Τι σημαίνει το negocios στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης negocios στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του negocios στο ισπανικά.
Η λέξη negocios στο ισπανικά σημαίνει άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, τόπος δραστηριοτήτων, εμπορική επιχείρηση, χρήμα, επιχείρηση, επιχείρηση, επενδύσεις, κατάστημα, μαγαζί, κατάστημα, συναλλαγή, μαγαζί, κατάστημα, επιχείρηση, επιχείρηση, δουλειά, κομπίνα, δοσοληψία, συναλλαγή, ριψοκίνδυνη εμπορική δραστηριότητα, προέχει η δουλειά, κατάστημα ειδών γάμου, εταιρεία με πτωτική τιμή μετοχής, πιάνω την καλή, τομέας, κλάδος, επαγγελματικό εγχείρημα, μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων, κατάστημα με είδη δώρων, γραμματεία, επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, αγορά ακινήτων, οικογενειακή επιχείρηση, συνοικιακό κατάστημα, νόμιμη συναλλαγή, αγοραπωλησία ακινήτων, διαχείριση ακινήτων, κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιών, εξειδικευμένο κατάστημα, ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος, στιβαρή επιχείρηση, εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου, αυτός που κάνει περικοπές, ανοίγω επιχείρηση, έχω λίγη δουλειά, κλείνω μια συμφωνία, μεγάλη δουλειά, επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίες, διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση, δεύτερη δουλειά, που έχει ατομική επιχείρηση και περνάν όλα από το χέρι του, λιανική επιχείρηση, συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας, τεϊοπωλείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης negocios
άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότηταςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William tiene un negocio de zapatero. |
κατάστημα, μαγαζί, εμπορικόnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi papá tenía un negocio de artículos de línea blanca. |
τόπος δραστηριοτήτωνnombre masculino (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) En la parte del frente tenemos el negocio, pero vivimos aquí mismo, en la parte de atrás. |
εμπορική επιχείρηση
|
χρήμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El negocio está en vender servicios de mantenimiento, no software. Το χρήμα βρίσκεται στην παροχή υπηρεσιών και όχι στο λογισμικό. |
επιχείρησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La compañía está activa en varios países, es un negocio grande. Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες. Είναι μια μεγάλη επιχείρηση. |
επιχείρηση(local comercial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yo no permito que los clientes entren a mi negocio y me hablen de manera grosera. |
επενδύσειςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Dave optó por una carrera de negocios. |
κατάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tienda estaba especializada en equipos de senderismo. Το μαγαζί ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης. |
μαγαζί, κατάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cerca de nuestra casa hay una tienda de ropa. Έχουμε ένα μαγαζί (or: κατάστημα) ρούχων κοντά στο σπίτι. |
συναλλαγή(συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El mercado llevaba abierto una hora y el comercio estaba muy activo. Η αγορά είχε ανοίξει εδώ και μια ώρα και οι συναλλαγές ήταν καλές. |
μαγαζί, κατάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιχείρηση(negocio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi tío quiere abrir su propia empresa. Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά. |
επιχείρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polició advirtió al dueño del club nocturno que cerrarían su establecimiento si cogían a alguien vendiendo drogas en el local. Η αστυνομία προειδοποίησε τον ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου ότι θα έκλειναν την επιχείρησή του αν συλλάμβαναν κάποιον να πουλάει ναρκωτικά στον χώρο του. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre tenemos más ventas en las épocas de fiesta. |
κομπίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El ardid de la mafia consistía en vender protección a los comercios. |
δοσοληψία, συναλλαγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta es una transacción en curso entre estas dos compañías. |
ριψοκίνδυνη εμπορική δραστηριότητα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Debes asegurarte de conocer los riesgos asociados a cada emprendimiento en el que inviertas. |
προέχει η δουλειάexpresión (ES) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sintió que me estaba aprovechando de su situación, pero el negocio es el negocio. |
κατάστημα ειδών γάμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las tiendas de novias ya están informando el aumento de las ventas por la primavera. Τα καταστήματα ειδών γάμου αναφέρουν τη συνηθισμένη ανοιξιάτικη αύξηση της εμπορικής κίνησης. |
εταιρεία με πτωτική τιμή μετοχής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιάνω την καλή(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El proyecto de obra pública es un negocio redondo para el constructor. |
τομέας, κλάδος(επαγγελματική δραστηριότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La compañía va a eliminar las dos líneas de negocio que no son eficientes. Στον κλάδο του, συνηθίζεται οι πληρωμές να γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Η εταιρεία θα καταργήσει δύο επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες δεν είναι αποδοτικές. |
επαγγελματικό εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El centro comercial tiene una tienda de ropa que vende todos los estilos que me gustan. Το νέο εμπορικό κέντρο έχει ένα μαγαζί ρούχων με όλα τα στιλ που μου αρέσουν. |
κατάστημα με είδη δώρων(AR) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γραμματεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todo el personal de la trastienda del negocio va a ir al pub, ¿quieres venir? |
επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο
Antes de evaluar mi solicitud de préstamo, el banco quería ver un plan de negocio. |
βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Decidieron vender varias de sus adquisiciones recientes y concentrarse en su actividad principal. |
αγορά ακινήτων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El negocio inmobiliario sufrió una gran caída durante la crisis financiera de 2009. |
οικογενειακή επιχείρηση
Eventualmente su hijo se hará cargo del negocio familiar. |
συνοικιακό κατάστημα(μτφ: όχι μέλος αλυσίδας) |
νόμιμη συναλλαγή
|
αγοραπωλησία ακινήτωνnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαχείριση ακινήτωνnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιώνnombre masculino (Argentina) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Necesito cambiar las suelas; ¿hay algún negocio de reparación de zapatos por acá? |
εξειδικευμένο κατάστημα
Sólo venden zapatos de golf en esa tienda de artículos específicos. Αυτό το εξειδικευμένο κατάστημα πουλάει μόνο παπούτσια του γκολφ. |
ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος
Le dispararon a la dueña del negocio y se robaron todo el dinero que había en la caja y algunas mercaderías. |
στιβαρή επιχείρηση
|
εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυτός που κάνει περικοπές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοίγω επιχείρησηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Linda abrió un negocio haciendo arreglos y confección de ropa. |
έχω λίγη δουλειάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλείνω μια συμφωνίαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hombre invitó a su compañero a almorzar para hacer un negocio. |
μεγάλη δουλειά(μεταφορικά, καθομιλουμένη) El fútbol es, además de un deporte, un gran negocio. |
επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση
|
δεύτερη δουλειά
Trabaja en el préstamo de efectivo y tiene un negocio suplementario de venta de autos usados. Χορηγεί δάνεια σε μετρητά και έχει μια δεύτερη δουλειά ως πωλητής μεταχειρισμένων αμαξιών. |
που έχει ατομική επιχείρηση και περνάν όλα από το χέρι του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λιανική επιχείρηση
|
συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τεϊοπωλείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Puedes encontrar todo tipo de tés en la tienda de té de la calle La Salle. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του negocios στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του negocios
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.