Τι σημαίνει το norte στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης norte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του norte στο ισπανικά.
Η λέξη norte στο ισπανικά σημαίνει βορράς, βορράς, βόρειος, βορεινός, Βόρεια Αγγλία, Βόρειος Αμερική, πυξίδα, βόρεια, μυαλό, πυξίδα, βόρειος, βορεινός, βόρεια, της Βόρειας Ιρλανδίας, μακρύπτερος τόνος, βόρειος, βορεινός, Αμερική, πάνω, προς το βορά, στα βόρια, γηγενής, αυτόχθων, βόρεια, βόρεια της πολιτείας, προς το βορρά, βόρεια, στα βόρεια, βοριάς, βόρειος, χαμένος, μαγνητικός Βορράς, βόρεια ακτή, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, Βόρειος Πόλος, βορείως, βόρεια, Βόρεια Καρολίνα, Βόρεια Ιρλανδία, βόρεια Ισπανία, Βόρεια Ευρώπη, βόρεια Γαλλία, βόρεια Ιταλία, Βόρεια θάλασσα, Βόρεια Ντακότα, βόρεια τμήματα, βόρειος, βόρειος, βορειοαφρικάνικος, προς το βορά, βορείως, βόρεια, αστέρι του βορρά, γηγενής, αυτόχθων, βόρεια, βορινή πλευρά, στα βόρια, από το βορά, βοριάς, ο βορειότερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης norte
βορράςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los padres de Tom viven algunos kilómetros al norte. |
βορράςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La aguja de la brújula siempre apunta al norte. Ο δείκτης της πυξίδας πάντα δείχνει προς τον βορρά. |
βόρειος, βορεινόςadjetivo invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Plantó lechuga en el lado norte de la casa, donde hay menos sol. Φύτεψε μαρούλι στη βόρεια πλευρά του σπιτιού όπου είχε τον λιγότερο ήλιο. |
Βόρεια Αγγλίαnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Kate se fue de Londres y se mudó al norte. |
Βόρειος Αμερικήnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πυξίδα(principio rector, pauta) (μτφ: πρότυπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βόρεια(norte) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vivimos a 32 kilómetros al N de San Diego. Ζούμε 20 μίλια βόρεια του Σαν Ντιέγκο. |
μυαλό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pobre hombre ha perdido la razón. Ο καημένος ο άνθρωπος έχασε τα μυαλά του. |
πυξίδα(figurado, que guía) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βόρειος, βορεινόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Todas las tardes sopla un frío viento del norte por el valle. Κάθε απόγευμα, ένας κρύος βόρειος άνεμος φυσά στην κοιλάδα. |
βόρειαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los patos van a volar al norte durante la primavera. Οι πάπιες θα πετάξουν προς τον βορρά την άνοιξη. |
της Βόρειας Ιρλανδίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακρύπτερος τόνος(ψάρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βόρειος, βορεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel viajó a la parte septentrional del país para ir a la universidad. |
Αμερική
(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Norteamérica se extiende desde Centroamérica hasta el océano Ártico. Η Αμερική φτάνει από την Κεντρική Αμερική ως τον Αρκτικό Ωκεανό. |
πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ellos están en Nueva York. Θα πάμε πάνω στη Θεσσαλονίκη για διακοπές. |
προς το βοράlocución adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στα βόρια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γηγενής, αυτόχθωνlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La exhibición aborigen de América del Norte estaba muy bien estructurada. Η έκθεση των ερυθροδέρμων στο μουσείο ήταν πολύ καλά δομημένη. |
βόρεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los pioneros se dirigían al norte, hacia las frías y nevadas montañas. |
βόρεια της πολιτείαςlocución adverbial (EE.UU.) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς το βορράlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Toma la autopista y dirígete rumbo norte. Βγες στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνσου προς το βορρά. |
βόρειαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En el norte de Chile se encuentra el desierto de Atacama, uno de los más áridos del mundo. |
στα βόρειαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En el norte la pobreza es mayor que en el sur. |
βοριάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βόρειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαμένος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha estado vagando por ahí como un alma en pena. |
μαγνητικός Βορράς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi brújula apunta hacia el norte magnético, o sea no exactamente hacia el Polo Norte. |
βόρεια ακτή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las olas rompen con fuerza en la orilla norte. |
βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tienda está situada en la cara norte de la calle. |
Βόρειος Πόλοςlocución nominal masculina Los osos polares sólo se encuentran en el Polo Norte. |
βορείως, βόρεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Βόρεια Καρολίναnombre propio femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carolina del Norte es un bonito lugar para vivir. |
Βόρεια Ιρλανδίαnombre propio femenino Irlanda del Norte es parte del Reino Unido. |
βόρεια Ισπανία
|
Βόρεια Ευρώπηnombre propio femenino |
βόρεια Γαλλίαlocución nominal masculina |
βόρεια Ιταλίαlocución nominal masculina |
Βόρεια θάλασσαnombre propio masculino |
Βόρεια Ντακόταnombre propio masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βόρεια τμήματαnombre femenino plural Estos pueblos se asentaron en las regiones del norte del territorio. |
βόρειοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El avión en dirección norte despegó hacia Islandia. |
βόρειος(EE.UU.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοαφρικάνικοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los diseños tribales parecen del norte de África. Escuchar música del norte de África es una experiencia nueva para mí. Τα σχέδια της φυλής μοιάζουν βορειοαφρικανικά. Η βορειοαφρικάνικη μουσική είναι για μένα μια νέα εμπειρία. |
προς το βοράlocución adverbial (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βορείως, βόρειαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αστέρι του βορρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γηγενής, αυτόχθων
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mesa Verde es un parque ubicado en el tierras que eran de los nativos de América del Norte. Η Μέσα Βέρντε είναι ένα πάρκο που βρίσκεται στον παλιότερο τόπο μιας φυλής ερυθροδέρμων, στα νοτιοδυτικά των Η.Π.Α. |
βόρεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La aguja de la brújula no señala el norte de la brújula, señala el norte magnético. |
βορινή πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi habitación está en el lado mirando al norte de la casa y por eso siempre está fría. |
στα βόρια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
από το βορά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La tormenta venía del norte. |
βοριάς(MX) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ο βορειότεροςlocución adjetiva |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του norte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του norte
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.