Τι σημαίνει το suck στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suck στο Αγγλικά.

Η λέξη suck στο Αγγλικά σημαίνει ρουφάω, ρουφάω κπ/κτ σε κτ, γλείφω, ρουφάω, ρουφώ, πιπιλάω, πιπιλίζω, είμαι χάλια, παρασύρω κπ/κτ σε κτ, ρουφάω, ρουφώ, γλείφω, παίρνω πίπα σε κπ, ρουφάω, ρουφώ, γλείφω, γλείφω, έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου, αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότητα, το χωνεύω, ρουφάω, ρουφώ, ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω, γλύφτης, γλύφτρα, χρονοβόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suck

ρουφάω

transitive verb (take up through suction with mouth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shake was too thick to suck through a straw.
Το μιλκσέικ ήταν πολύ πηχτό για να το ρουφήξεις με το καλαμάκι.

ρουφάω κπ/κτ σε κτ

(draw in by suction)

A bird was sucked into the plane's jet engine.

γλείφω

transitive verb (dissolve by sucking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He sucked the candy for a long time.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σταμάτα να πιπιλίζεις πια αυτό το γλειφιτζούρι!

ρουφάω, ρουφώ

transitive verb (draw with suction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hose sucked all the liquid out.
Ο σωλήνας ρούφηξε όλο το υγρό.

πιπιλάω, πιπιλίζω

transitive verb (thumb: put in mouth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Babies often suck their thumbs.
Τα μωρά συχνά πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους.

είμαι χάλια

intransitive verb (slang, figurative (be very bad)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You didn't get in? That sucks!
Δεν μπόρεσες να μπεις; Μαλακία!

παρασύρω κπ/κτ σε κτ

(entice)

The conman sucked Bill into a trap.

ρουφάω, ρουφώ

transitive verb (drink: blood)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vampires suck blood.

γλείφω

transitive verb (slang, vulgar (perform fellatio on) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you get her to suck you last night?
Την έπεισες να σου πάρει πίπα χτες;

παίρνω πίπα σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (slang, vulgar (perform oral sex on: a man) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Larry loves it when his girlfriend sucks him off.

ρουφάω, ρουφώ

phrasal verb, transitive, separable (extract by suction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The baby sucks out the last drops of milk from the bottle.

γλείφω

phrasal verb, intransitive (slang, figurative (be obsequious, fawn) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't stand Kate; she's always sucking up.
Δεν αντέχω την Κέιτ· συνέχεια γλείφει κάποιον.

γλείφω

(slang, figurative (be obsequious to [sb]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

The man sucks up to his boss because he wants a raise.
Ο τύπος γλείφει το αφεντικό του, επειδή θέλει αύξηση.

έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου

interjection (figurative (respect [sb]'s experience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότητα

interjection (slang (military: accept harsh reality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το χωνεύω

verbal expression (slang, figurative (resign yourself to [sth]) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you don't want to sit next to her, but you'll just have to suck it up and try to make conversation!

ρουφάω, ρουφώ

(ingest by sucking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can use a straw to suck up the water.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις καλαμάκι για να ρουφήξεις το νερό.

ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω

(draw upwards)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vacuum cleaners suck up the dust particles from carpets and other surfaces.
Οι ηλεκτρικές σκούπες τραβάνε τα σωματίδια σκόνης από τα χαλιά και άλλες επιφάνειες.

γλύφτης, γλύφτρα

noun (mainly US, figurative, pejorative, slang (obsequious person) (καθομ, μεταφορικά, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Jill thinks if she's a suck-up, the teacher will give her better grades.

χρονοβόρος

noun (US, informal ([sth] taking lots of time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του suck

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.