Τι σημαίνει το sex στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sex στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sex στο Αγγλικά.

Η λέξη sex στο Αγγλικά σημαίνει σεξ, φύλο, σεξ, σεξουαλικός, καθορίζω το φύλο, αλατίζω, καρυκεύω, στολίζω, πρωκτικός έρωτας, μεικτός, μικτός, μεικτός, μικτός, μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο, το ασθενές φύλο, κάνω σεξ, κάνω σεξ με κπ, το αντίθετο φύλο, στοματικό σεξ, στοματικό σεξ, τηλεφωνικό σεξ, προγαμιαίος έρωτας, ασφαλές σεξ, ομοφυλόφιλος, σεξουαλική πράξη, σεξ απίλ, αλλαγή φύλου, χρωμόσωμα καθορισμού φύλου, σεξουαλικό έγκλημα, σωβινισμός, σεξισμός, σεξουαλική επιθυμία, λίμπιντο, σύμβολο του σεξ, σεξουαλική ορμόνη, καυλάκι, αντικείμενο του σεξ, δράστης σεξουαλικών αδικημάτων, δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων, γεννητικά όργανα, ειδικός που, στο πλαίσιο ψυχοθεραπείας, αναλαμβάνει τον ρόλο του ερωτικού συντρόφου, σύμβολο του σεξ, σεξουαλικό βοήθημα, σωματεμπορία, εγχείρηση αλλαγής φύλου, κολλημένος με το σεξ, τρελαμένος με το σεξ, φυλοσύνδετος, φυλοσύνδετος, σεξομανής, στερημένος, σεξουαλική κακοποίηση, δράστης σεξουαλικού αδικήματος, αμιγής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sex

σεξ

noun (intercourse)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sex is less important than friendship in maintaining a happy relationship.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο βιασμός είναι γενετήσια πράξη χωρίς την συγκατάθεση του θύματος.

φύλο

noun (biology: male, female)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is very hard to determine the sex of some birds.
Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις το γένος σε μερικά είδη πουλιών.

σεξ

noun (sexual attraction)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sex has always been used to sell movies.

σεξουαλικός

noun as adjective (sexual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sex education is required at most American schools.

καθορίζω το φύλο

transitive verb (animal: determine sex)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The veterinarian sexed the chicks and divided them into males and females.

αλατίζω, καρυκεύω, στολίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (make more exciting) (μεταφορικά: διανθίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The newspaper sexed up the story in order to make it more interesting for their readers.
Η εφημερίδα έβαλε αλατοπίπερο στην ιστορία, για να προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον των αναγνωστών της.

πρωκτικός έρωτας

noun (sex via the anus)

According to the survey, half of all men and women have attempted anal sex.

μεικτός, μικτός

adjective (mainly US, abbreviation (coeducational)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Did you live in a coed dorm in college?
Έμενες σε μεικτή εστία όταν ήσουν στο κολλέγιο;

μεικτός, μικτός

adjective (mainly US (school: for both sexes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school Valerie went to was coeducational, but she is a teacher at an all-girls' school.

μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο

noun (mainly US (school for both sexes)

το ασθενές φύλο

noun (dated, offensive (women, girls)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's a myth that the fair sex aren't as cool-headed as men.

κάνω σεξ

(have intercourse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Having sex is an important component of marriage. Dan and Ben finally had sex.

κάνω σεξ με κπ

verbal expression (have intercourse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His wife threw him out because he had sex with the neighbor.

το αντίθετο φύλο

noun (man if woman, woman if man)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
John does not understand how to speak to the opposite sex.

στοματικό σεξ

noun (fellatio) (σε άντρα)

Mary was performing oral sex on her boyfriend.

στοματικό σεξ

noun (cunnilingus) (σε γυναίκα)

Bill was performing oral sex on his girlfriend.

τηλεφωνικό σεξ

noun (sexual conversation)

Wendy caught her husband having phone sex with another woman.

προγαμιαίος έρωτας

noun (intercourse before marriage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I don't believe in premarital sex: I'm going to wait till I'm married.
Δεν πιστεύω στο προγαμιαίο σεξ. Θα περιμένω μέχρι να παντρευτώ.

ασφαλές σεξ

noun (informal (sexual activity with a condom)

It's important to make sure you're practising safe sex.

ομοφυλόφιλος

adjective (relationship: gay)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Same-sex marriage is such a contested issue everywhere.

σεξουαλική πράξη

noun (sexual intercourse)

They were arrested for performing a sex act in public!

σεξ απίλ

noun (sexual attractiveness)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That actor still has sex appeal, even in his seventies.

αλλαγή φύλου

noun (dated (gender reassignment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Derek underwent a sex change last year.

χρωμόσωμα καθορισμού φύλου

noun (DNA that determines sex)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In females, the sex chromosomes are the two X chromosomes.

σεξουαλικό έγκλημα

noun (sexual act without consent)

The man was convicted of a sex crime.

σωβινισμός, σεξισμός

noun (prejudice, bias based on gender)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The company has a policy to prevent sex discrimination at work.

σεξουαλική επιθυμία, λίμπιντο

noun (sexual desire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After his surgery he had little sex drive.

σύμβολο του σεξ

noun (figurative (very attractive woman) (σεξουαλικά προσόντα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jayne Mansfield was one of the biggest sex goddesses of the 1950s.

σεξουαλική ορμόνη

noun (substance controlling physical development)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oestrogen is the primary female sex hormone.

καυλάκι

noun (figurative, slang (sexually assertive young woman) (αργκό: σέξι κοπέλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The actress doesn't consider herself to be a sex kitten.

αντικείμενο του σεξ

noun (figurative ([sb] valued only for their attractiveness)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'm sick and tired of you treating me like some kind of sex object.

δράστης σεξουαλικών αδικημάτων, δράστης σεξουαλικών εγκλημάτων

noun ([sb] convicted of sexual assault)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
All American states keep a register of sex offenders.

γεννητικά όργανα

plural noun (genitalia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elephants have very large sex organs.

ειδικός που, στο πλαίσιο ψυχοθεραπείας, αναλαμβάνει τον ρόλο του ερωτικού συντρόφου

noun (therapist who uses sex to treat [sb]) (ψυχοθεραπεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A sex surrogate treats patients with sexual difficulties through talk, touching, and intercourse.

σύμβολο του σεξ

noun (celebrity: very attractive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Raquel Welch was a sex symbol in the 1960s.

σεξουαλικό βοήθημα

noun (device: sexual stimulation)

Sex toys are becoming increasingly popular.

σωματεμπορία

noun (crime: sexual exploitation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγχείρηση αλλαγής φύλου

noun (dated (gender reassignment surgery)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sam underwent a sex-change operation to change from a man to a woman.

κολλημένος με το σεξ, τρελαμένος με το σεξ

adjective (obsessed with sex)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The film is about the adventures of a group of sex-crazed teenagers.

φυλοσύνδετος

adjective (genetics: gene) (γονίδιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φυλοσύνδετος

adjective (genetics: character) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σεξομανής

adjective (informal (addicted to sex)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The actor plays the role of a sex-mad old man.

στερημένος

adjective (hasn't had sex in a long time)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dozens of sex-starved sailors had returned to the port and were enjoying themselves in the nightclubs and bars..

σεξουαλική κακοποίηση

noun (indecent assault)

Jacobs is facing a charge of sexual abuse.

δράστης σεξουαλικού αδικήματος

noun ([sb] convicted of a sex crime)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμιγής

adjective (school: girls- or boys-only) (σχοελείο, μόνο ένα φύλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are pros and cons to single-sex education.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sex στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sex

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.