Τι σημαίνει το too στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης too στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του too στο Αγγλικά.

Η λέξη too στο Αγγλικά σημαίνει επίσης, επίσης, επιπλέον, υπερβολικά, πολύ, -, υπερβολικά, υπερβολικά πολύς, υπερβολικά, πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω, υπερβολικά, υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα, το παρακάνω, πίνω κάτι παραπάνω, έχω περίσσεια, έχω περίσσεια, χωμένος βαθιά σε κτ, και πολύ άργησε, κι εγώ, που αποτελεί αντιγραφή, που αντιγράφει, όχι άσχημος, όχι κακός, Όχι και άσχημα!, μια χαρά, λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε, ένα ποτηράκι παραπάνω, μερικά ποτηράκια παραπάνω, λίγο περισσότερο από ό,τι χρειάζεται, περισσότερο από ό,τι πρέπει, πολύ, πληρώνω μεγάλο ποσό, διαμαρτύρομαι τόσο έντονα που δεν γίνομαι πιστευτός, Και πολύ καλά κάνεις!, υπερβάλλω εαυτόν, μιλώ πολύ, κρίμα, πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος, έξυπνος, υπερβολικά κοντά, μάγκας, νωρίς, νωρίτερα, πολύ μακριά, αρκετά μακριά, παρατραβηγμένα, πολύ λίγοι, λίγοι, όχι αρκετοί, πολύ καλός για να είναι αληθινός, αργά, πολύ αργά, αργά, πολύ αργά, πολύ λίγο, πολύ λίγο, λίγο, πολύ μακρύς, μεγάλης διάρκειας, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, υπερβολικός, υπέρμετρος, υπερβολικά, υπέρμετρα, υπερβολικά πολύς, υπέρμετρα πολύς, πολύ μαζί στα ξαφνικά, μου πέφτει πολύ, -, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ζητάω πολλά;, υπερβολικά συχνά, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, υπερόπτης, αλαζόνας, Σωστό!, κοντός, όχι αρκετά μακρύς, κοντός, όχι αρκετά ψηλός, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος, υπερβολικός, υπερβολικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης too

επίσης

adverb (also)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I like ice cream, and cake, too.
Μου αρέσουν τα παγωτά, και επίσης τα κέικ.

επίσης, επιπλέον

adverb (furthermore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You will stay behind after class, and I want to speak to your parents, too.
Θα μείνεις στο σχολείο μετά το μάθημα και θέλω επίσης να μιλήσω με τους γονείς σου.

υπερβολικά

adverb (to excess)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan is too talkative. This food is too salty.
Το φαγητό παραείναι αλμυρό.

πολύ

adverb (informal (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She's not too eager to get involved in this.
Δεν είναι και πολύ πρόθυμη να συμμετάσχει σε αυτό.

-

adverb (US, informal (contradicting a negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I am too going to go!
Και εγώ θα πάω!

υπερβολικά

adverb (informal (overly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His hair was a bit too long for me. She seemed a bit too calm. Something must be wrong.
Τα μαλλιά του ήταν υπερβολικά μακριά για μένα. Έμοιαζε υπερβολικά ήρεμη. Μάλλον κάτι δεν πάει καλά.

υπερβολικά πολύς

expression (an excessive number of)

This has happened a few too many times now. It has to stop.

υπερβολικά

adverb (disapproving (overly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She is all too eager to help.

πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω

adverb (prematurely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All too soon, the lovely dinner date came to an end.

υπερβολικά

adjective (UK, slang, figurative (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your problem is, you're too clever by half!
Το πρόβλημά σου είναι ότι παραείσαι έξυπνος!

υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα

adverb (excessively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was far too skinny to be attractive.

το παρακάνω

verbal expression (figurative (take [sth] past acceptable limits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've warned you about your disobedience before but this time you've gone too far!

πίνω κάτι παραπάνω

verbal expression (UK, slang (drink alcohol to excess) (αλκοόλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bartender kept her car keys because she had had a few too many.

έχω περίσσεια

verbal expression (have an excess of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω περίσσεια

verbal expression (have an excess of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωμένος βαθιά σε κτ

adjective (figurative (involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

και πολύ άργησε

expression (informal (it is overdue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It seems like spring has finally arrived, and it is none too soon for me.

κι εγώ

interjection (so do I, so will I, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're going to her party? Me too! I'll see you there.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα Σαββατοκύριακα κοιμάμαι μέχρι αργά το πρωί. - Το ίδιο κι εγώ.

που αποτελεί αντιγραφή

adjective (mainly US, informal (copying a peer, competitor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voters weren't fooled by the senator's me-too policies.

που αντιγράφει

adjective (mainly US, informal (copying [sth] established)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's such a me-too company; all it's products are just inferior versions of someone else's.

όχι άσχημος, όχι κακός

adjective (OK)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"How's the new job going?" "Not too bad, thanks."

Όχι και άσχημα!

interjection (informal (expressing that [sth] is good)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια χαρά

adjective (informal (good)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε

noun (a slight excess of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The elevator won't move; we have one too many on board.

ένα ποτηράκι παραπάνω, μερικά ποτηράκια παραπάνω

noun (informal, euphemism (an excess of alcoholic drink)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John had one too many and was hungover the next day.

