Τι σημαίνει το go down στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης go down στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go down στο Αγγλικά.

Η λέξη go down στο Αγγλικά σημαίνει κατεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι, κατεβαίνω πιο κάτω, κατεβαίνω πιο χαμηλά, καταστρέφομαι μαζί με κπ, αρρωσταίνω από κτ, μένω στη μνήμη ως, τυγχάνω αποδοκιμασίας, παντρεύομαι, πάω χαμένος, πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κατά διαόλου, γίνομαι δεκτός με χαρά, ξεσηκώνω κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης go down

κατεβαίνω

phrasal verb, intransitive (descend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Keep going down until you reach the foot of the mountain.

κατεβαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (stairs, hill: descend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you go down these stairs, you'll find yourself in the basement.

πέφτω

phrasal verb, intransitive (figurative (prices: decrease) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prices have gone down at this store.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι

phrasal verb, intransitive (slang (give oral sex) (χυδαίο: σε άντρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She won't have sex with him but she does let him go down.
Δεν κάνει σεξ μαζί του, αλλά τον αφήνει να της κάνει γλειφομούνι.

κατεβαίνω πιο κάτω, κατεβαίνω πιο χαμηλά

(slang (give oral sex) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandy enjoys it when her boyfriend goes down on her.

καταστρέφομαι μαζί με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (be defeated with [sb/sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If our company goes down, our subsidiaries will go down with us.

αρρωσταίνω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (become ill)

Roger went down with flu.

μένω στη μνήμη ως

verbal expression (be remembered as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's going to go down as one of the greatest mistakes a politician has ever made.

τυγχάνω αποδοκιμασίας

verbal expression (informal, figurative (news: be unwelcome)

παντρεύομαι

verbal expression (colloquial (get married)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω χαμένος

verbal expression (figurative, informal (be wasted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A lot of the investors saw their entire life savings go down the drain.

πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κατά διαόλου

verbal expression (UK, slang, figurative (fail or go wrong) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All our holiday plans have gone down the pan.

γίνομαι δεκτός με χαρά

verbal expression (informal, figurative (news: be welcome)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
News of an increase in profits went down well with investors in the company.
Τα νέα της αύξησης των κερδών έγιναν δεκτά με χαρά από τους επενδυτές της εταιρείας.

ξεσηκώνω κπ

verbal expression (informal, figurative (performance: be enjoyed) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band were very good and they went down well with the fans.
Το συγκρότημα ήταν πολύ καλό και ξεσήκωσε τους θαυμαστές του.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go down στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του go down

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.