Τι σημαίνει το section στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης section στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του section στο Αγγλικά.
Η λέξη section στο Αγγλικά σημαίνει τμήμα, σελίδες, τμήμα, φέτα, φέτα, ενότητα, συνοικία, τμήμα, κοινωνική ομάδα, χωρίζω, διαιρώ, εγκλείω σε ψυχιατρική κλινική, πνευστά, καισαρική τομή, καισαρική τομή, αντιπροσωπευτικό δείγμα, ποικιλία, ποικιλομορφία, διατομή, διάδρομος με τα κατεψυγμένα, μηκοτομή, ράφι με περιοδικά, τμήμα κρουστών, χώρος των δημοσιογράφων, κρουστά όργανα, επικεφαλίδα ενότητας, επικεφαλίδα κεφαλαίου, χωρίζω, διαχωρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης section
τμήμαnoun (separate part) (μέρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The wing section is connected to the fuselage with titanium fasteners. Το τμήμα του φτερού συνδέεται στην άτρακτο με συνδέσμους τιτανίου. |
σελίδεςnoun (column or pages of newspaper) (εφημερίδα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The young player was on the front page of the sports section. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πολλές εφημερίδες κυκλοφορούν με ένθετα για τα παιδιά. |
τμήμαnoun (area in a theatre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Which section would you like to sit in to see the play? |
φέταnoun (portion, slice: of cake) (μακρόστενο κέικ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He divided the cake into ten sections. |
φέταnoun (segment: of fruit) (μακρόστενο σχήμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm putting grapefruit and orange sections in the salad. |
ενότηταnoun (part of document) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Please sign at the end of section B. |
συνοικίαnoun (area of town) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That section of town has lots of restaurants and pubs. |
τμήμαnoun (stretch of a track) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The curved section of the racetrack is banked. |
κοινωνική ομάδαnoun (part of population) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Some sections, especially those with high incomes, vote for the other party's candidates. |
χωρίζω, διαιρώtransitive verb (divide) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The author sectioned the book into three parts. |
εγκλείω σε ψυχιατρική κλινικήtransitive verb (UK (commit to mental institution) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Charles was sectioned by his parents and spent ten years in an institution. |
πνευστάnoun (brass instruments in a band, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) My sister plays trumpet in the brass section of our school's concert band. |
καισαρική τομήnoun (informal, abbreviation (Cesarean section) A third of all pregnancies in the US end in a C-section. |
καισαρική τομήnoun (surgery to deliver a baby) My daughter was born by Cesarean section. |
αντιπροσωπευτικό δείγμαnoun (representative sample) For this survey we need a good cross section of the community. |
ποικιλία, ποικιλομορφίαnoun (variety, diversity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διατομήnoun (section made by perpendicular cuts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάδρομος με τα κατεψυγμέναnoun (freezer aisle in supermarket) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) If you can't find fresh turnips in the produce section, try the frozen food section. |
μηκοτομήnoun (long cross-section view) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The steepness of the land can be seen in the longitudinal section. |
ράφι με περιοδικάnoun (shelf in a shop where periodicals are displayed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll meet you in the magazine section in 20 minutes. |
τμήμα κρουστώνnoun (orchestra, group: drums, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The kettle drums are in the percussion section. |
χώρος των δημοσιογράφωνnoun (journalists' enclosure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The reporters claimed their seats in the press section. |
κρουστά όργαναnoun (band, orchestra: percussion) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The rhythm section of the band consists of piano, bass, and drums. |
επικεφαλίδα ενότητας, επικεφαλίδα κεφαλαίουnoun (title of chapter or division) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Section headings guide readers through the essay. |
χωρίζω, διαχωρίζω(partition) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του section στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του section
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.