Τι σημαίνει το programme στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης programme στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του programme στο Γαλλικά.

Η λέξη programme στο Γαλλικά σημαίνει πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, διακήρυξη, πρόγραμμα, προγραμματισμένος, προγραμματισμένος, που ενεργοποιείται με βάση την ώρα, ακαδημαΐκό πρόγραμμα σπουδών, πρόγραμμα μαθημάτων, ενσωματωμένος στο υλισμικό, πρόγραμμα, πλατφόρμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, syllabus, σύλλαμπους, σχέδιο, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, σύντομη περιγραφή, προγραμματίζω, προγραμματίζω, προγραμματίζω, γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμα, προγραμματίζω, προγραμματίζω, σχεδιάζω, προγραμματίζω, προγραμματίζω, συμμετοχή, γράφω κώδικα, γράφω κώδικα, συγκαλώ, πιθανός, κακόβουλο λογισμικό, πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιών, Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών, δαίμονας, προγραμματισμένος εκ των προτέρων, απρογραμμάτιστος, στην ημερήσια διάταξη, επανεκπαίδευση, διπλό παιχνίδι, πιλοτικό πρόγραμμα, λογισμικό Η/Υ, καθημερινότητα, διπλή προβολή, κοινωνική πρόνοια, προεπιλεγμένο πρόγραμμα, πρόγραμμα άσκησης, πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα, εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης, πρόγραμμα συνεταιρικών σχέσεων, ανταλλαγή φοιτητών, μη τροποποιημένο λογισμικό, πρόγραμμα εργασιών, πλάνο εργασιών, διακοπές σε συνδυασμό με εργασία, υπηρεσία ουράς, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, τηλεοπτικό πρόγραμμα, ελεύθερες σπουδές, προγραμματισμένα ραντεβού, ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα, επαναπρογραμματίζω, επαναπρογραμματίζω, εξομοιωτής, αυτόνομο λογισμικό, σχέδιο δράσης, πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο, αμυντικό σχέδιο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κοινωνική δραστηριότητα, πρόγραμμα εγκατάστασης, γεννήτρια προγραμμάτων αναφορών, υποχρεωτικά μαθήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης programme

πρόγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le programme de la journée vous sera donné en fin de présentation.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα δρομολόγια των τρένων υπάρχουν στην ιστοσελίδα της σιδηροδρομικής εταιρείας.

πρόγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le programme comprend trois cours différents.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μαθήματα.

πρόγραμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La troisième partie du programme de ce soir sera de la musique folk.

πρόγραμμα

nom masculin (prospectus)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai acheté un programme comme souvenir du concert, même s'il était vraiment cher.

διακήρυξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe terroriste a publié un manifeste avant sa première attaque.

πρόγραμμα

(Télévision, Radio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quelle émission es-tu en train de regarder ? Les informations ?
Τι πρόγραμμα παρακολουθείς; Τις ειδήσεις;

προγραμματισμένος

(δρομολόγιο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nous avons un arrêt programmé d'une demi-heure pour le déjeuner.
΄Εχουμε μια προγραμματισμένη παύση μισής ώρας για μεσημεριανό.

προγραμματισμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που ενεργοποιείται με βάση την ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακαδημαΐκό πρόγραμμα σπουδών

nom masculin (Éducation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόγραμμα μαθημάτων

nom masculin (Scolaire)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'école propose un vaste programme couvrant de nombreux domaines.
Το σχολείο προσφέρει ένα ευρύ πρόγραμμα μαθημάτων με πολλούς τομείς σπουδών.

ενσωματωμένος στο υλισμικό

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πρόγραμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alors, quel est le programme à cette conférence ?

πλατφόρμα

nom masculin (Politique) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le programme électoral de ce parti propose que le Royaume-Uni quitte l'Europe.
Η πλατφόρμα αυτού του κόμματος ζητά από το Ηνωμένο Βασίλειο να βγει από την Ευρώπη.

πρόγραμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a décidé de suivre un programme pour perdre du poids.

πρόγραμμα

nom masculin (Cinéma, Théâtre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le programme indique qu'il y a deux projections du film aujourd'hui.

syllabus, σύλλαμπους

nom masculin (Scolaire) (ανθρωπιστικές σπουδές)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le professeur donna à tous les étudiants une copie du programme pour le semestre.
Ο λέκτορας έδωσε σε όλους τους φοιτητές του ένα αντίγραφο της ύλης του εξαμήνου.

σχέδιο, πρόγραμμα

nom masculin (planification)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un programme sur cinq ans a été élaboré pour relancer l'économie.
Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία.

πρόγραμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le programme du jour inclut de classer des papiers et de rencontrer deux clients.
Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει αρχειοθέτηση εγγράφων και συνάντηση με δύο πελάτες.

πρόγραμμα

nom masculin (Politique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le gouvernement a annoncé un nouveau programme des retraites.

σύντομη περιγραφή

nom masculin

Le programme du gouvernement pour la nouvelle loi a été largement critiqué.

