Τι σημαίνει το renvoyer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης renvoyer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του renvoyer στο Γαλλικά.
Η λέξη renvoyer στο Γαλλικά σημαίνει δίνω άδεια να φύγει, παραπέμπω, αντανακλώ, ανακλώ, επιστρέφω, απολύω, απολύω, επιστρέφω, αντανακλώ, ανακλώ, αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρεφτίζω, απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω, ρίχνω πίσω, διώχνω, στέλνω, θέτω κπ ξανά υπό κράτηση, απολύω, στέλνω, κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει, δίνω πόδι σε κπ, επιστρέφω, αποβάλλω, δίνω πόδι σε κπ, πόδι, απολύω, απολύω, απολύω, αποβάλλω, τα μασάω σε κπ, παραπέμπω σε κτ, πετάω στα μούτρα, ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση, απολύομαι, μεταβιβάζω, αναμεταδίδω, παραπέμπω σε κτ, αποβάλλω, αποβάλλω φοιτητή, παραπέμπω σε κτ, αποβάλλω κπ από κτ, παραπέμπω, απολύω, απολύω, αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης renvoyer
δίνω άδεια να φύγει(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η δασκάλα έδωσε στον μαθητή το ελεύθερο να φύγει αφού τον κατσάδιασε. |
παραπέμπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντανακλώ, ανακλώverbe transitif (un reflet, une image) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La surface du lac lui renvoyait son reflet. |
επιστρέφω(Sports : une balle, un service) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le champion a fait un smash mais son adversaire a réussi à renvoyer la balle. |
απολύω(un employé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lorsque les employeurs de John l'ont attrapé en train de les voler, ils l'ont renvoyé sur-le-champ. Όταν οι εργοδότες του Τζον τον έπιασαν να τους κλέβει, τον απέλυσαν αμέσως. |
απολύω(un employé) (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le conseil d'établissement a congédié Helen de son poste de secrétaire suite à ses problèmes de ponctualité. Το διοικητικό συμβούλιο απέλυσε την Έλεν από τη δουλειά της, ως γραμματέα του σχολείου, λόγω της ασυνέπειας της. |
επιστρέφω(Commerce : un achat, en magasin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En fin de compte, je n'aime pas ces bottes. Je vais les rapporter (or: renvoyer). |
αντανακλώ, ανακλώ(un son) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tunnel a propagé le bruit du moteur de la voiture. |
αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρεφτίζωverbe transitif (une image, la lumière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le miroir réfléchissait un visage. Ο καθρέφτης αντικατόπτριζε ένα πρόσωπο. |
απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω πίσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wally m'a lancé la balle et je la lui ai renvoyée (or: relancée). |
διώχνω, στέλνω(un employé) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron a renvoyé Edward parce qu'il était toujours en retard. Το αφεντικό απέλυσε τον Έντουαρντ επειδή αργούσε συνεχώς. |
θέτω κπ ξανά υπό κράτησηverbe transitif (Droit) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολύω(κπ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marco a été renvoyé de l'armée suite à trop d'erreurs de sa part. Ο Μάρκο απολύθηκε από τον στρατό εξαιτίας των λαθών που έκανε. |
στέλνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai lu le mail de Ken et lui ai aussitôt renvoyé une réponse acerbe. |
κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω πόδι σε κπ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
επιστρέφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si les vêtements vendus par correspondance ne vont pas, vous pouvez généralement les renvoyer au fournisseur. Εάν τα ρούχα που έχεις παραγγείλει δεν σου κάνουν μπορείς συνήθως να τα επιστρέψεις στον προμηθευτή. |
αποβάλλωverbe transitif (un élève) (μαθητή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle s'est fait renvoyer pour avoir crié sur un professeur. Αποβλήθηκε γιατί φώναξε σ' έναν καθηγητή. |
δίνω πόδι σε κπ(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πόδι(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Πήρε πόδι γιατί όλο αργούσε στη δουλειά. |
απολύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La crise économique actuelle a amené beaucoup d'entreprises à licencier une partie de leurs employés. Η τρέχουσα οικονομική κρίση ανάγκασε πολλές εταιρείες να απολύσουν κάποιους από τους υπαλλήλους τους. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise prévoit de licencier (or: renvoyer) une dizaine d'employés le mois prochain. Η εταιρεία σχεδιάζει να απολύσει καμιά ντουζίνα εργαζομένους τον επόμενο μήνα. |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron a licencié Eugène pour ses retards tous les matins. // Maria a été renvoyée de son travail la semaine dernière. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήρε πόδι γιατί ερχόταν αργά κάθε πρωί. |
αποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été exclu pour avoir fumé dans les toilettes. |
τα μασάω σε κπ(un peu familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραπέμπω σε κτ(des informations) |
πετάω στα μούτραlocution verbale (familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrête de me rebalancer cette histoire à la figure à chaque fois qu'on se dispute ! |
ανταποδίδω τη φιλοφρόνησηlocution verbale (figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολύομαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle n'était pas très bonne dans son boulot et je n'ai pas été surpris qu'elle s'est fait virer. |
μεταβιβάζω, αναμεταδίδωlocution verbale (Informatique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπέμπω σε κτ
|
αποβάλλω(d'un cours,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prof m'a exclu de cours parce que je ne voulais pas éteindre mon iPod. Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου. |
αποβάλλω φοιτητή(université) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραπέμπω σε κτ
|
αποβάλλω κπ από κτ(Scolaire) |
παραπέμπω(Politique) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette affaire devrait être renvoyée à la commission sur les logements sociaux pour examen final. Αυτό το ζήτημα θα πρέπει να παραπεμφθεί προς τελική εξέταση στο συμβούλιο της επιτροπής στέγασης. |
απολύω(Militaire) (στρατιωτικός όρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le commandant a renvoyé le soldat à la vie civile. |
απολύω(στρατιωτικός όρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le commandant a renvoyé le soldat à la vie civile. |
αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les parents de William ont été furieux quand celui-ci a été renvoyé pour avoir fumé du cannabis. Οι γονείς του Ουίλιαμ εξοργίστηκαν, όταν αυτός αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω χρήσης κάνναβης. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του renvoyer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του renvoyer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.