Τι σημαίνει το risque στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης risque στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του risque στο Γαλλικά.
Η λέξη risque στο Γαλλικά σημαίνει κίνδυνος, κίνδυνος, κίνδυνος, διακινδύνευση, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, παρακινδυνεύμενος, παράτολμος, αβέβαιος, επισφαλής, γεμάτος κινδύνους, επισφαλής, ρίσκο, τυχοδιωκτικός, επικίνδυνος, επικίνδυνος, επικίνδυνος, ρίσκο, τολμηρός, επισφαλής, πιπεράτος, πικάντικος, διακινδυνεύω, ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, φλερτάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, επιχειρώ, αποτολμώ, τολμώ να πω, αντισταθμιστής κινδύνου, αναχαιτιστής κινδύνου, κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, υψηλού κινδύνου, υψηλού ρίσκου, επισφαλής, ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, που κινδυνεύει, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, με την καμία, δεν υπάρχει, ριψοκίνδυνος, υπολογισμένος κίνδυνος, ασφάλεια ατυχήματος, κίνδυνος φωτιάς, επαγγελματικός κίνδυνος, κεφάλαιο, διαχείριση κρίσεων, οδηγία για μολυσμένο νερό, κίνδυνος απώλειας πελάτη, κίνδυνος υπερβολικής κερδοσκοπίας, αυξημένος κίνδυνος, ομόλογα υψηλού κινδύνου, δείκτης κινδύνου, χαμηλού κινδύνου, υπό διαχείριση κίνδυνος, το να ρισκάρω, το να πάρω ένα ρίσκο, κίνδυνος για την ασφάλεια, μελέτη ασφαλείας, επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση, απότομη προσγείωση, κίνδυνος πυρκαγιάς, κίνδυνος για την υγεία, αμοιβή κινδύνου, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, τεχνικές αντιστάθμισης, καθολικά μέτρα προστασίας, καθολικά μέτρα προφύλαξης, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, ρισκάρω, τολμώ, παίρνω το ρίσκο, ρισκάρω, κάνω διαχείριση κινδύνου, σε κίνδυνο, θέτω κπ/κτ σε κίνδυνο, ρισκάρω να κάνω κτ, παίρνω το ρίσκο να κάνω κτ, επένδυση υψηλού ρίσκου, ηθικός κίνδυνος, ακροβάτης, διακινδυνεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης risque
κίνδυνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Faire du vélo sans casque est un risque que je ne veux pas courir. Το να ποδηλατώ χωρίς κράνος είναι ένα ρίσκο που προτιμώ να αποφεύγω. |
κίνδυνοςnom masculin (degré de danger) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel est le risque de développer un cancer du sein chez les femmes de 50 à 60 ans ? Τι πιθανότητα έχουν οι γυναίκες μεταξύ 50 και 60 ετών να προσβληθούν από καρκίνο του μαστού; |
κίνδυνοςnom masculin (Assurance) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La police d'assurance nous couvre en cas d'incendie ou de vol. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μας καλύπτει έναντι του κινδύνου πυρκαγιάς και κλοπής. |
διακινδύνευσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'avocat a évalué le risque avec son client. |
επικίνδυνος, ριψοκίνδυνοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben a parfaitement exécuté la cascade risquée. Ο Μπεν εκτέλεσε άψογα το επικίνδυνο (or: ριψοκίνδυνο) ακροβατικό. |
επικίνδυνος, παρακινδυνεύμενος, παράτολμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les conditions de verglas rendent le voyage risqué. |
αβέβαιος, επισφαλήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος κινδύνους
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
επισφαλήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Natalie a placé son argent dans des actions risquées et a tout perdu. |
ρίσκο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a toujours un risque lorsque qu'on tente de lancer une entreprise. Πάντα υπάρχει λίγο ρίσκο όταν προσπαθείς να στήσεις μια επιχείρηση. |
τυχοδιωκτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επικίνδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette palette semble dangereuse ; es-tu sûre qu'elle est sécurisée ? Αυτή η παλέτα φαίνεται πραγματικά επικίνδυνη. Είσαι σίγουρος ότι είναι ασφαλής; |
επικίνδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επικίνδυνοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρίσκο(figuré) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τολμηρός(action) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η γιαγιά μου ακόμη απολαμβάνει πολλές τολμηρές δραστηριότητες, όπως η εξερεύνηση σπηλαίων. |
επισφαλής(επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces investissements peuvent sembler dangereux mais mon frère s'est enrichi grâce à eux. |
πιπεράτος, πικάντικοςadjectif (figuré) (μτφ: έντονος, ζωηρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διακινδυνεύω(s'exposer au danger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu risques ta vie en conduisant à cette vitesse. Ρισκάρεις τη ζωή σου οδηγώντας με τέτοια ταχύτητα. |
ρισκάρω, ριψοκινδυνεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai risqué tout mon argent au casino. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Διακινδύνεψε τη ζωή του στη θάλασσα, προσπαθώντας να σώσει τον άγνωστο. |
φλερτάρωverbe transitif (μτφ: με έναν κίνδυνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai risqué la banqueroute avec ce dernier pari. Κόντεψα να χρεοκοπήσω με την τελευταία συμφωνία. |
διακινδυνεύω, ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a risqué sa carrière politique en ayant une liaison extraconjugale. Tu pourrais avoir risqué sa vie. Ο πολιτικός ρίσκαρε την καριέρα του κάνοντας σχέση. |
διακινδυνεύω, ρισκάρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je risque ma vie en faisant ça pour toi. |
διακινδυνεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entrepreneur a risqué sa maison comme capital pour son projet. Laura a risqué sa vie pour aider ceux qui étaient atteints du virus. |
επιχειρώ, αποτολμώ(une remarque, une prévision) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Πέτρος είπε στο ηλικιωμένο άντρα: Αν έπρεπε να ρισκάρω μια πρόβλεψη, θα έλεγα ότι δεν είστε ούτε μια ημέρα πάνω από 65 χρονών. |