προγραμματίζω

verbe transitif (un événement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le musée a programmé toute une série d'événements pour le mois dédié à l'histoire des femmes.
Το μουσείο έχει προγραμματίσει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μήνα της Γυναικείας Ιστορίας.

προγραμματίζω

verbe transitif (un appareil,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Βεβαιώσου πως έχεις προγραμματίσει το ξυπνητήρι πριν πάμε για ύπνο.

προγραμματίζω

verbe transitif (Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est toi qui as programmé ce jeu ? Beau travail !
Εσύ το έγραψες αυτό το παιχνίδι; Ωραία δουλειά.

γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμα

verbe intransitif (Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On a programmé toute la nuit pour refaire marcher le site Web.
Γράφαμε κώδικα όλο το βράδυ ώστε να ξαναλειτουργήσει η ιστοσελίδα.

προγραμματίζω

verbe transitif (un rendez-vous)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aimeriez-vous prévoir un rendez-vous ?
Θα θέλατε να κανονίσουμε ένα ραντεβού;

προγραμματίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le directeur a planifié la journée.
Ο επικεφαλής προγραμμάτισε τις εκδηλώσεις για όλη τη διάρκεια της μέρας.

σχεδιάζω, προγραμματίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assistante a minutieusement programmé le voyage de sa patronne pour y inclure tout ce qu'elle devait accomplir.
Ο βοηθός σχεδίασε το ταξίδι της αφεντικίνας του με προσοχή ώστε να μπορέσει να χωρέσει όλα όσα έπρεπε να κάνει.

προγραμματίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμετοχή

(anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est l'un des boys bands les plus en vogue en ce moment, donc ce serait super de les booker pour le spectacle.
Είναι μια από τις πιο δημοφιλείς αγορίστικες μπάντες αυτήν τη στιγμή, επομένως είναι σούπερ συμμετοχή για την παράσταση.

γράφω κώδικα

verbe transitif (Informatique) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis capable de coder un programme de base et m'y connais un peu en web-design.

γράφω κώδικα

verbe intransitif (Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand Bert code quelque chose, rien ne peut le déconcentrer.
Όταν ο Μπερτ γράφει κώδικα, τίποτα δεν του αποσπά την προσοχή.

συγκαλώ

verbe transitif (une réunion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils organisent une réunion demain matin.

πιθανός

(changement...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακόβουλο λογισμικό

(anglicisme) (για υπολογιστές)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών

(acronyme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δαίμονας

(Informatique) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προγραμματισμένος εκ των προτέρων

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

απρογραμμάτιστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην ημερήσια διάταξη

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le comité a mis le problème de climatisation au programme des discussions de la réunion d'été.

επανεκπαίδευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλό παιχνίδι

nom masculin (Base-ball) (διαδοχικοί αγώνες)

πιλοτικό πρόγραμμα

nom masculin

La société a essayé une nouvelle méthode de publicité dans quelques magasins seulement en tant que programme pilote.

λογισμικό Η/Υ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθημερινότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lire le journal faisait partie de la routine d'Anthony.

διπλή προβολή

nom masculin (Cinéma) (κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική πρόνοια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προεπιλεγμένο πρόγραμμα

(Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόγραμμα άσκησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης

nom masculin (πελατών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
De nombreuses marques font appel à un programme de fidélité

πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών

nom masculin (Université)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ils sont inscrits dans un programme d'échange pour leurs études.

σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρόγραμμα συνεταιρικών σχέσεων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταλλαγή φοιτητών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μη τροποποιημένο λογισμικό

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόγραμμα εργασιών, πλάνο εργασιών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακοπές σε συνδυασμό με εργασία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπηρεσία ουράς

(Informatique, anglicisme : programme)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη

nom masculin (Scolaire)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηλεοπτικό πρόγραμμα

ελεύθερες σπουδές

nom masculin (ανθρωπιστικές και θετικές επιστήμες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προγραμματισμένα ραντεβού

nom masculin pluriel

Il a déjà beaucoup de rendez-vous au programme.

ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαναπρογραμματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suite à un empêchement de dernière minute, le docteur a dû modifier l'horaire de votre rendez-vous.

επαναπρογραμματίζω

(Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξομοιωτής

(πληροφορική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτόνομο λογισμικό

nom masculin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχέδιο δράσης

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le président a expliqué sa feuille de route pour l'avenir de l'économie.
Ο Πρόεδρος εξήγησε το σχέδιο δράσης του για το μέλλον της οικονομίας.

πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αμυντικό σχέδιο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου

nom propre masculin (programme militaire américain)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοινωνική δραστηριότητα

Cette année, l'église espère accroître ses programmes de proximité.
Αυτόν τον χρόνο η εκκλησία ελπίζει να αυξήσει την κοινωνική της δραστηριότητα στην κοινότητα.

πρόγραμμα εγκατάστασης

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut une version plus récente du programme d'installation pour régler ce problème.
Για να λύσεις αυτό το πρόβλημα χρειάζεσαι τη νέα έκδοση του προγράμματος εγκατάστασης.

γεννήτρια προγραμμάτων αναφορών

nom masculin (Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποχρεωτικά μαθήματα

nom masculin (Éducation)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του programme στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του programme

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.