λίγο περισσότερο από ό,τι χρειάζεται, περισσότερο από ό,τι πρέπει

adjective (a slight excess of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ

adverb (especially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is only too keen to leave school.

πληρώνω μεγάλο ποσό

verbal expression (be overcharged for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I paid too much for the taxi from the airport to the city centre.

διαμαρτύρομαι τόσο έντονα που δεν γίνομαι πιστευτός

verbal expression (insist unconvincingly that [sth] is untrue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
“The lady doth protest too much”, as they say.

Και πολύ καλά κάνεις!

interjection (expressing emphatic agreement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I'm not going to lend Pete any more money because he never pays me back." "Quite right too!"

υπερβάλλω εαυτόν

verbal expression (figurative (try to do too much)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλώ πολύ

verbal expression (speak excessively)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She talks too much … and most of what she says is rubbish.

κρίμα

interjection (informal (that's unfortunate)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I hear Jim was fired from his job – too bad!
Άκουσα ότι ο Τζιμ απολύθηκε από τη δουλειά του, κρίμα!

πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος

adjective (excessively large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lorry is too big to fit under the bridge. These hand-me-down clothes are too big for me.
Το φορτηγό είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει κάτω από τη γέφυρα. Αυτά τα ρούχα που δανείστηκα μου είναι πολύ μεγάλα.

έξυπνος

adjective (informal (devious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικά κοντά

adjective (dangerously near to [sth/sb])

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The suspicious-looking man was too close for comfort, so we crossed the street.

μάγκας

adjective (figurative, slang (conceited, superior) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νωρίς, νωρίτερα

adverb (excessively soon, prematurely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When I get to work too early, I have to wait till they unlock the doors. You took the cake out of the oven too early.

πολύ μακριά, αρκετά μακριά

adverb (literal (distance: further than necessary)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I wanted to walk to Paris but it was too far for me.

παρατραβηγμένα

adverb (figurative (past acceptability) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Carol's one of those people who take things too far in an argument.

πολύ λίγοι

adjective (not a high enough number of)

I have too few books to fill my bookcase.
Δεν έχουν αρκετά βιβλία για να γεμίσω τη βιβλιοθήκη μου.

λίγοι, όχι αρκετοί

adjective (not enough: in number)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We tried to fight the plans to build a huge shopping centre just outside our village, but we were too few against a huge corporation; we lost.

πολύ καλός για να είναι αληθινός

expression (so good it does not seem possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αργά, πολύ αργά

adjective (not in time for [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Simon was too late to catch his train.

αργά, πολύ αργά

adverb (not in time for [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You turned in your homework too late to get full credit for it. I arrived an hour too late for my appointment.

πολύ λίγο

adverb (not enough)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was cold outside because she wore too little clothing.

πολύ λίγο

adjective (not enough)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λίγο

noun (an insufficient amount)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ μακρύς

adjective (of excessive length)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her hair was too long so she decided to cut it.

μεγάλης διάρκειας

adverb (for an excessive time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάρα πολλοί

adjective (an excessive number of)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
There are too many people and not enough seats!
Υπάρχουν πάρα πολλά άτομα και όχι αρκετά καθίσματα!

πάρα πολλοί

pronoun (an excessive number)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Help yourself to chocolates, but don't eat too many or you won't have an appetite for dinner.

υπερβολικός, υπέρμετρος

adjective (an excess of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Too much coffee makes me jittery.
Ο υπερβολικός καφές με κάνει νευρικό.

υπερβολικά, υπέρμετρα

adverb (excessively, to excess)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He loved her too much to leave her.
Την αγαπούσε υπερβολικά για να την αφήσει.

υπερβολικά πολύς, υπέρμετρα πολύς

noun (an excessive amount)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't possibly eat all that – it's too much.
Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να φάω όλα αυτά, είναι υπερβολικά πολλά.

πολύ μαζί στα ξαφνικά

noun (sudden excess of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I took a big gulp of beer and got too much at once.

μου πέφτει πολύ

preposition (overwhelming)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Caring for six children was too much for the exhausted young mother.
Η φροντίδα έξι παιδιών έπεφτε πολύ στην εξαντλημένη νεαρή μητέρα.

-

preposition (intolerable) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Losing his wife was too much for him to bear.
Δεν μπόρεσε να αντέξει το χαμό της γυναίκας του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (informal ([sth] spoilt by excess)

There was so much to eat; sometimes you can have too much of a good thing!

ζητάω πολλά;

noun (informal (excessive, unreasonable demand) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερβολικά συχνά

adverb (with excessive frequency)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

adjective (not young enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most people in their 40's are too old to play rough sports.

υπερόπτης, αλαζόνας

adjective (arrogant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is too proud to admit he made a mistake.

Σωστό!

interjection (emphatic agreement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντός, όχι αρκετά μακρύς

adjective (not long enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your essay was too short for the exam standards.

κοντός, όχι αρκετά ψηλός

adjective (not tall enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was too short to join the basketball team.

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

adjective (excessively early)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's too soon to tell whether the operation is a success or not.

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

adverb (prematurely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I arrived too soon and had to wait for them to open the store.

νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος

(not old enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Children are much too young to donate blood.

υπερβολικός

adjective (informal (an excess of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικά

adverb (informal (excessively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του too στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του too

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.