Y buscando a la sirena nado hasta el fondo del mar.

κύματα της θάλασσας

nombre femenino plural (κοντά στην ακτή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les pregunté a las olas del mar si habían visto pasar a mi amor, les pregunté si sabían adónde estaba ella. Sólo me contestaron con su habitual arrullo.

σαλπάρω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos haremos a la mar una vez que las velas estén reparadas.

στην παραλία, ακτή ωκεανού

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

από τη θάλασσα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Buscamos el zapato perdido por cielo, mar y tierra.

υποθαλασσίως

locución adverbial

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρίξιμο της τέφρας στην θάλασσα

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No, mi abuela no está en el cementerio. Arrojamos sus cenizas al mar.

στη στάθμη της θάλασσας

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στεριανός

locución adverbial (viento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los vientos de la tierra al mar dan las mejores condiciones para surfear.
Οι στεριανοί άνεμοι προσφέρουν τις καλύτερες συνθήκες για σερφ.

προς τη θάλασσα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αχινός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si te bañas en el mar, lleva calzado adecuado para proteger los pies de los erizos de mar.

θαλασσοταραχή, τρικυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγγούρι της θάλασσας

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ναυτικός

locución nominal masculina (figurado)

El viejo lobo de mar ha navegado por más de cuarenta años.

Kασπία Θάλασσα

nombre propio masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανοιχτή θάλασσα

locución nominal masculina (náutica)

θαλάσσια πέστροφα

locución nominal femenina

αναχωρώ, αποπλέω

locución verbal (zarpar, navegar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El portaaviones se hizo a la mar con ochenta aviones a bordo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του mar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.