Τι σημαίνει το titre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης titre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του titre στο Γαλλικά.
Η λέξη titre στο Γαλλικά σημαίνει τίτλος, επικεφαλίδα, προσφώνηση, τίτλος ιδιοκτησίας, τίτλος, που έχει τίτλο που έχει τίτλο ευγενείας, τίτλος, ονομασία, συγκέντρωση, πυκνότητα, συγκέντρωση, τίτλος, μότο, αξιόγραφο, επικεφαλίδα, επικεφαλίδα, κεφαλίδα, ογκομετρώ, ονομάζω, αποκαλώ, ονομαστικός, μεταθανάτιος, υποτιτλισμένος, με υπότιτλους, δικαίως, ευλόγως, υπότιτλος, εξέδρα, υπότιτλος, υπότιτλος, επώνυμος ρόλος, δωρεάν, υπότιτλος, υπότιτλος, ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, ως προσωπικότητα, δικαίως, τρέχων, χωρίς τίτλο, δικαίως, επάξια, ως εκ τούτου, για παράδειγμα, δωρεάν, τζάμπα, δοκιμαστικά, υπό δοκιμή, έτσι για να ξέρεις, για να ξέρεις, τιμής ένεκεν, αναλογικά, τίτλος του ιππότη, κάτοχος τίτλου, προσωρινό πιστοποιητικό μετοχής, δαφνοστεφάνωση, τιτλούχος, πρωτοσέλιδο, πράσινη κάρτα, τίτλος ιδιοκτησίας, τίτλος, τίτλος κεφαλαίου, αδρός δείκτης, χρηματική εγγύηση, κουπόνι φαγητού, νομικώς τακτοποιημένος τίτλος, συνεχής τίτλος, ασφάλεια τίτλου, ασφάλιση τίτλου, προσωρινός τίτλος, μετοχικός τίτλος, επίτιμος, ιδιωτικά, δικαίως, χαριστικά, χαριστικώς, πρωτάθλημα, εγγύηση, προσωρινό χαρτονόμισμα, κυπελλούχος, ως, είμαι τζαμπατζής, τίτλος, μονομερής πράξη, ασφάλιση τίτλου, αυτός που υπερασπίζεται τον τίτλο του, μετά θάνατον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης titre
τίτλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel est le titre de ton discours ? Ποιος είναι ο τίτλος της ομιλίας σου; |
επικεφαλίδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chaque chapitre a son propre titre. Κάθε κεφάλαιο έχει τη δική του επικεφαλίδα. |
προσφώνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel est son titre : Professeur ou Docteur ? Ποιον τίτλο χρησιμοποιεί: Καθηγήτρια ή Δόκτορ; |
τίτλος ιδιοκτησίαςnom masculin (Droit) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ce document constitue un titre de propriété. |
τίτλοςnom masculin (livre, ouvrage) (βιβλίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous publions une douzaine de titres chaque année. Εκδίδουμε δώδεκα τίτλους τον χρόνο. |
που έχει τίτλο που έχει τίτλο ευγενείαςadjectif (noblesse : personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τίτλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le titre de l'article n'avait aucun sens. Ο τίτλος του άρθρου δεν έβγαζε νόημα. |
ονομασία(d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le vin qui porte une appellation est toujours plus cher. |
συγκέντρωση, πυκνότηταnom masculin (Chimie) (διαλύματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκέντρωσηnom masculin (Médecine) (αντισωμάτων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τίτλος(Journalisme) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le titre d'un journal figure en haut de la première page. |
μότοnom masculin Ben a lu le titre en tête du chapitre. |
αξιόγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επικεφαλίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επικεφαλίδα, κεφαλίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le titre indiquai, « John Smith : Une Autobiographie ». |
ογκομετρώverbe transitif (mesurer le volume) (χημεία: π.χ. ένα διάλυμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ονομάζω, αποκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils lui ont donné le titre (or: donné le nom) de "Reine du jazz". Την ονόμασαν «Η βασίλισσα της τζάζ». |
ονομαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Reine est le chef nominal de l'État au Royaume-Uni. |
μεταθανάτιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποτιτλισμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με υπότιτλουςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικαίως, ευλόγως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'assassin a été condamné légitimement à l'emprisonnement à vie. |
υπότιτλοςnom masculin (Cinéma, TV) (τηλεόραση, σινεμά κτλ.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les sous-titres étaient pleins d'argot et de fautes d'orthographe. Οι υπότιτλοι ήταν γεμάτοι από αργκό και ορθογραφικά λάθη. |
εξέδρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπότιτλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπότιτλοςnom masculin (για γραπτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επώνυμος ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δωρεάν
Le club de gym offre des barres et des boissons énergétiques gratuites. Το γυμναστήριο παρέχει δωρεάν μπάρες ενέργειας και ισοτονικά ποτά. |
υπότιτλοςnom masculin (TV, film,...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) George est dur d'oreille, donc il aime regarder ses films avec les sous-titres. Ο Τζωρτζ δεν ακούει καλά και έτσι του αρέσει να βλέπει ταινίες με υπότιτλους. |
