Τι σημαίνει το problème στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης problème στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του problème στο Γαλλικά.

Η λέξη problème στο Γαλλικά σημαίνει πρόβλημα, ζήτημα, θέμα, άσκηση, πρόβλημα, πρόβλημα, πρόβλημα, θέμα, ζήτημα, θέμα, το πρόβλημα, έννοια, έγνοια, θέμα, θέμα, πρόβλημα, υπόθεση, πρόβλημα, δυσεπίλυτο πρόβλημα, έννοια, έγνοια, πρόβλημα, δουλειά, πρόβλημα, πάθηση, μπελάς, -, πονοκέφαλος, πρόβλημα, αναποδιά, ψεγάδι, πτώση της απόδοσης, μείωση της απόδοσης, εμπόδιο, λάθος, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, ποτό, πιοτό, ιατρική κατάσταση, που δεν παρουσιάζει προβλήματα, τι και αν, Τι τρέχει;, Μη σκας!, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, εντάξει, πάσο, Τίποτα!, σιγά τα αβγά, σιγά το πράγμα, ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημα, σπαζοκεφαλιά, αδυναμία ορθής εκφοράς του λόγου, λύση, απάντηση, καρδιακά προβλήματα, το κακό με κτ, στεγαστική ανεπάρκεια, αλκοολισμός, ακανθώδες πρόβλημα, πρόβλημα υγείας, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, πρόβλημα επιδόσεων, αυτός που λύνει προβλήματα, δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, δεν διαφωνώ με κπ/κτ, δημιουργώ πρόβλημα, ομαλά, Κανένα πρόβλημα!, το πιο δύσκολο κομμάτι, το δυσκολότερο κομμάτι, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, ήρεμος, ήσυχος, -, το πρόβλημα που έχει κπ/κτ, δεν έχω θέμα, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, έλλειψη στέγης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης problème

πρόβλημα, ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous devons aborder le problème du manque de civisme qui sévit dans nos rues.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους δρόμους.

άσκηση

nom masculin (Mathématiques)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai une série de problèmes de maths à faire pour mes devoirs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δάσκαλος μας έβαλε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά και κανείς δεν βρήκε τη λύση.

πρόβλημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette voiture n'a causé que des problèmes.
Αυτό το αυτοκίνητο μας δημιούργησε μόνο προβλήματα.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le problème, c'est que j'ignore comment entrer en contact avec le propriétaire.
Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω με ποιο τρόπο να έρθω σ' επαφή με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.

πρόβλημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si James veut parier tout son argent et finir sans le sou, c'est son problème (or: son affaire).

ζήτημα, θέμα

(πρόβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La propriété du terrain est le problème principal.
Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα).

το πρόβλημα

nom masculin

Quel est le problème ? Tu as besoin d'aide ?
Τι τρέχει; Χρειάζεσαι βοήθεια;

έννοια, έγνοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La voiture est mon problème. Tu n'as pas besoin de t'occuper de la réparer.

θέμα

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a des problèmes qui datent de son enfance et n'ont jamais été résolus.

θέμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oublions un peu le problème des abeilles.

πρόβλημα

nom masculin (mauvais fonctionnement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette machine à laver a toujours un problème.
Αυτό το πλυντήριο βγάζει συνεχώς προβήματα.

υπόθεση

nom masculin (προσωπικό θέμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est son problème et on ne devrait pas le questionner à ce sujet.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le projet de Jim avait fait les frais de quelques problèmes et pris du retard.

δυσεπίλυτο πρόβλημα

nom masculin

Les problèmes posés par la nouvelle thérapie ont ralenti son développement.

έννοια, έγνοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce n'est pas mon problème. J'ai beaucoup de problèmes (or: soucis).
Αυτό δε με αφορά.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δουλειά

(μτφ, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce ne sont pas tes affaires.
Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.

πρόβλημα

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le plan d'Harriet s'est déroulé sans le moindre pépin (or: problème).
Το σχέδιο της Χάριετ ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα.

πάθηση

(Médecine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il souffre d'une maladie cardiaque.
Πάσχει από καρδιοπάθεια.

