Τι σημαίνει το sonner στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sonner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sonner στο Γαλλικά.

Η λέξη sonner στο Γαλλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπώ, κουδουνίζω, καλώ χτυπώντας το κουδούνι, ακούγομαι, χτυπάω, χτυπώ, ζαλίζω, χτυπώ το κουδούνι, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, αφήνω σύξυλο, αφήνω ξερό, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, πατάω το κουμπί, χτυπάω στο κεφάλι, χτυπάω κατακέφαλα, χτυπάω, χτυπώ, αφήνω ξερό, σφυρίζω, κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός, κουδουνίζω, σήμα κατειλημμένης γραμμής, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, σημαίνω συναγερμό, ψέλνω τον εξάψαλμο, τα ακούω, τιμωρούμαι, τα χώνω, τη λέω, ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, σημαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sonner

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif (téléphone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le téléphone sonna deux fois.
Το τηλέφωνο κουδούνισε (or: χτύπησε) δύο φορές.

κουδουνίζω

verbe intransitif (κάνω ήχο σαν κουδουνιού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand on le frappe avec une cuiller, le chandelier en laiton sonne.
Αν το χτυπήσεις με ένα κουτάλι, το μπρούτζινο κηροπήγιο θα κουδουνίσει.

καλώ χτυπώντας το κουδούνι

verbe transitif (pour appeler)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La reine sonna sa servante.
Η βασίλισσα χτύπησε το κουδούνι και κάλεσε τον υπηρέτη της.

ακούγομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ses mots sonnaient vrai.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (une cloche)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le moine sonna la cloche.
Ο μοναχός χτύπησε την καμπάνα.

ζαλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boxeur a assommé son adversaire avec un crochet droit.
Ο μπόξερ ζάλισε τον αντίπαλό του με ένα δεξί κροσέ.

χτυπώ το κουδούνι

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand vous sonnez, on vient vous ouvrir.

χτυπάω, χτυπώ

(alarme)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne me réveille pas toujours quand mon alarme sonne.
Δεν ξυπνάω πάντα όταν χτυπάει το ξυπνητήρι μου.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif (για καμπάνα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Où que tu sois dans le village, tu entendras les cloches sonner.
Μπορείς να ακούσεις τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν οπουδήποτε στην πόλη.

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif (σιγανά, ως κάλεσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cloches de l'église sonnaient au loin.
Οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούσαν πέρα μακριά.

αφήνω σύξυλο, αφήνω ξερό

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entendre quelqu'un sonner à la porte à minuit était surprenant.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'horloge sonna trois heures.
Το ρολόι χτύπησε τρεις.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (pendule, horloge,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pendule sonna dix heures.
Το ρολόι σήμανε δέκα.

χτυπάω

verbe intransitif (cloche) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cloches sonnent et renvoient un écho à chaque coup.

πατάω το κουμπί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω στο κεφάλι, χτυπάω κατακέφαλα

(frapper sur la tête : familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon pauvre copain s'est fait sonner par une balle de golf en assistant au tournoi.
Ο καημένος ο φίλος μου χτυπήθηκε στο δόξα πατρί από ένα μπαλάκι το γκολφ καθώς παρακολουθούσε το τουρνουά.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (σιγανά, ως κάλεσμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pasteur est monté dans le clocher par l'escalier et a commencé à sonner la cloche.

αφήνω ξερό

(καθομιλουμένη: λιποθυμία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le gardien a percuté l'attaquant et l'a assommé (or: mis K.-O.).
Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ.

σφυρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je mets en marche le sèche-linge, il fait un bruit métallique.
Όταν θέτω το στεγνωτήριο σε λειτουργία, αρχίζει να παράγει έναν οξύ μεταλλικό ήχο.

κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός

(figuré) (αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le chloroforme l'a mise KO.
Το χλωροφόρμιο την κοίμισε.

κουδουνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les carillons de l'église retentirent quand il fut l'heure de la messe.

σήμα κατειλημμένης γραμμής

locution verbale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai essayé d'appeler Pauline, mais ça sonnait occupé.

ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

(figuré, familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand son patron a appris ce qui était arrivé, Sally a été convoquée dans son bureau et s'est fait passer un savon (or: fait remonter les bretelles).

σημαίνω συναγερμό

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψέλνω τον εξάψαλμο

(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα ακούω

locution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τιμωρούμαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα χώνω, τη λέω

(figuré, familier) (αργκό: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ

(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'avais la permission de minuit mais je suis rentré à trois heures : ma mère m'a passé un savon (or: ma mère m'a passé un de ces savons) !

σημαίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pompier fit sonner l'alarme.
Ο πυροσβέστης σήμανε συναγερμό.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sonner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.