Τι σημαίνει το placé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης placé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του placé στο Γαλλικά.
Η λέξη placé στο Γαλλικά σημαίνει θέση, χώρος, πλατεία, θέση, χώρος, θέση, θέση, θέση, θέση, θέση, θέση, θέση, θέση, οδός, πλασάρισμα, κενό, θέση, θέση, εισιτήριο, εισιτήριο, ελεύθερος, κενός, πλατεία, περισσεύει χώρος, χώρος, κατάλληλη θέση, πλατεία, θέση, πλατεία, που βρίσκεται, πιάτσα, χώρος, τοποθετώ, διορίζω, στέλνω, τοποθετώ, βάζω, τοποθετώ, βάζω, στέλνω, τοποθετώ, αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια, τοποθετώ, παρουσιάζω σε διάγραμμα, επισημαίνω, κρατώ την μπάλα για την εκκίνηση, τοποθετώ, φυτεύω, τοποθετώ, τοποθετώ, βάζω, βάζω κπ να κοιμηθεί, επενδύω, προσχωματικό κοίτασμα, δίνω κπ σε ίδρυμα, τοποθετώ, έρχομαι, τερματίζω, τερματίζω, τοποθετώ, θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ, σε κίνηση, αντί, φρούριο, οχυρό, οχυρό, φρούριο, επανίδρυση, ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου, κεντρική πλατεία, κάθομαι, κινούμαι νευρικά, αντικαθιστώ, σπουδαιότητα, -, πέμπτος, στρατηγικά, που γίνεται εδώ και τώρα, που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος, ενδέκατος, προκλητικός, αταίριαστος, παράταιρος, κορυφαίος, ανάδοχος, σωστά τοποθετημένος, κατάλληλα τοποθετημένος, εμφανώς, στη θέση μου, αντί για, στη θέση σου, ως υποκατάστατο, σε θέση γονέα, στη θέση του, επί τόπου, αντί, αντί για, επί τόπου, επί τόπου, ως υποκατάστατο, αντί για. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης placé
θέσηnom féminin (position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a perdu sa place dans la file. Έχασε τη σειρά της. |
χώρος(τρισδιάστατη έκταση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Parce qu'il était haut et large, le conteneur disposait de pas mal de place pour y stocker des choses. Το κοντέινερ ήταν ψηλό και βαθύ και για αυτό είχε πολύ αποθηκευτικό χώρο. |
πλατεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les touristes aimaient cette place parce qu'il y avait autour des cafés et de jolis immeubles. Η πλατεία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους τουρίστες, λόγω των καφετεριών και των γύρω κτιρίων. |
θέσηnom féminin (spectacle,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Est-ce qu'il reste des places pour le concert de ce soir ? Υπάρχουν καθόλου θέσεις για τη συναυλία το βράδυ; |
χώροςnom féminin (άδεια περιοχή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai trouvé une place sur le plan de travail pour couper les carottes. Βρήκα χώρο πάνω στον πάγκο για να κόψω τα καρότα. |
θέσηnom féminin (de parking) (παρκάρισμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Arrête-toi ! Il y a une place de parking sur la droite. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σταμάτα! Έχει χώρο να παρκάρεις στα δεξιά. |
θέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a envoyé un délégué pour assister à la cérémonie à sa place. Έστειλε έναν αντιπρόσωπο στην τελετή αντ' αυτού. |
θέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a toujours de la place pour toi dans cette maison. Θα έχεις πάντα θέση σε αυτό το σπίτι. |
θέση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les gens n'arrivent pas à se mettre d'accord sur la place de la science dans la théologie. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέσηnom féminin (compétition) (κατάταξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a remporté la deuxième place du concours. |
θέσηnom féminin (attribuée) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tous les enfants étaient à leur place. |
θέση(emploi : populaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je cherche une place de mécanicien. |
οδόςnom féminin (lieu en ville) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils habitent place des Vosges. |
πλασάρισμαadjectif (Course hippique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a misé Voltige placé. |
κενόnom féminin (dans le temps) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous avons une place pour vous à trois heures. Cela vous convient-il ? |
θέσηnom féminin (dans un cours,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous ne pouvez pas participer à ce cours parce qu'il n'y a plus de places. |
θέσηnom féminin (dans les transports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il trouva une place où s'asseoir au fond du bus. |
εισιτήριοnom féminin (billet d'entrée) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) As-tu des places pour le match des Broncos ? Έχετε κλείσει θέσεις για τον αγώνα; |
εισιτήριο(spectacle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai acheté deux billets pour l'opéra. Πήρα δύο εισιτήρια για την όπερα. |