υπότιτλοςnom masculin (livre) (βιβλίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le sous-titre du livre est "Une vie à bord des trains". Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι «Μια Ζωή στα Τρένα» |
ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, ως προσωπικότητα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Η Αν συμπαθεί την Τζούλη ως άνθρωπο, αλλά το βρίσκει δύσκολο να εργάζεται μαζί της. |
δικαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρέχωνlocution adjectivale (champion) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
χωρίς τίτλοlocution adjectivale (για κείμενο, έντυπο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικαίως, επάξιαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως εκ τούτου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La famille est très extrêmement importante en Suède et de ce fait, les droits des enfants sont très bien protégés. Η οικογένεια στη Σουηδία είναι ιδιαιτέρως σημαντική και ως εκ τούτου δικαιώματα των παιδιών προστατεύονται πολύ καλά. |
για παράδειγμαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δωρεάν, τζάμπαlocution adverbiale (soutenu) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δοκιμαστικά, υπό δοκιμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cet appareil m'a été envoyé à titre d'essai. |
έτσι για να ξέρεις, για να ξέρεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour information, c'est un authentique portefeuille de créateur. |
τιμής ένεκενlocution adverbiale (λόγιος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αναλογικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pendant la guerre froide, Kennedy jugeait indispensable de répondre aux provocations de Khrouchtchev, à titre de réciprocité. |
τίτλος του ιππότη(τιμητική διάκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le roturier fut honoré d'un titre de chevalier après avoir sauvé la princesse des griffes des sauvages. |
κάτοχος τίτλου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προσωρινό πιστοποιητικό μετοχήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δαφνοστεφάνωσηnom masculin (αξίωμα ποιητή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τιτλούχοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωτοσέλιδο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
πράσινη κάρτα(États-Unis) (μεταφορικά) Je voulais vivre et travailler aux États-Unis mais je n'ai pas réussi à obtenir l'indispensable carte verte. |
τίτλος ιδιοκτησίαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τίτλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τίτλος κεφαλαίουnom masculin (σε βιβλίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδρός δείκτηςadjectif À titre indicatif, les loyers devraient augmenter cette année de 2 à 3 pour cent. |
χρηματική εγγύησηnom masculin |
κουπόνι φαγητού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νομικώς τακτοποιημένος τίτλοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συνεχής τίτλοςnom masculin (σε βιβλίο, μυθιστόρημα) |
ασφάλεια τίτλου, ασφάλιση τίτλουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωρινός τίτλοςnom masculin |
μετοχικός τίτλοςnom masculin (Finance) |
επίτιμος(poste volontaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abby est devenue membre à titre honorifique de la confrérie des écrivains. |
ιδιωτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'argent a été donné à titre privé (or: à titre individuel). |
δικαίωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χαριστικά, χαριστικώςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρωτάθλημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les Tigres ont profité de leur titre de champion pendant cinq années avant qu'une autre équipe ne les batte. Οι Τάιγκερς κράτησαν τον τίτλο τους για πέντε χρόνια πριν τους νικήσει μια άλλη ομάδα. |
εγγύησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωρινό χαρτονόμισμαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κυπελλούχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ως(d'introduction, de remerciement,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Γκλεν έστειλε στη Σάντυ ένα κουτί σοκολατάκια ως ένδειξη συγγνώμης. |
είμαι τζαμπατζήςverbe intransitif (άντρας) |
τίτλοςnom masculin (εφημερίδα, περιοδικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tu as vu les gros titres aujourd'hui ? Έχεις δει το σημερινό πρωτοσέλιδο; |
μονομερής πράξη(Droit anglais) |
ασφάλιση τίτλουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτός που υπερασπίζεται τον τίτλο τουlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετά θάνατον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του titre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του titre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.