τολμώ να πωverbe transitif (une opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le jeune cadre a risqué d'affirmer que le client préféré de son patron fraudait l'entreprise. Το νεαρό στέλεχος τόλμησε να πει ότι ο αγαπημένος πελάτης του αφεντικού έκλεβε την εταιρεία. |
αντισταθμιστής κινδύνου, αναχαιτιστής κινδύνουnom masculin et féminin invariable (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνουnom masculin La plupart des entreprises qui entreprennent d'établir un capital-risque échouent dans leurs efforts. |
υψηλού κινδύνουlocution adjectivale (prêt hypothécaire) (δάνειο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υψηλού ρίσκουadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
επισφαλήςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το ωμό κρέας δεν θεωρείται ασφαλές προς κατανάλωση (or: ασφαλές για κατανάλωση) σε πολλά μέρη του κόσμου. |
είναι σίγουρο, είναι αλήθεια(ανεπιφύλακτα, με σιγουριά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) On peut dire sans trop s'avancer que la plupart des enfants aiment la pizza. |
που κινδυνεύειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιμέτωπος με τον κίνδυνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les fumeurs courent plus de risques d'avoir un cancer. Όσοι καπνίζουν είναι αντιμέτωποι με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. |
με την καμία, δεν υπάρχειinterjection (familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Moi, faire du saut à l'élastique ? Ça risque pas ! Εγώ να κάνω ski jumping; Με την καμία! |
ριψοκίνδυνοςnom masculin et féminin invariable (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπολογισμένος κίνδυνοςnom masculin Nous avons pris un risque calculé et nous sommes allés chez Bob en espérant qu'il soit bien chez lui. Πήραμε συνειδητά το ρίσκο και περάσαμε από το σπίτι του Μπομπ μήπως και είναι εκεί. |
ασφάλεια ατυχήματοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κίνδυνος φωτιάςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επαγγελματικός κίνδυνοςnom masculin Les hémorroïdes sont un risque professionnel pour les cowboys comme pour les écrivains. Les éboulements sont un risque professionnel pour les mineurs de fond. |
κεφάλαιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les entrepreneurs trouvent de plus en plus difficile d'obtenir du capital à risque. |
διαχείριση κρίσεωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gestion du risque est un processus d'évaluation des risques et de mise en place de mesures visant à les éliminer ou à les réduire. |
οδηγία για μολυσμένο νερό(δεν είναι πόσιμο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κίνδυνος απώλειας πελάτη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κίνδυνος υπερβολικής κερδοσκοπίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυξημένος κίνδυνοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les fumeurs ont un risque plus élevé de développer un cancer du poumon. |
ομόλογα υψηλού κινδύνουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δείκτης κινδύνουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χαμηλού κινδύνουnom masculin (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υπό διαχείριση κίνδυνοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
το να ρισκάρω, το να πάρω ένα ρίσκοnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κίνδυνος για την ασφάλειαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μελέτη ασφαλείαςnom féminin (pour un risque précis) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les experts ne sont pas d'accord sur les résultats de l'évaluation du risque nucléaire. |
επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση(familier) |
απότομη προσγείωση(figuré) (μεταφορικά) |
κίνδυνος πυρκαγιάς
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κίνδυνος για την υγεία
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αμοιβή κινδύνουnom féminin (Finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίδομα επικίνδυνης εργασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τεχνικές αντιστάθμισηςnom féminin |
καθολικά μέτρα προστασίας, καθολικά μέτρα προφύλαξηςnom féminin pluriel |
παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le gymnaste a préféré ne prendre aucun risque et faire une figure plus facile. |
ρισκάρω, τολμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oui, il se peut que je perde, mais je vais tenter ma chance (or: prendre le risque). Ναι, είναι πιθανό να μην κερδίσω, αλλά θα το ρισκάρω. |
παίρνω το ρίσκοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne peux pas imaginer pourquoi tu prendrais le risque. |
ρισκάρωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω διαχείριση κινδύνουverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κίνδυνοlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les femmes urbaines de 30 à 45 ans sont devenues une population à risque en ce qui concerne les maladies cardiaques. Έχει προκύψει ότι οι γυναίκες των πόλεων ηλικίας 30-45 ετών συνιστούν μια πληθυσμιακή ομάδα που βρίσκεται σε κίνδυνο όσον αφορά τις καρδιακές παθήσεις. |
θέτω κπ/κτ σε κίνδυνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρισκάρω να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu cours le risque de te déshydrater si tu ne bois pas suffisamment de liquides. |
παίρνω το ρίσκο να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Penses-tu qu'il soit sage de prendre le risque de monter une entreprise dans le climat économique actuel ? |
επένδυση υψηλού ρίσκουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηθικός κίνδυνοςnom masculin |
ακροβάτηςnom masculin et féminin (familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les comptables voyaient les designers comme des casse-cou qui ne prenaient jamais les dépenses en ligne de compte. |
διακινδυνεύω(να κάνω κτ, να γίνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois partir tôt ; je ne peux pas prendre le risque de rater l'avion. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του risque στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του risque
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.