Τι σημαίνει το action στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης action στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του action στο Γαλλικά.
Η λέξη action στο Γαλλικά σημαίνει δράση, πράξη, πλοκή, υπόθεση, μετοχή, μετοχή, πράξη, διακυβέρνηση, κίνηση, πρωτοβουλία, παρέμβαση, μεσολάβηση, πράξη, ενέργεια, περιβάλλον, προσπάθεια επίθεσης, ενέργεια, δράσης, πάμε, λήψη αυστηρών μέτρων, εκχώρηση, μεταβίβαση, σχέδιο δράσης, Ημέρα των Ευχαριστιών, αναλαμβάνω δράση, η καναδική αργία της δεύτερης Δευτέρας του Οκτώβρη, Ημέρα των Ευχαριστιών, Γιορτή των Ευχαριστιών, αγωγή, ανικανότητα, ανεπάρκεια, γεμάτος δράση, ταχείας δράσης, με τριπλή δράση, στη μέση, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, γλειψιά, αιτιότητα, αντίδραση, περιπέτεια, μεγάλη απόσταση, μεγάλη απόσταση, φτηνή μετοχή, δράση και αντίδραση, μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα, συλλογική προσπάθεια, συλλογική προσπάθεια, συντονισμένες κινήσεις, ελευθερία κινήσεων, νομική διαδικασία, άνθρωπος των πράξεων, νευρικό ερέθισμα, ταυτόχρονη δραστηριότητα, σχέδιο δράσης, συνεχής δραστηριότητα, συλλογική, ομαδική αγωγή, καλή πράξη, τιμή μετοχής, σούπερ ήρωας, σχέδιο δράσης, μετοχικό κεφάλαιο, αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασης, διορθωτική κίνηση, άμεση αντίδραση, κοινή δράση, αρχή της ελάχιστης δράσης, ευγενής πράξη, αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια, επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια, αγγειοδιασταλτικό, PAC, ταινία με πιστολίδι, διαδικασία, κάνω καλή πράξη, κινώ διαδικασίες, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, πάω στα δικαστήρια, ασκώ δίωξη, με πιστολίδι, αυτός που κάνει κάτι, μετοχή χαμηλής απόδοσης, ευχαριστία, μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία, δρω, το κάνω, μετοχή, δυνατότητα να κάνω κάτι, των Ευχαριστιών, βραδείας δράσης, δικαίωμα προαίρεσης, συμμετοχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης action
δράση, πράξηnom féminin (mouvement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il sauta de sa chaise et se jeta dans l'action. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρμηξε στην δράση. |
πλοκή, υπόθεσηnom féminin (μυθιστόρημα κλπ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'action du roman se déroule sur une vingtaine d'années. Η πλοκή (or: υπόθεση) του μυθιστορήματος εξελίσσεται σε δύο δεκαετίες. |
μετοχήnom féminin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chaque employé a des actions de la société. Όλοι οι υπάλληλοι έχουν μετοχές της εταιρείας. |
μετοχήnom féminin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La compagnie va émettre des actions et cesser d'être une société privée. Η εταιρεία θα εκδώσει μετοχές και θα πάψει να είναι ιδιωτική. |
πράξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'action est plus importante que la planification. |
διακυβέρνησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'action du gouvernement doit être juste. |
κίνηση, πρωτοβουλίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le groupe de défense des droits de l'homme a mené des actions auprès des autorités au nom du demandeur d'asile. |
παρέμβαση, μεσολάβησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jeremy a trouvé un emploi grâce à l'action (or: l'intervention) d'amis. Ο Τζέρεμυ βρήκε δουλειά μέσω παρέμβασης φίλων του. |
πράξη, ενέργεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce jour-là, les actes d'Adam ont sauvé la vie de son frère. Οι ενέργειες του Άνταμ εκείνη την ημέρα έσωσαν τη ζωή του αδερφού του. |
περιβάλλον(pour un film,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le cadre du film se déroule dans un New York infesté de zombies. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το περιβάλλον του μυθιστορήματος ήταν η Ιρλανδία του δέκατου πέμπτου αιώνα. |
προσπάθεια επίθεσης(Football américain, Rugby) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'attaque a permis d'avancer d'environ 15 mètres à chaque ballon. |
ενέργεια(Droit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι ενέργειες του δικηγόρου κατά της εταιρείας προκάλεσαν την πτώχευσή της. |
δράσηςlocution adjectivale (Cinéma) (γενική ως προσδιορισμός) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Moi, j'aime les films d'action, mais ma sœur préfère les comédies. |
πάμεinterjection (Cinéma) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quand tout a été prêt, le réalisateur a crié : « Action ! » |
λήψη αυστηρών μέτρων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκχώρηση, μεταβίβαση(vente) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχέδιο δράσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La stratégie était d'éviter de se prendre un but, tout en frustrant l'autre équipe en milieu de terrain. |
Ημέρα των Ευχαριστιών(fête en novembre aux États-Unis) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le quatrième jeudi de novembre, les Américains célèbrent Thanksgiving. C'est un jour férié aux États-Unis. |
αναλαμβάνω δράση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous ne pouvons pas simplement ignorer la situation : nous devons agir ! Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
η καναδική αργία της δεύτερης Δευτέρας του Οκτώβρη(fête en octobre au Canada) (Καναδάς) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ημέρα των Ευχαριστιών, Γιορτή των Ευχαριστιών(fête nord-américaine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nous partons tôt pour passer Thanksgiving avec ma sœur. |
αγωγή(νομική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entreprise a intenté un procès (or: une action en justice) à son concurrent pour violation de brevet. Η εταιρεία έκανε αγωγή στον ανταγωνιστή της για την παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας. |
