Τι σημαίνει το uso στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης uso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του uso στο ισπανικά.
Η λέξη uso στο ισπανικά σημαίνει φοράω, φορώ, χρησιμοποιώ, φοράω, φορώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, χρησιμοποιώ, δανείζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, τρέχω, χρησιμοποιώ, παίρνω, εφαρμόζω, δαπανώ, ξοδεύω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, φοράω, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, παίρνω, χρήση, χρήση, φθορά, χρήση, ζωή, φθορά, χρήση, χρήση, ιδιοποίηση, χρήση, λειτουργία, χρήση, αξιοποίηση, κανόνας, πρακτικότητα, χρησιμότητα, χρήση, απόλαυση, χρησιμότητα, όφελος, χρησιμοποιώ κτ ως κτ, δικαίωμα χρήσης, μιας χρήσης, μιας χρήσεως, άχρηστος, αχρησιμοποίητος, ακατάλληλος για να φορεθεί, πρετ α πορτέ, μακρηγορώ αποσκοπώντας σε κωλυσιεργία, βάζω ενυδατική, βάζω ενυδατική κρέμα, ξαναεφαρμόζω, σβήνω, χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ, αντιγράφω, κλέβω, τελειώνω με κτ, διαστρεβλώνω, στρεβλώνω, επικαλούμαι, γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, εύκολος στην χρήση, εύκολος στη χρήση, ξυλόφουρνος, χρέωση για γκόλφ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης uso
φοράω, φορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos usan jeans en estos días. Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας. |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella lo usó para lo que deseaba y luego lo dejó. |
φοράω, φορώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué zapatos debería usar? |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él usa diferentes herramientas para hacer muebles. Χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να φτιάξει έπιπλα. |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Generalmente uso la biblioteca local para sacar libros prestados. Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitas usar tu cerebro más seguido. Πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου πιο συχνά. |
κάνω χρήση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Usa sal en las comidas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης. |
φοράω, φορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué debo ponerme hoy? Τι να βάλω σήμερα; |
φοράω, φορώ(maquillaje) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esa niña es demasiado chica como para ponerse maquillaje. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν. |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este guiso usas todas las sobras de tu refrigerador. |
δανείζομαι(en préstamo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedo usar tu bolígrafo? Μπορώ να δανειστώ το στυλό σου; |
χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usamos el término "libertad" en sentido amplio. Χρησιμοποιούμε τον όρο «ελευθερία» με την πιο ευρεία έννοιά της. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El albañil usó un cincel para tallar la piedra. Ο λιθοκτίστης χρησιμοποίησε ένα καλέμι για να λαξεύσει την πέτρα. |
χειρίζομαι, χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Sabes cómo usar esta máquina? Ξέρεις να δουλεύεις αυτό το μηχάνημα; |
τρέχω(ζαργκόν: υπολογιστές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abby usa tres ordenadores a la vez en su oficina. Η Άμπι τρέχει συγχρόνως τρεις υπολογιστές στο γραφείο της. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cámara usa baterías de larga vida. |
εφαρμόζω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se utilizaron dos métodos para calcular la población. |
δαπανώ, ξοδεύω(χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hemos gastado todo el presupuesto solo para abrir la oficina. |
αξιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La escuela utilizó los viejos establos y los convirtió en tres salas. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Audrey está aplicando el mismo método que la vez pasada. Debemos aplicar un poco de sentido común. Η Ώντρεϋ εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την προηγούμενη φορά. |
φοράω(ropa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué tamaño vistes? |
εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El director quería aprovechar el potencial del equipo. |
εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ(κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gordon aplicó sus conocimientos de mecánica para construir una aeronave. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estás actuando de una manera muy extraña. ¿Estás tomando drogas? |
χρήσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El uso del poder militar es más común de lo que me gustaría. Η χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι για μένα πιο συχνή από όσο θα έπρεπε. |
χρήσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El uso de la computadora aumenta la productividad. Η χρησιμοποίηση του υπολογιστή αύξησε την αποδοτικότητα. |
φθοράnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El paño de esta mesa de billar soporta un uso constante. |
χρήσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El vestido permite su uso en invierno. |
ζωήnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todavía le queda mucho uso a este abrigo de invierno. Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα. |
φθορά(σταδιακή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Debes cambiar los neumáticos del automóvil debido al desgaste. Τα λάστιχα του αυτοκινήτου πρέπει να αλλαχτούν λόγω φθοράς. |
χρήσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Escuchar a hablantes nativos te puede ayudar a comprender bastante sobre el uso de las palabras. Το να ακούς κάποιον που μιλάει τη μητρική του γλώσσα μπορεί να σε βοηθήσει να καταλάβεις πολλά για τη χρήση των λέξεων. |
χρήση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La vecina no le cobraba alquiler a John por el uso del anexo como taller, tan solo le cobraba el uso de la electricidad. Η γειτόνισσα δεν χρέωνε στον Τζον ενοίκιο για το βοηθητικό κτίσμα που χρησιμοποιούσε σαν εργαστήριο, απλά τον χρέωνε για τη χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος. |
ιδιοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρήση, λειτουργίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una herramienta debería utilizarse solo para el uso para el que se concibió. Τα εργαλεία πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο με τη σωστή τους χρήση (or: λειτουργία). |
χρήση, αξιοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Terminar este proyecto requerirá el uso de todos los recursos a nuestra disposición. |
κανόνας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La costumbre en esta área es casarse joven. Είθισται σε αυτήν την περιοχή να παντρεύονται νέοι. |
πρακτικότητα, χρησιμότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A algunos diseñadores de muebles solo les interesa el estilo, mientras que otros creen que la utilidad del mueble es lo más importante. Μερικοί σχεδιαστές επίπλων ενδιαφέρονται μόνο για το στιλ ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η χρηστικότητα του κομματιού είναι το πιο σημαντικό. |
χρήση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La utilización de la tierra es estrictamente controlada por el consejo tribal. Η χρήση της γης ελέγχεται αυστηρά από τα φυλετικά συμβούλια. |
απόλαυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρησιμότητα(χρήση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όφελος(από τη μεγάλη χρήση ενός πράγματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dan sacó mucho provecho a su vieja segadora. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν υπάρχει ουσία στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. |
χρησιμοποιώ κτ ως κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La víbora usa su cola como señuelo. |
δικαίωμα χρήσης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Perdió el privilegio para usar el automóvil luego de que una noche estuvo afuera hasta muy tarde. |
μιας χρήσης, μιας χρήσεως
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Siempre usamos platos y vasos desechables cuando damos una fiesta para que la limpieza sea más fácil. Όταν κάνουμε πάρτι πάντοτε χρησιμοποιούμε πιάτα και ποτήρια μιας χρήσης για να είναι λίγο πιο εύκολο το μετέπειτα συγύρισμα. |
άχρηστος, αχρησιμοποίητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Maggie tiró la comida desaprovechada a la basura. Η Μάγκι πέταξε στα σκουπίδια το παραπανίσιο φαγητό. |
ακατάλληλος για να φορεθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρετ α πορτέ(για ρούχα) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μακρηγορώ αποσκοπώντας σε κωλυσιεργία(legislación) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los demócratas obstruyeron la legislación una vez que los republicanos consiguieron la mayoría. |
βάζω ενυδατική, βάζω ενυδατική κρέμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si no te hidratas, se te secará la piel. |
ξαναεφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La economista reutilizó las teorías de Marx en su trabajo. |
σβήνω(με διορθωτικό υγρό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No trates de acortar el proceso, no va a funcionar. |
αντιγράφω, κλέβω(από κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suspendí el examen porque Jill no me dejó copiarle. Απέτυχα στο τεστ γιατί η Τζιλ δε με άφησε να αντιγράψω από εκείνη. |
τελειώνω με κτ
¿Ya dejaste el teléfono? Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους; |
διαστρεβλώνω, στρεβλώνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El informe sesgó la información para que pareciese más favorable a la ideología del partido. |
επικαλούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry alegó un dolor de cabeza para no visitar a los padres de Julie. |
γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστήlocución adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εύκολος στην χρήσηlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jamás tuve un ordenador que fuera tan fácil de usar. |
εύκολος στη χρήσηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este teléfono celular fácil de usar está diseñado especialmente para los mayores. |
ξυλόφουρνος(PR) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρέωση για γκόλφ
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του uso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του uso
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.