μπελάς

(familier : dans le) (συχνά στον πληθυντικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Paul s'est retrouvé dans le pétrin quand il est allé en Italie sans prendre assez d'argent avec lui.
Ο Πολ μπήκε σε μπελάδες όταν πήγε στην Ιταλία χωρίς να πάρει μαζί του αρκετά χρήματα.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'est quoi, cette histoire avec Amber et Paul ? Ils se voient ?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

πονοκέφαλος

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce projet commence à être un vrai casse-tête.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y avait quelques failles dans le plan de Dan.

αναποδιά

(assez familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έγινε μια στραβή και δε θα μπορέσουμε να τελειώσουμε το πρότζεκτ εντός της προθεσμίας.

ψεγάδι

(d'un plan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le plan d'avenir de Dan n'était pas dénué de quelques problèmes.
Το σχέδιο του Νταν για το μέλλον έμπαζε από κάπου.

πτώση της απόδοσης, μείωση της απόδοσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le récent revers du service est dû aux changements de personnel.

εμπόδιο

(assez familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a eu un hic dans notre plan.

λάθος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a eu un problème avec notre réservation d'hôtel, alors il a fallu trouver un autre endroit où dormir.

σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
«Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)!

ποτό, πιοτό

(αλκοολισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Son alcoolisme a fini par mettre fin à leur mariage.

ιατρική κατάσταση

που δεν παρουσιάζει προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τι και αν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Qu'est-ce que ça fait si j'aime boire de la bière de temps en temps ?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

Τι τρέχει;

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μη σκας!

interjection (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pas de problème, John, on a qu'à cacher les bris de verre sous le canapé.

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εντάξει, πάσο

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Si c'est ce que tu veux, alors, pas de problème.
Εάν πραγματικά αυτό θέλεις, εντάξει (or: πάσο).

Τίποτα!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
A: Merci d'avoir lavé ma voiture. B: Pas de problème (or: Pas de souci) !
Α: Ευχαριστώ που μου έπλυνες το αυτοκίνητο. Β: Δεν κάνει τίποτα!

σιγά τα αβγά, σιγά το πράγμα

(familier) (καθομιλουμένη)

ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημα

nom masculin (μεταφορικά)

σπαζοκεφαλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδυναμία ορθής εκφοράς του λόγου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λύση, απάντηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η λύση μπορεί να είναι πολύ απλή.

καρδιακά προβλήματα

Il a été amené en urgence à l'hôpital à cause d'un problème cardiaque. Mon voisin avait beaucoup de problèmes cardiaques alors ils lui ont implanté un pacemaker à l'épaule.

το κακό με κτ

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le problème avec la vie à la campagne, c'est de devoir aller partout en voiture. Le problème avec les chats, c'est qu'ils perdent leurs poils partout.

στεγαστική ανεπάρκεια

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλκοολισμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les problèmes de boisson sont courants au Royaume-Uni.

ακανθώδες πρόβλημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόβλημα υγείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mes problèmes de santé m'empêchent de faire de la randonnée.

σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα

πρόβλημα επιδόσεων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτός που λύνει προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος

nom masculin pluriel (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν διαφωνώ με κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημιουργώ πρόβλημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ομαλά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Κανένα πρόβλημα!

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
– Cette radio ne fonctionne pas. Je veux être remboursé ! – Bien sûr, Monsieur. Aucun problème !
Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα!

το πιο δύσκολο κομμάτι, το δυσκολότερο κομμάτι

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le vrai problème est ailleurs.

θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le rapport a soulevé le problème de la gestion des chômeurs.

ήρεμος, ήσυχος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous espérons un vol sans problème.
Ελπίζουμε να έχουμε μια ήρεμη πτήση.

-

locution verbale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu es bien silencieux aujourd'hui, je vois bien que quelque chose ne va pas.
Είσαι πολύ ήσυχος σήμερα. Το καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά.

το πρόβλημα που έχει κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel est le problème avec ta valise ? La poignée est cassée ?
Τι τρέχει με τη βαλίτσα σου; Έσπασε το χερούλι;

δεν έχω θέμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as mangé ma part ? Pas de problème. Ne t'en fais pas.
Έφαγες το φαγητό μου; Δεν έγινε τίποτα. Μην ανησυχείς.

βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα

nom masculin

Le principal problème soulevé par le nouvel aéroport, c'est la pollution sonore.

έλλειψη στέγης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του problème στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του problème

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.