ανικανότητα, ανεπάρκεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γεμάτος δράση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταχείας δράσηςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με τριπλή δράσηadjectif invariable (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) C'est un dentifrice triple action, il fortifie les dents, les blanchit et renforce l'émail. |
στη μέση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tarzan était toujours au cœur de l'action quand il y avait des ennuis dans la jungle. |
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών(Can) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα! |
γλειψιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne fais pas attention aux coups de langue du chien : il est juste amical. |
αιτιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίδρασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιπέτειαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tony regarde un film d'action. |
μεγάλη απόσταση
Kane a marqué un but depuis une longue distance. |
μεγάλη απόσταση(missile) L'appareil permet à la police de transmettre des messages importants sur une longue portée dans un environnement bruyant. |
φτηνή μετοχήnom féminin (καθομιλουμένη) Bob se concentre sur la vente d'actions cotées en cents à de riches investisseurs. |
δράση και αντίδρασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαζική δράση, συλλογική δραστηριότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συλλογική προσπάθειαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συλλογική προσπάθειαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συντονισμένες κινήσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία με συντονισμένες κινήσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την εξάπλωση της σύρραξης. |
ελευθερία κινήσεωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νομική διαδικασίαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai décidé d'intenter une action en justice contre mon voisin. |
άνθρωπος των πράξεωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'était un homme d'action plus que de paroles. |
νευρικό ερέθισμαnom masculin (sciences) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aujourd'hui, les scientifiques préfèrent utiliser le terme « potentiel d'action » à « influx nerveux ». |
ταυτόχρονη δραστηριότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχέδιο δράσηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel est le plan d'action aujourd'hui ? |
συνεχής δραστηριότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette association exerce une action soutenue de prévention depuis des années. |
συλλογική, ομαδική αγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beaucoup d'entre nous sont impliqués dans un recours collectif contre l'entreprise pour discrimination envers les femmes. |
καλή πράξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τιμή μετοχήςnom masculin (Bourse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jusqu'à présent cette année, le cours des actions est tombé d'un cinquième. |
σούπερ ήρωαςnom masculin Il a sauté du pont sur le train en marche, comme un héros de film d'action. |
σχέδιο δράσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μετοχικό κεφάλαιοnom féminin |
αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διορθωτική κίνηση(μεταφορικά) |
άμεση αντίδρασηnom féminin |
κοινή δράσηnom féminin |
αρχή της ελάχιστης δράσηςnom féminin (Physique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ευγενής πράξηnom féminin |
αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθειαnom féminin (jeu) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργειαnom féminin |
αγγειοδιασταλτικόnom féminin |
PACnom masculin (Politique américaine) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ταινία με πιστολίδιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαδικασία(Droit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La procédure judiciaire (or: L'action en justice) pour cette affaire d'homicide a débuté ce matin. |
κάνω καλή πράξηlocution verbale (κάνω κάτι καλό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κινώ διαδικασίεςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσφεύγω στη δικαιοσύνη, πάω στα δικαστήρια
|
ασκώ δίωξηlocution verbale S'il n'y a pas assez de preuves, nous déciderons de ne pas intenter une action. |
με πιστολίδιadjectif (film) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός που κάνει κάτι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La personne qui a fait cette chose horrible doit être tenue responsable. |
μετοχή χαμηλής απόδοσηςnom féminin (bourse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευχαριστίαnom féminin (Religion) (προς τον Θεό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le prêtre mena l'assemblée à l'action de grâce. |
μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξίαnom féminin (Finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δρωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jane pensait que c'était le bon moment pour passer à l'action et ouvrir son propre restaurant. |
το κάνωlocution adverbiale (euphémisme) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετοχήnom féminin (Finance) (χρηματοοικονομικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entreprise a émis deux classes de fonds propres : les actions ordinaires et les actions privilégiées. |
δυνατότητα να κάνω κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le règlement strict donnait à Sarah l'impression de n'avoir aucun pouvoir. Οι αυστηροί κανόνες έκαναν τη Σάρα να αισθάνεται σα να μην είχε καμία αυτενέργεια δική της. |
των Ευχαριστιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous avons commencé notre repas de Thanksgiving à 2 h de l'après-midi. |
βραδείας δράσηςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δικαίωμα προαίρεσης(Finance, anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συμμετοχήnom féminin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του action στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του action
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.