Τι σημαίνει το por encima στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης por encima στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του por encima στο ισπανικά.
Η λέξη por encima στο ισπανικά σημαίνει -, πάνω από, επιφανειακός, βιαστικά, πρόχειρα, πάνω από, με, πάνω από, γλιστρώ πάνω σε κτ, γλιστρώ πάνω από κτ, ξεπετάω, περιφρονώ, πατάω, πατώ, πάνω από, δεν καταλαβαίνω κτ, πολύ περισσότερο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, πάνω από τον μέσο όρο, υπεράνω του νόμου, άνω του μετρίου, ψηλά, πάνω, πάνω απ' όλα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, υπερβάλλων ζήλος, πάνω από το πτώμα μου, μια κλάση πάνω, υπέρ το δέον, έχω πλεονέκτημα, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, διαβάζω στα γρήγορα, πηδώ στην άλλη μεριά, προεξέχω, ξεπερνώ, ίσα που ακουμπάω, μόλις που ακουμπάω, δεν δίνω μεγάλη σημασία, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα, διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά, περνάω πάνω από κτ, μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, πάνω από, πιο ψηλά από, πάνω από, πάταω, διασχίζω, συνταράσσω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, πατάω, ανώτερος, πάνω από, πετάω πάνω από, κακομεταχειρίζομαι, σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο, πέρα από, έξω από, πάνω από, περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα, με ξεπερνά, περνάω πάνω από κτ με κτ, περισσότερο, πέρα, πάνω, είμαι ανώτερος, περνάω πάνω από κτ, αποφεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης por encima
-locución preposicional (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Se sentaron bajo un árbol, con las ramas por encima de ellos. Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, με τα κλαδιά να κρέμονται πάνω τους. |
πάνω από(μεταφορικά) En mi trabajo no hay nadie sobre mí. |
επιφανειακός(peyorativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βιαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vera no revisó su ensayo antes de entregarlo, apenas lo miró someramente. |
πρόχειρα(coloquial) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuando lo cuestionó la policía, Colin sólo pudo describir lo ocurrido a medias. |
πάνω από
El ladrón saltó sobre la valla y se escapó. Ο κλέφτης πήδηξε πάνω από τον φράκτη και το έσκασε. |
με
No pude escucharla sobre la sirena. Δεν μπορώ να την ακούσω με αυτή τη σειρήνα. |
πάνω από
Colgaron un cuadro por encima de la chimenea. Κρέμασαν ένα κάδρο πάνω από το τζάκι. |
γλιστρώ πάνω σε κτ, γλιστρώ πάνω από κτ(δεν αγγίζω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El cisne al fin echó a volar. Durante varios metros, estuvo sobrevolando el agua. Ο κύκνος τελικά έφυγε, γλιστρώντας πάνω στην επιφάνεια του νερού για αρκετές γιάρδες. |
ξεπετάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tendremos que hacer que la prensa disimule algunos de los peores asuntos. |
περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No está bien menospreciar a quienes tienen menos suerte que uno. Είναι λάθος να κοιτάς αφ' υψηλού ανθρώπους λιγότερο τυχερούς από εσένα. |
πατάω, πατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ay! La llanta de tu bicicleta me pisó el pie. Άου! Η ρόδα του ποδηλάτου σου μου πάτησε το πόδι! |
πάνω από
No podía oír mi teléfono sobre el ruido del restaurante. |
δεν καταλαβαίνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todo este tema de la economía me sobrepasa. |
πολύ περισσότεροadverbio (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tus notas están muy por encima de la media. |
με το χέρι πάνω από τον ώμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με το χέρι πάνω από τον ώμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω από τον μέσο όροlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ese restaurante está por encima del promedio en cuanto a calidad y precio. |
υπεράνω του νόμου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Muchos políticos se creen que están por encima de la ley y que no deberían ser castigados. |
άνω του μετρίου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Necesitas un CI por encima de la media para contestar estas preguntas correctamente. |
ψηλά, πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La multitud miró hacia los aviones que daban vueltas en lo alto. Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους. |
πάνω απ' όλαlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El éxito y el dinero vienen bien, pero por encima de todo elijo el amor. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μου αρέσει ν' ακούω μουσική, η τζαζ μου αρέσει περισσότερο απ' όλα. |
περισσότερο από οτιδήποτε άλλο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por encima de todo lo que Nina quería era entrenar para ser piloto. |
υπερβάλλων ζήλος(επιδεικνύω) Fue felicitado por ir más allá de sus responsabilidades. |
πάνω από το πτώμα μου(coloquial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tendrás la custodia de mis hijos sobre mi cadáver (or: por encima de mi cadáver). |
μια κλάση πάνωlocución preposicional Él está por encima del resto. Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους. |
υπέρ το δέονlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ella siempre va más allá de lo que se espera de ella. Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν. |
έχω πλεονέκτημα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Siempre usa materiales de alta calidad para estar un paso por delante de sus competidores. |
είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El ensayo de George estaba muy por encima del de sus compañeros. |
διαβάζω στα γρήγοραlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No tenía mucho tiempo, así que sólo alcancé a leer el artículo por encima. |
πηδώ στην άλλη μεριά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yvonne saltó por encima del molinete y subió al tren sin pagar. |
προεξέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El techo sobresale por encima del porche por casi un metro. Η οροφή προεξέχει από τη βεράντα κατά ένα μέτρο περίπου. |
ξεπερνώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su nuevo álbum va más allá de todo lo que han logrado anteriormente. Το νέο τους άλμπουμ ξεπερνά όλες τις προηγούμενες επιτυχίες τους. |
ίσα που ακουμπάω, μόλις που ακουμπάω(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El artículo apenas trata la superficie de este tema tan complejo. |
δεν δίνω μεγάλη σημασία, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No le eches un vistazo por encima al texto cuando estudies, léelo con cuidado. |
διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lean atentamente el capítulo 1 pero sólo lean por encima el capítulo 2. |
περνάω πάνω από κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por suerte alcanzó a verla y le pasó por encima sin llegar a pisarla. |
μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Odio que la gente hable por encima de mí en las reuniones. Deja de intentar hablar por encima de mí. |
με το χέρι πάνω από τον ώμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με το χέρι πάνω από τον ώμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω από, πιο ψηλά απόlocución preposicional (ιεραρχία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El rango de general está por encima del de coronel. Ο στρατηγός είναι ανώτερος από τον συνταγματάρχη στην ιεραρχία. |
πάνω απόlocución adverbial (σε μεγάλο ύψος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El nuevo edificio sobresale muy por encima de los demás. |
πάταω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tienes que pasar por encima de la gente para conseguir lo que quieres en este negocio. |
διασχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pasamos por encima de las Montañas Rocosas en nuestra épica caminata. |
συνταράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωlocución verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prudence esperaba poder estar por encima de los rumores mezquinos y el comportamiento retrógrado de los del barrio. |
πατάω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu ingenua forma de mostrarte amigable provoca que te pisoteen en el trabajo. Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά. |
ανώτερος(με γενική: κάποιου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Como jefe de producto, Paul está por encima de mí. Ως προϊστάμενος παραγωγής, ο Πωλ είναι ανώτερος μου. |
πάνω απόlocución preposicional La temperatura en Río de Janeiro sube por encima de 40 grados en verano. Η θερμοκρασία στο Ρίο ντε Τζανέιρο ανεβαίνει πάνω από τους 40 βαθμούς το καλοκαίρι. |
πετάω πάνω απόlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vivimos cerca del aeropuerto y cientos de aviones pasan por encima de nuestra casa cada día. Μένουμε κοντά στο αεροδρόμιο και εκατοντάδες αεροπλάνα πετούν πάνω από το σπίτι μας κάθε μέρα. |
κακομεταχειρίζομαιlocución verbal (fig) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry pasó por encima de tres personas para ser presidente de la junta. |
σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείοlocución preposicional (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέρα από, έξω απόlocución preposicional Las leyes de la gravedad están por encima de cualquier cuestionamiento. Οι νόμοι της βαρύτητας είναι πέραν αμφισβήτησης. |
πάνω απόlocución preposicional Este producto no debe usarse a temperaturas por encima de los treinta grados. Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θερμοκρασία πάνω από τριάντα βαθμούς. |
περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσοραlocución verbal (cursor) (πάνω από κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pasa por encima de la imagen y verás como cambia. Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα και θα τη δεις να αλλάζει. |
με ξεπερνάlocución preposicional (entendimiento) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La razón para que ella lo abandonara es algo que está por encima de mi comprensión. Το γιατί στο καλό τον εγκατέλειψε με ξεπερνά. |
περνάω πάνω από κτ με κτlocución verbal (cursor) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La imagen cambia cuando el cursor pasa por encima de él. Η εικόνα θα αλλάξει εάν περάσεις τον κέρσορα από πάνω της. |
περισσότερο, πέρα, πάνωlocución preposicional (cantidad) Nick no estaba dispuesto a gastar nada por encima de 20 dólares. |
είμαι ανώτερος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Debido a su genio militar, Napoleón estaba por encima de sus contemporáneos. |
περνάω πάνω από κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El saltador de altura pasó por encima de la barra con facilidad. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του por encima στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του por encima
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.