Τι σημαίνει το tendu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tendu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tendu στο Γαλλικά.
Η λέξη tendu στο Γαλλικά σημαίνει μαλακός, τρυφερός, τρυφερός, στοργικός, τρυφερός, αδύναμος, μαλακός, που δεν έχει σκληραγωγηθεί, τεντώνω, απλώνω, γέρνω κτ προς τα εμπρός, τεντώνω, απλώνω, τεντώνω, τεντώνω, απλώνω, επιβαρύνω, καταπονώ, απλώνω, αγαπημένος, καλόκαρδος, τρυφερός, ευαίσθητος, συναισθηματικός, σφίγγω, τρυφερός, στοργικός, απλώνω, τεντώνω, σουφρώνω τα χείλη, τεντωμένος, ανήσυχος, απλωμένος, τεντωμένος, τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος, αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος, τσιτωμένος, τεταμένος, τεταμένος, φορτισμένος, σφιγμένος, σε αναμμένα κάρβουνα, σφιγμένος, σφιχτός, στην πρίζα, τεταμένος, τεντωμένος, αγχωμένος, εκνευρισμένος, νευρικός, τεντωμένος, νευρικός, σε υπερδιέγερση, τυλιγμένος, αγχωμένος, νευρικός, φορτισμένος, ηλεκτρισμένος, σπασμένος, τεντωμένος, δίνω, ευαίσθητος, συναισθηματικός, το έτερον ήμισυ, υπόκειμαι, υποτείνω, αφουγκράζομαι, τεντώνομαι, πορσελάνη, νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία, στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, γαλάζιο, για το καλό κπ, το άλλο μου μισό, βάζω, τοποθετώ, γυρίζω το άλλο μάγουλο, στήνω παγίδα σε κάποιον, τεντώνω τον λαιμό μου, σουφρώνω τα χείλη, τείνω κλάδο ελαίας, απλώνω τα χέρια, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, γαλάζιος, γλυκόλογα, ξυλεία από κωνοφόρα, απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας, συνηθίζω να κάνω κτ, σφίγγομαι, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, από κωνοφόρα, χείρα βοηθείας, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, προσπαθώ να επικοινωνήσω, αιφνιδιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tendu
μαλακός, τρυφερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'agneau était tendre et parfaitement cuit. Το αρνάκι ήταν τρυφερό και τέλεια μαγειρεμένο. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tendre épouse de Peter l'a réconforté lorsqu'il a perdu son emploi. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
τρυφερόςadjectif (âge) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vieil homme était choqué d'entendre ce type de langage sortir de la bouche d'un enfant d'un âge encore si tendre. Ο ηλικιωμένος κύριος σοκαρίστηκε όταν άκουσε τέτοιο λεξιλόγιο από ένα άτομο σε τόσο τρυφερή ηλικία. |
αδύναμος, μαλακός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne sois pas aussi indulgent ! Dis-leur ce que tu dois leur dire et n'aie pas peur ! Μην είσαι τόσο αδύναμος (or: μαλακός). Πες τους ό,τι έχεις να τους πεις και μη φοβάσαι. |
που δεν έχει σκληραγωγηθεί(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεντώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a tendu la main au chien pour qu'il la sente. Άπλωσε το χέρι του στον σκύλο για να το μυρίσει. |
γέρνω κτ προς τα εμπρόςverbe transitif (le cou) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τεντώνωverbe transitif (le cou) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daisy devait tendre le cou pour apercevoir le défilé au loin. Η Ντέιζι έπρεπε να τεντώσει τον λαιμό της για να δει την παρέλαση στο βάθος. |
απλώνω, τεντώνω(la main) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a tendu la main pour que Karen la serre. Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα. |
τεντώνω, απλώνωverbe transitif (la main, le bras,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tendit la main pour ramasser le papier sur le sol. |
επιβαρύνω, καταπονώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soulever cette lourde table m'a tendu le dos. |
απλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le Français me tendit la main. Ο Γάλλος έτεινε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία. |
αγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Matt avait une famille aimante et ça a donc été une surprise de le voir fuguer. Ο Ματ είχε μια αγαπημένη οικογένεια και γι' αυτό είναι πολύ περίεργο που το έσκασε. |
καλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρυφερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Zoe a donné un tendre baiser à son copain. Η Ζωή έδωσε στο φίλο της ένα τρυφερό φιλί. |
ευαίσθητος, συναισθηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σφίγγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kesley lança un sourire affectueux à son amie. |
απλώνω, τεντώνω(bras, ailes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σουφρώνω τα χείλη(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τεντωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tiens la corde tendue et attache-la. Κράτα τον σπάγκο τεντωμένο και δέσε τον. |
ανήσυχος(discussion, ambiance, sensation...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απλωμένος, τεντωμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένοςadjectif (μεταφορικά, ανεπίσημο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τσιτωμένος(personne) (αργκό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mon mari est souvent tendu lorsqu'il rentre du travail. Ο άντρας μου είναι συχνά τσιτωμένος όταν γυρνάει σπίτι από την δουλειά. |
τεταμένοςadjectif (atmosphère) (μεταφορικά: ατμόσφαιρα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'atmosphère était tendue durant la réunion car les gens avaient des opinions très divergentes sur la question. Η κατάσταση ήταν τεταμένη στη συνάντηση επειδή ο κόσμος είχε πολύ διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα. |
τεταμένος, φορτισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La scène finale est rythmée et émotionnellement tendue. Η τελευταία σκηνή είναι γρήγορη και συναισθηματικά φορτισμένη. |
σφιγμένοςadjectif (muscles) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les muscles tendus de Tony montraient à quel point il était nerveux. |
σε αναμμένα κάρβουνα(μεταφορικά: αγωνία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle était tendue à l'approche de ses résultats d'examen. Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεών της. |
σφιγμένοςadjectif (corde,...) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les muscles tendus de Carol se sont finalement relâchés grâce aux mains expertes de la masseuse. Οι σφιγμένοι μύες της Κάρολ άρχισαν επιτέλους να χαλαρώνουν κάτω από τα έμπειρα χέρια της μασέζ. |
σφιχτόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle fait régulièrement du sport pour garder ses muscles tendus. Γυμνάζεται τακτικά για να κρατάει τους μύες της σφιχτούς. |
στην πρίζα(μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Harry est tendu ; il n'arrive pas à tenir en place. Ο Χάρι είναι στην πρίζα. Δεν μπορεί να μείνει ακίνητος. |
τεταμένοςadjectif (atmosphère, rapport) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les choses sont tendues chez les Smith depuis que la mère de M. Smith vit avec eux. |
τεντωμένοςadjectif (main,...) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Brian serra la main tendue par son ami. |
αγχωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Paul est vraiment stressé à cause des nombreux problèmes qu'il a en ce moment. Ο Πωλ είναι πραγματικά αγχωμένος εξαιτίας όλων των προβλημάτων που έχει αυτήν την στιγμή. |
εκνευρισμένος(colère) (αρνητικό συναίσθημα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je ne t'ai jamais vu si énervé ; calme-toi. Δεν σε έχω δει ποτέ τόσο εκνευρισμένο. Ηρέμησε! |
νευρικόςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Phil était tendu (or: crispé) en attendant ses résultats. Ο Φίλιπ ήταν νευρικός ενώ περίμενε για τα αποτελέσματά του. |
τεντωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La corde est si tendue (or: raide) qu'elle ne bouge pas quand on la tire. Ο σπάγκος είναι τόσο τεντωμένος που ούτε καν κινείται όταν τον τραβάς. |
νευρικός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε υπερδιέγερση(personne) (ανησυχία) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τυλιγμένοςadjectif (mécanisme) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le mécanisme fonctionne grâce à un ressort tendu. Η συσκευή λειτουργεί με ένα τυλιγμένο έλασμα. |
αγχωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je suis quelqu'un d'anxieux ; j'ai du mal à me détendre. |
νευρικός(tension psychologique) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon fils est tellement nerveux qu'il met des heures à s'endormir. |
φορτισμένος, ηλεκτρισμένος(figuré) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εξαιτίας της πρόσφατης διαφωνίας του ζευγαριού. |
σπασμένος, τεντωμένος(nerfs) (νεύρα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner ce stylo, s'il te plaît ? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ; |
ευαίσθητος, συναισθηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το έτερον ήμισυ(familier) (καθαρεύουσα, καθομ, μτφ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπόκειμαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποτείνωverbe transitif (géométrie) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφουγκράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils guettèrent tout bruit qui s'échappait de la mine. Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο. |
τεντώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'étira pour détendre ses muscles douloureux. |
πορσελάνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai peu de souvenir de ma petite enfance. Έχω ελάχιστες αναμνήσεις από τη νηπιακή μου ηλικία. |
στοργή, τρυφερότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le garçon s'occupait de son lapin avec une tendre attention. |
αγάπη, τρυφερότητα, στοργήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bon mari traite toujours sa femme avec tendresse et affection. |
γαλάζιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
για το καλό κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το άλλο μου μισό(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάζω, τοποθετώ(παγίδα για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a tendu un piège à la souris. Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι. |
γυρίζω το άλλο μάγουλοlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle était extrêmement impolie mais j'ai décidé de tendre l'autre joue. |
στήνω παγίδα σε κάποιονlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τεντώνω τον λαιμό μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont tendu le cou pour essayer d'apercevoir la princesse. |
σουφρώνω τα χείλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τείνω κλάδο ελαίας(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλώνω τα χέριαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέριαverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέριverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tendit le bras au-dessus de la table et me caressa la joue. |
γαλάζιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκόλογαnom masculin (souvent au pluriel) (μόνο πληθυντικός) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le couple se murmurait des mots doux (or: tendres) à l'oreille. |
ξυλεία από κωνοφόραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les chaises étaient faites en bois tendre. |
απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίαςlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνηθίζω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai tendance à faire mes devoirs avant de dîner. Συνήθως, κάνω τα μαθήματά μου πριν από το δείπνο. |
σφίγγομαιverbe pronominal (corps) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'est tendue quand j'ai parlé de son ancien patron. |
στρέφομαι προς, στρέφομαι σε(μεταφορικά) |
τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ(le bras) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susie a renversé mon verre de vin quand elle a tendu le bras au-dessus de la table pour prendre le sel. |
από κωνοφόραlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il se trouvait dans le coin de la pièce une table en bois tendre. |
χείρα βοηθείας(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après le séisme, la communauté internationale a tendu les bras au pays sinistré. |
στρέφομαι προς, στρέφομαι σε(μεταφορικά) |
προσπαθώ να επικοινωνήσω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai essayé de venir en aide (or: tendre la main) à la famille quand ils étaient dans le besoin. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή. |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jaguar tendit une embuscade au chasseur endormi. Το τζάγκουαρ επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον κυνηγό που κοιμόταν. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tendu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του tendu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.