Τι σημαίνει το rentrer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rentrer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rentrer στο Γαλλικά.
Η λέξη rentrer στο Γαλλικά σημαίνει ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, φτάνω, γυρίζω, έρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, χώνω, συγκεντρώνω, μαζεύω, απορροφώμαι, βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνω, χωράω, στριμώχνω, μαζεύω, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα, γυρίζω, ξαναπάω, με παίρνει ο αέρας, επιστρέφω, εμπίπτω, μπαίνω στη θέση μου, προς το σπίτι, μαζεύομαι, βάζω, περνάω, που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, χτυπάω, πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον, χτυπάω, χτυπώ, μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου, στρίμωγμα, μπαίνω σε λεπτομέρειες, παίρνω το τρένο, επιστροφή στη βάση, μένω έξω μέχρι αργά, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, συγκρούομαι, επαναπατρίζομαι, φτάνω σπίτι, γυρίζω γρήγορα, επιστρέφω με αεροπλάνο, εισβάλλω, σπρώχνω, επιστρέφω από, μπαίνω έρποντας, δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω, μένω έξω, επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω, μπλοκάρω κπ με το σώμα, σκουντάω, σκουντώ, εμποδίζω κτ να μπει, προσκαλώ, καλώ, χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, τρακάρω, μπαίνω, χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω, μπαίνω σε κτ, τη λέω σε κπ, λέω ή ακούω κάτι μέχρι να μου μείνει, όριο, κλειδώνω κπ έξω από κτ, εισάγω δεδομένα σε υπολογιστή, συγκρούομαι με κπ/κτ, χακάρω, χτυπάω από το πλάι, λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσει, στριμώχνω, βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ, πέφτω πάνω, προσκρούω, κάνω κτ με ενθουσιασμό, διδάσκω με τη μέθοδο της επανάληψης, χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, χωράω σε κτ, τρακάρω, χωρώ σε κτ, επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια, επιστρέφω, γυρίζω, πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον, οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα, βάζω σε γκαράζ, σπρώχνω, στριμώχνω, χώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rentrer
ξαναπάω, ξαναπηγαίνω(à son point de départ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est gentil de nous inviter, mais nous devons rentrer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει. |
πάω μέσα, μπαίνω μέσαverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fait chaud dehors, tu veux rentrer (à l'intérieur) ? Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα; |
γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι
Et tu rentres tout de suite après les cours, jeune homme ! |
φτάνω, γυρίζω, έρχομαιverbe intransitif (στο σπίτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis désolé de t'avoir raté mais je suis rentré tard hier soir. Λυπάμαι που δε σε είδα, αλλά γύρισα (or: ήρθα) αργά χτες το βράδυ. |
επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il se fait tard, rentrons. |
χώνω(un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rentre ta chemise dans ton pantalon ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Ούρσουλα έβαλε την άκρη του σεντονιού κάτω από το στρώμα. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απορροφώμαιverbe intransitif (familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cela fait beaucoup d'informations nouvelles alors je vous laisse un instant pour qu'elles rentrent. |
βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rentre ta chemise : tu fais négligé ! Χώσε μέσα το πουκάμισό σου, φαίνεσαι πολύ ατημέλητος. |
χωράωverbe intransitif (bonnes dimensions) (διαστάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette pièce ne rentre pas parce qu'elle n'est pas de la bonne taille. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
στριμώχνωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bus était bondé mais nous sommes tous rentrés. |
μαζεύωverbe transitif (une rame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les compétiteurs rentrèrent leurs rames à l'approche du rivage. Οι κωπηλάτες μάζεψαν τα κουπιά καθώς πλησίασαν στην ακτή. |
πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fête est finie, il est l'heure de rentrer. Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι. |
γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lisa avait passé cinq ans à l'étranger et avait hâte de rentrer (or: de rentrer chez elle). Η Λίζα πέρασε πέντε χρόνια δουλεύοντας στο εξωτερικό και ανυπομονούσε να γυρίσει στην πατρίδα της. |
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ. |
ξαναπάω(dans un lieu distant) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis allé en Grèce rendre visite à ma tante l'année dernière et j'ai hâte d'y retourner. Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω. |
