Τι σημαίνει το sung στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sung στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sung στο Αγγλικά.
Η λέξη sung στο Αγγλικά σημαίνει τραγουδώ, τραγουδάω, τραγουδώ, τραγουδιστική εκδήλωση, κελαηδάω, κελαηδώ, χτυπάω, κελαηδάω, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, λέω φωναχτά, φωνάζω, αλλάζω γνώμη, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά, τραγουδάω μπλουζ, πλέκω το εγκώμιο, ομαδικό τραγούδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sung
τραγουδώintransitive verb (perform a song) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You have a beautiful voice and should sing more. Έχεις υπέροχη φωνή! Πρέπει να τραγουδάς συχνότερα. |
τραγουδάω, τραγουδώtransitive verb (perform: a song) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They stood up and sang the national anthem. Σηκώθηκαν όρθιοι και έψαλαν τον εθνικό ύμνο. |
τραγουδιστική εκδήλωσηnoun (informal (performance) Are you coming to the community sing tonight? Θα έρθεις απόψε στην τραγουδιστική εκδήλωση της κοινότητάς μας; |
κελαηδάω, κελαηδώintransitive verb (bird: tweet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The birds sing in the trees. |
χτυπάωintransitive verb (figurative (make ringing sound) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bells sing and reverberate when struck. |
κελαηδάωintransitive verb (slang, figurative (inform: on [sb]) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The informer will likely sing when pressured by the police. |
τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώνταςphrasal verb, intransitive (accompany vocally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω φωναχτά, φωνάζωphrasal verb, transitive, separable (call, say loudly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω γνώμηverbal expression (change opinion) |
τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρωverbal expression (sing off key) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά(sing in a low voice) |
τραγουδάω μπλουζverbal expression (perform blues songs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm always deeply moved when I listen to Bessie Smith sing the blues. |
πλέκω το εγκώμιοverbal expression (figurative (praise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ομαδικό τραγούδιnoun (group singing session) (σε εκδηλώσεις, γιορτές κλπ.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sung στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sung
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.