ελεύθερος, κενός(χώρος, δωμάτιο, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a encore de la place dans ce cours si vous voulez vous y inscrire. |
πλατείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les adolescents se sont rassemblés sur la place parce qu'ils étaient trop jeunes pour aller au bar. |
περισσεύει χώροςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tout va rentrer dans ma valise : il y a de la place. Χώρεσαν όλα στη βαλίτσα μου και περίσσεψε και χώρος. |
χώροςnom féminin (espace) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tu ne peux pas acheter ce canapé. On n'a pas assez de place. Δεν μπορείς να αγοράσεις αυτόν τον καναπέ. Δεν έχουμε χώρο. |
κατάλληλη θέσηnom féminin L'échelle est en place pour être utilisée. Η σκάλα είναι στην κατάλληλη θέση για χρήση. |
πλατείαnom féminin (χωριού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a une fête sur la place du village aujourd'hui. |
θέση(κενή, ανοιχτή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλατείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Est-ce que ce bus s'arrête à Oxford Circus ? |
που βρίσκεται(για τοποθεσία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάτσα(italien) (πλατεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χώρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τοποθετώverbe transitif (un enfant : foyer, adoption) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enfant a été placé dans une famille d'une autre ville. |
διορίζωverbe transitif (emploi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agence pour l'emploi l'a placé presque immédiatement. |
στέλνωverbe transitif (Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a placé la balle dans l'angle supérieur droit du filet. |
τοποθετώ, βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hal plaça l'arme dans son coffret. |
τοποθετώ, βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a placé le livre sur l'étagère. Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το βιβλίο στο ράφι. |
στέλνωverbe transitif (dans une école, institution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils l'ont placée dans l'une des plus prestigieuses écoles du pays. |
τοποθετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un anachronisme est quelque chose situé à une période à laquelle il n'appartient pas. |
αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοιαverbe transitif (un enfant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τοποθετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρουσιάζω σε διάγραμμαverbe transitif (sur un graphique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επισημαίνωverbe transitif (sur un graphique) (σε γράφημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bonnie plaça les points sur un graphique. Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση. |
κρατώ την μπάλα για την εκκίνησηverbe transitif (Sports) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'arbitre plaça la balle entre les deux adversaires. Ο διαιτητής κράτησε τη μπάλα ανάμεσα στους δυο αντίπαλους παίκτες για την εκκίνηση. |
τοποθετώverbe transitif (un enfant,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les travailleurs sociaux ont placé l'enfant dans une famille d'accueil. |
φυτεύωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lonnie a placé une balle au cœur de la cible. |
τοποθετώverbe transitif (Éducation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été placé dans le programme d'apprentissage accéléré. |
τοποθετώ, βάζωverbe transitif (Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arbitre a placé le ballon trop près du but pour le penalty. |
βάζω κπ να κοιμηθείverbe transitif (dans une chambre) (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les jeunes voyageurs avaient été placés dans la dernière voiture passagers. Έβαλαν τους νεαρούς ταξιδιώτες να κοιμηθούν στο τελευταίο βαγόνι. |
επενδύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça lui semblait être une bonne affaire, alors Ben a investi toutes ses économies. Φαινόταν καλή ευκαιρία και έτσι ο Μπεν επένδυσε τις αποταμιεύσεις όλης του της ζωής. |
προσχωματικό κοίτασμαnom masculin (Géologie) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δίνω κπ σε ίδρυμαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τοποθετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'antenne de téléphonie mobile avait été placée (or: avait été positionnée) près de l'école, d'où la colère des parents. |
έρχομαι, τερματίζω(Course hippique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon cheval est arrivé placé et j'ai gagné deux cents dollars. |
τερματίζω(Course hippique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ton cheval est arrivé placé combien ? |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ne vous reste plus qu'une minute pour parier. |
θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτverbe transitif (une personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mais si ! Jean-Claude Boudinou, Courchevel 2003 ! Tu me resitues ? |
σε κίνηση(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après avoir braqué la banque, il n'a pas arrêté de bouger pour fuir les autorités. |
αντί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu m'as proposé du vin et du soda, mais je prendrai plutôt de l'eau. Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό. |
φρούριο, οχυρό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un vieux fort en bois se tenait près de la rivière. Υπάρχει ένα παλιό ξύλινο οχυρό δίπλα στο ποτάμι. |
οχυρό, φρούριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le roi était certain que ses chevaliers pouvaient défendre le bastion indéfiniment. |
επανίδρυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle a laissé les enfants faire les marque-places pour le repas de famille du lendemain. |
κεντρική πλατεία
|
κάθομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κινούμαι νευρικά
Poppy a gigoté sur son siège pendant le long film. Η Πόπη κουνιόταν νευρικά στη θέση της κατά τη διάρκεια της μεγάλης ταινίας. |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπουδαιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son importance auprès de ses collègues est largement reconnue. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) J'ai toujours un faible pour ma copine de lycée. Το αγόρι μου από το λύκειο έχει ακόμα μια θέση στην καρδιά μου. |
πέμπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim est arrivé cinquième à la finale nationale. Ο Τιμ ήρθε πέμπτος στους πολιτειακούς τελικούς. |
στρατηγικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που γίνεται εδώ και τώρα(sanction,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En observant le jardin, on peut voir le bouleau enfoncé contre la barrière. |
ενδέκατος(position) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προκλητικός(tenue : fin, pas chaud) (ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'aurais pas dû prendre ce haut léger pour aller faire du patin à glace. |
αταίριαστος, παράταιροςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En tant que seuls Européens présents, nous ne nous sentions pas à notre place. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανάδοχοςadjectif (ανεπίσημο, αδόκιμο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σωστά τοποθετημένος, κατάλληλα τοποθετημένοςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εμφανώςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στη θέση μουadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le voleur remit le bracelet à sa place. |
αντί γιαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pouvez utiliser des tomates en boîte au lieu des fraîches dans cette recette. |
στη θέση σουlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) À ta place, je serais aussi perdu. |
ως υποκατάστατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La margarine est communément utilisée à la place du beurre. |
σε θέση γονέαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στη θέση τουlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'artiste a mis tout son matériel en place et a commencé une nouvelle peinture. Ο καλλιτέχνης τοποθέτησε τα σύνεργα στη θέση τους και ξεκίνησε ένα νέο πίνακα. |
επί τόπουlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le cabinet de mon médecin a un laboratoire de radiologie sur place. |
αντίlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Si tu travailles pendant un jour férié, tu peux choisir d'être payé le double ou de prendre deux jours de congé à la place. Αν δουλεύεις μια μέρα αργίας, μπορείς να επιλέξεις να πληρωθείς για τις διπλές ώρες ή, αντί αυτού, να πάρεις δύο μέρες ρεπό. |
αντί γιαadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επί τόπουadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
επί τόπουlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nous avons des journalistes sur le terrain (or: sur place) qui couvrent en direct les évènements. Έχουμε επί τόπου δημοσιογράφους που ενημερώνουν ζωντανά από το επίκεντρο των γεγονότων. |
ως υποκατάστατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a mis deux tasses de lait au lieu des trois œufs mentionnés dans la recette. |
αντί για
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le vice-président assistera au sommet à la place du président. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του placé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του placé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.