με παίρνει ο αέρας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'espère qu'il reviendra bientôt. Ελπίζω να γυρίσει σύντομα. |
εμπίπτω(être inclus) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leur demande tombe dans le champ de notre projet. Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας. |
μπαίνω στη θέση μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς το σπίτι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μαζεύομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le train d'atterrissage de l'avion se rétracte dès qu'il quitte le sol. |
βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian a mis le journal sous son bras. Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του. |
περνάωverbe transitif (Informatique) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a entré les données dans un tableur. Πέρασε (or: Πληκτρολόγησε) τα δεδομένα σε ένα υπολογιστικό φύλλο. |
που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι(voyage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι(des idées,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aimerais qu'ils cessent de nous imposer leurs idées. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deux voitures se sont percutées ce matin. // D'après le rapport, le bus a percuté le mur à grande vitesse. Δυο αμάξια έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο σήμερα το πρωί. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rachel a trébuché et a heurté son collègue. |
χτυπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un supporter a frappé l'arbitre à la tête avec sa chaise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ. |
πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voiture heurta la rambarde de sécurité. Tο αυτοκίνητο προσέκρουσε στο προστατευτικό κηγκλίδωμα. |
μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura a toujours voulu rentrer chez elle depuis qu'elle a quitté la maison. Η Λώρα νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της από τότε που μετακόμισε. |
στρίμωγμαverbe transitif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Faire rentrer de force le sapin dans le coffre de la voiture n'était pas une bonne idée. |
μπαίνω σε λεπτομέρειεςlocution verbale (συχνά περιττές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sans rentrer dans les détails, dis-moi pourquoi la boîte à biscuits est vide. |
παίρνω το τρένοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je prendrai un train après le travail pour rentrer chez moi (or: Je rentrerai en train après le travail). |
επιστροφή στη βάσηlocution verbale (familier) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai voyagé à travers le monde ces neuf dernières années, mais à présent je suis rentré au bercail. Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου. |
μένω έξω μέχρι αργάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκρούομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τα δύο αγωνιστικά αυτοκίνητα πατήσαν τα λάδια και συγκρούστηκαν. |
επαναπατρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω σπίτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je viens juste d'arriver du travail. Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι. |
γυρίζω γρήγοραverbe intransitif |
επιστρέφω με αεροπλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εισβάλλω, σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'étais à l'arrêt de bus quand un idiot m'a foncé dessus et m'a renversé. Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ. |
επιστρέφω από
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand je suis rentré de vacances, j'avais un vilain coup de soleil. Veux-tu qu'on aille au cinéma quand tu rentreras des courses ? Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα. |
μπαίνω έρποντας(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ivre une nouvelle fois, il essaya de rentrer sans bruit. |
δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω έξωverbe intransitif Les étudiants font la fête toute la nuit sans rentrer. Οι φοιτητές συχνά μένουν έξω όλη νύχτα για να διασκεδάσουν. |
επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπλοκάρω κπ με το σώμα(Hockey, Can) (αθλητισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκουντάω, σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμποδίζω κτ να μπει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont accroché des rideaux foncés pour empêcher la lumière d'entrer. Κρέμασαν χοντρές σκούρες κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως του ηλίου να μπει μέσα. |
προσκαλώ, καλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est l'heure de faire rentrer les enfants pour le dîner. Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό. |
χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a quelqu'un à la porte qui te réclame, je le fais entrer ? Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα; |
τρακάρω(personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai un énorme bleu où je me suis cogné contre le coin d'une table. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω μια τεράστια μελανιά εκεί που τράκαρα στη γωνία του τραπεζιού. Με τράκαρε και έπεσα. Τράκαρα με το μπροστινό αυτοκίνητο στον δρόμο για τη δουλειά. |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'avais pris du poids et n'arrivais plus à rentrer dans mon uniforme. Πήρα κιλά και δεν χωρούσα πλέον στη στολή μου. Νομίζω ότι αυτή η μεγάλη κανάτα χωράει ακόμα στο ντουλάπι. |
μπαίνω σε κτ
Entre dans mon boudoir, dit l'araignée à la mouche. |
τη λέω σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω ή ακούω κάτι μέχρι να μου μείνειverbe transitif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'institutrice faisait réciter la table de sept à ses élèves encore et encore pour la leur faire rentrer dans la tête. Η δασκάλα έβαλε τους μαθητές να πουν την προπαίδεια του εφτά ξανά και ξανά για να τους μείνει. |
όριο(pour adolescents) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mes parents m'ont donné la permission de 21 heures. Οι γονείς μου μου επέβαλαν να γυρίσω σπίτι στις 9 η ώρα. |
κλειδώνω κπ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει. |
εισάγω δεδομένα σε υπολογιστήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faudra saisir ces données dans l'ordinateur. |
συγκρούομαι με κπ/κτ(plus familier) Un conducteur ivre est rentré dans un côté de la maison. Un skieur est rentré dans un autre skieur. Το φορτηγό έπεσε πάνω σε ένα διερχόμενο αμάξι. Ο σκιέρ έπεσε πάνω στον άλλο σκιέρ. |
χακάρω(Informatique) (ζαργκόν, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a piraté nos serveurs la nuit dernière. Κάποιος χάκαρε τους σέρβερ μας χτες βράδυ. |
χτυπάω από το πλάιlocution verbale (για αυτοκίνητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le voisin est passé et Kate l'a invité à rentrer. Πέρασε η γειτόνισσα και η Κέιτ της είπε να περάσει μέσα. |
στριμώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω πάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une femme m'est rentré dedans dans la rue et ne s'est même pas excusée. Je ne regardais pas où j'allais et suis rentré droit dans le mur. Μια γυναίκα έπεσε πάνω μου στο δρόμο και δεν ζήτησε συγγνώμη. Δεν κοιτούσα που πήγαινα και έπεσα πάνω στον τοίχο. |
προσκρούω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le conducteur ivre a foncé dans un mur. Ο πιωμένος οδηγός στούκαρε σε τοίχο. |
κάνω κτ με ενθουσιασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διδάσκω με τη μέθοδο της επανάληψηςverbe transitif (figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle revoyait minutieusement ses fiches pour faire rentrer le nouveau vocabulaire avant son examen. |
χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il n'a pas fait attention et il a reculé dans la borne. Δεν πρόσεχε και χτύπησε τη δέστρα κάνοντας όπισθεν. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Walter a omis de regarder où il allait et est rentré dans un mur. Ο Γουόλτερ ξέχασε να δει που πήγαινε και έπεσε πάνω σε έναν τοίχο. |
χωράω σε κτverbe intransitif Cette table ne rentre pas dans la petite pièce. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
τρακάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a percuté un arbre avec sa voiture. Έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα δέντρο. |
χωρώ σε κτ
Cet appareil photo peut se glisser dans une poche ou un petit sac à main. Η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή χωρά στην τσέπη ή σε μια μικρή τσάντα. |
επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ce matin, j'ai vu Rachel traverser le campus avec les mêmes vêtements qu'hier. |
επιστρέφω, γυρίζωverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδαverbe transitif (τόπος καταγωγής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a réussi à faire rentrer un pigeon de France en Angleterre. |
βάζω σε γκαράζ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brian a mis sa moto au garage pour l'hiver. |
σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στριμώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick a fait rentrer ses vêtements dans la valise en les écrasant. |
χώνομαι(σε κτ/κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le pantalon de David était trop serré et lui rentrait dans les fesses. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rentrer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rentrer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.