Τι σημαίνει το gain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gain στο Αγγλικά.

Η λέξη gain στο Αγγλικά σημαίνει αποκτώ, κερδίζω, αποκτώ, παίρνω, βάζω, κέρδος, κέρδος, εγκοπή, κέρδη, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, πάω μπρος, πάω μπροστά, αυξάνω, κερδίζω, φτάνω, φθάνω, κερδίζω, παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω, φτάνω, πλησιάζω, πείθω, φτάνω, πλησιάζω, αυτόματος έλεγχος απολαβής, κεφαλαιακό κέρδος, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, γίνομαι δεκτός, κατανοώ, καταλαβαίνω, κυριαρχώ, κερδίζω έδαφος, αυξάνω την επιρροή μου, αποκτώ γνώση, αποκτώ ορμή, κατακτώ θέση, κερδίζω θέση, κερδίζω αναγνώριση, γίνομαι πιο δυνατός, κερδίζω την εμπιστοσύνη, έχω το πάνω χέρι, κερδίζω χρόνο, κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής, αρχίζω να σημειώνω επιτυχία, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, προσωπικό όφελος, αύξηση σωματικού βάρους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gain

αποκτώ

transitive verb (acquire [sth] new)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The citizens gained the right to send their kids to a different school.
Οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να στέλνουν τα παιδιά τους σε διαφορετικό σχολείο.

κερδίζω, αποκτώ

transitive verb (acquire extra of) (επιπλέον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gained five new customers last month.
Κέρδισε (or: απέκτησε) πέντε ακόμα πελάτες τον τελευταίο μήνα.

παίρνω, βάζω

transitive verb (US (weight: put on) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have gained six pounds over the holidays.
Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές.

κέρδος

noun ([sth] gained)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gain in customers helped the business live.

κέρδος

noun (often plural (financial: profit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gain in the stock made him rich.
Το κέρδος από τη μετοχή τον έκανε πλούσιο.

εγκοπή

noun (notch in wood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The craftsman cut a gain into the top of the hinge flap.

κέρδη

plural noun (winnings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The gambler collected his gains.

σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος

intransitive verb (profit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The stock gained 3% last week.

πάω μπρος, πάω μπροστά

intransitive verb (clock: run too fast)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This antique clock is beautiful, but it does gain, unfortunately.

αυξάνω

(increase, improve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician gained in popularity each week. The patient is gaining in health every day.

κερδίζω

transitive verb (clock: speed up by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The clock gains a second every hour.

φτάνω, φθάνω

transitive verb (arrive at)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
By three o'clock, the army had gained the city walls.

κερδίζω

transitive verb (victory: obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The athlete has now gained three world titles.

παίρνω με το μέρος μου

transitive verb (bring onto your side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The candidate has gained a lot of supporters.

κερδίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (take advantage or profit by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What have you got to gain by lying about it?
Κερδίζει πολλά λεφτά παίζοντας στο καζίνο.

φτάνω, πλησιάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (catch up with) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Drive faster - the police are gaining on us!

πείθω

phrasal verb, transitive, separable (US (persuade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Over the years, Romeo gained over Juliet; she had fallen deeply in love with him.

φτάνω, πλησιάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (catch up with) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυτόματος έλεγχος απολαβής

noun (electronic device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κεφαλαιακό κέρδος

noun (often plural (profit on sale of an asset)

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

verbal expression (get permission to go to a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

verbal expression (be allowed to access information, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι δεκτός

intransitive verb (be allowed to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Turkey is trying to gain admittance to the European Community.

κατανοώ, καταλαβαίνω

verbal expression (learn about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After playing he began to gain an understanding of the game.

κυριαρχώ

(win or become dominant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω έδαφος

(figurative (advance, make progress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Though it's slow going we're definitely gaining ground.

αυξάνω την επιρροή μου

(become more important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Big corporations have gained influence in government over the last decades.

αποκτώ γνώση

(learn, acquire information)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This course enables students to gain knowledge about digital photography.

αποκτώ ορμή

(pick up speed and strength)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The bicycle gained momentum as it went down the hill.

κατακτώ θέση, κερδίζω θέση

(advance)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κερδίζω αναγνώριση

(become known for achievements)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many published articles have helped my doctor gain recognition in his field of medical practice.

γίνομαι πιο δυνατός

(become stronger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the operation, his legs were weak, but he did a lot of exercises to gain strength.

κερδίζω την εμπιστοσύνη

verbal expression (become trusted by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have managed to gain the confidence of our newest client. He gained the confidence of his managers through his excellent work.
Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του.

έχω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (attain an advantage: over [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An early goal has given the Blues the upper hand in the match.

κερδίζω χρόνο

(delay [sth] for advantage)

In order to gain time, I had to make sure no one else found the information.

κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής

(start to be popular)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχίζω να σημειώνω επιτυχία

(start to succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

(get fatter, heavier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most college students gain weight during their first year of school. I've put on so much weight, my trousers won't do up!

προσωπικό όφελος

noun ([sth] acquired, won for yourself)

αύξηση σωματικού βάρους

noun (increase in body weight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.