Τι σημαίνει το diario στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diario στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diario στο ισπανικά.

Η λέξη diario στο ισπανικά σημαίνει ημερήσιος, ημερολόγιο, ημερήσια εφημερίδα, ημερολόγιο, ημερήσιος, καθημερινός, ημερολόγιο, ημερολόγιο, ημερολόγιο, ημερολόγιο, καθημερινός, κιτάπι, ημερολόγιο, καθημερινός, εφημερίδα, υπενθύμιση, την ημέρα, ημερησίως, γωνιά φαγητού, ημερολόγιο ταξιδίου, σερβιετάκι, ρουτίνα, ιστολόγιο, σε καθημερινή βάση, σε καθημερινή βάση, καθημερινά, άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά, απόκομμα, εφημερίδα, εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια, ηµερολογιακή εγγραφή, ημερήσια αποζημίωση, τοπική εφημερίδα, τοπική εφημερίδα, γράφω κτ σε ημερολόγιο, δημοσιογραφικό μελάνι, καταγραφή, εγγραφή, βασικός, κύριος, ημερολόγιο, περίπατος, εκ των υστέρων, ημερήσια απόδοση, εβδομαδιαία εφημερίδα, κρατάω ημερολόγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diario

ημερήσιος

(μίας ή κάθε μέρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los ingresos diarios eran bastante constantes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βγήκα για τον καθημερινό μου περίπατο.

ημερολόγιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fiona tiene un diario para guardar por escrito sus sentimientos personales. Ben escribe en su diario todos los días.
Η Φιόνα κρατάει ημερολόγιο για να καταγράφει τα προσωπικά της συναισθήματά. Ο Μπεν γράφει στο ημερολόγιό του κάθε μέρα.

ημερήσια εφημερίδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi diarero me trae el diario a mi puerta.

ημερολόγιο

nombre masculino (personal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan escribía sus experiencias cada noche en un diario.

ημερήσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A él no le pagan por hora. Tiene una remuneración diaria.

καθημερινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Afeitarse forma parte de su rutina diaria.
Το ξύρισμα είναι μέρος της καθημερινής του ρουτίνας.

ημερολόγιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Llevamos un diario durante nuestro viaje alrededor del mundo.
Κρατούσαμε ημερολόγιο με τα ταξίδια μας σε όλο τον κόσμο.

ημερολόγιο

(negocios)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los empleados tienen que indicar sus horas de pausa en el diario.

ημερολόγιο

nombre masculino (el libro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle compró un diario en la tienda para ayudarle a llevar un registro de sus pensamientos.

ημερολόγιο

(contabilidad)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gerente apuntaba todas las transacciones del día en el diario.

καθημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κιτάπι

(medicina) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημερολόγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Miramos el registro para ver cuándo había sido el último mantenimiento del instrumento.

καθημερινός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εφημερίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rodney escribe para la gaceta semanal de su ciudad.

υπενθύμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

την ημέρα, ημερησίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se te asignaron $35 por día.

γωνιά φαγητού

(MX)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ημερολόγιο ταξιδίου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σερβιετάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρουτίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιστολόγιο

(diario en línea)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σε καθημερινή βάση

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Hago una hora de ejercicio a diario.

σε καθημερινή βάση, καθημερινά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El lechero nos deja dos botellas de leche a diario.

άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La autopista está congestionada todas las mañanas de los días de labor a causa de los trabajadores pendulares.
Η εθνική οδός έχει κίνηση εξαιτίας των εργαζομένων που πηγαίνουν στη δουλειά τους τις καθημερινές το πρωί.

απόκομμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El álbum de recortes estaba lleno de fotos antiguas y recortes de periódico.

εφημερίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια

(AmL)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El crimen fue tan atroz que llegó a los diarios de tirada nacional.

ηµερολογιακή εγγραφή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su última anotación en el diario tiene fecha 18 de diciembre, dos días antes de su inesperada muerte.

ημερήσια αποζημίωση

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοπική εφημερίδα

Leo sobre el municipio en el diario local, pero las otras noticias las leo en Internet.

τοπική εφημερίδα

Los diarios locales no cubren la actualidad internacional de igual modo que los periódicos nacionales.

γράφω κτ σε ημερολόγιο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοσιογραφικό μελάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tinta de periódico mojada se corría por la página.

καταγραφή, εγγραφή

nombre femenino (προσωπικό ημερολόγιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασικός, κύριος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pan y la leche son productos de primera necesidad.

ημερολόγιο

(aeronavegación)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La piloto registró el vuelo en el diario de vuelo.
Η πιλότος κατέγραψε την πτήση στο ημερολόγιο.

περίπατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκ των υστέρων

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
En retrospectiva, Laura se dio cuenta de que debería haber estudiado más en la escuela.

ημερήσια απόδοση

εβδομαδιαία εφημερίδα

κρατάω ημερολόγιο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shelley lleva un diario en un precioso volumen encuadernado en piel.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diario στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.