Τι σημαίνει το smoking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης smoking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smoking στο Αγγλικά.
Η λέξη smoking στο Αγγλικά σημαίνει κάπνισμα, καπνιστών, που βγάζει καπνούς, που βγάζει καπνό, σκέτη φωτιά, βολίδα, καπνός, καπνίζω, καπνίζω, βγάζω καπνό, αχλή, τσιγάρο, καπνίζω, πυροβολώ, μανιώδες κάπνισμα, μανιώδες κάπνισμα, που καπνίζει μανιωδώς, που καπνίζει μανιωδώς, μη καπνιζόντων, αυτός που δεν καπνίζει, παθητικό κάπνισμα, κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα, χώρος για καπνίζοντες, απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, διακοπή καπνίσματος, ατράνταχτη απόδειξη, καυτός, καυτός, ρόμπα, συνήθειες καπνιστή, που προκαλείται από το κάπνισμα, χώρος καπνιστών, καπνός, Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης smoking
κάπνισμαnoun (habit: smoking tobacco) (συνήθεια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If you give up smoking your health insurance will be cheaper. Αν σταματήσεις το κάπνισμα, η ασφάλιση υγείας σου θα είναι φθηνότερη. |
καπνιστώνadjective (area, section: for smokers) (σε γενική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The restaurant no longer has a smoking area. Το εστιατόριο δεν έχει πλέον χώρο καπνιστών. |
που βγάζει καπνούς, που βγάζει καπνόadjective (emitting smoke) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The smoking engine made everyone stand clear of the car. |
σκέτη φωτιάadjective (slang, figurative (person: attractive) (μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Damn, she's good-looking. She is smoking! |
βολίδαadjective (slang, figurative (car: fast) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What a smoking car! What's its top speed? Βολίδα είναι το αμάξι! Τι τελική έχει; |
καπνόςnoun (carbon emitted by a fire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Smoke poured out of the windows. Έβγαινε καπνός απ' τα παράθυρα. |
καπνίζωintransitive verb (inhale cigarette, cigar, etc.) (τσιγάρο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She stood by the door, smoking. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο. |
καπνίζωtransitive verb (inhale: cigarette, pipe, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He smokes a pipe. Καπνίζει μια πίπα. |
βγάζω καπνόintransitive verb (produce unwanted smoke) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You could see the motor smoking. Μπορούσες να δεις τη μηχανή να καπνίζει. |
αχλήnoun (figurative (mist) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cold smoke rose above the icy lake. |
τσιγάροnoun (slang (cigarette) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He went to buy a pack of smokes. |
καπνίζωnoun (informal (act of smoking) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm going outside for a smoke. |
πυροβολώtransitive verb (slang (shoot with gun) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μανιώδες κάπνισμαnoun (lighting each cigarette with previous) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μανιώδες κάπνισμαnoun (figurative (smoking heavily) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The first step to improve your cardiac health, Mr. Johnson, is to cut out the chain smoking. Το πρώτο βήμα για να βελτιώσετε την υγεία της καρδιάς σας, κ. Τζόνσον, είναι να κόψετε το μανιώδες κάπνισμα. |
που καπνίζει μανιωδώςadjective (lights cigarette with previous) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που καπνίζει μανιωδώςadjective (figurative (smokes heavily) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was a typical fast-talking, chain-smoking, streetwise hustler. Ήταν ένας τυπικός περπατημένος καταφερτζής που μιλούσε γρήγορα και κάπνιζε μανιωδώς. |
μη καπνιζόντωνadjective (area: where smoking is prohibited) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτός που δεν καπνίζειadjective (person: who does not smoke) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παθητικό κάπνισμαnoun (others' cigarette smoke) |
κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμαverbal expression (give up cigarettes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χώρος για καπνίζοντεςnoun (section where smoking is permitted) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρουςnoun (prohibition of smoking in public places) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The smoking ban came into force last year. |
διακοπή καπνίσματοςnoun (formal (act of quitting smoking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ατράνταχτη απόδειξηnoun (figurative (evidence of [sb]'s guilt) |
καυτόςadjective (grill, etc.: heated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καυτόςadjective (slang, figurative (sexy) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρόμπαnoun (dated (gentleman's house coat) (αντρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Holmes put on his smoking jacket and picked up his violin to play. |
συνήθειες καπνιστήnoun (habits of people who smoke) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που προκαλείται από το κάπνισμαadjective (caused by smoking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος καπνιστώνnoun (enclosed area for smokers) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jim went into the smoking room so as not to disturb the other diners. |
καπνόςnoun (tobacco leaves dried for smoking) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Johnny likes to roll his own cigarettes with papers and smoking tobacco. |
Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε.expression (written (no-smoking sign) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smoking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του smoking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.