Τι σημαίνει το pierre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pierre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pierre στο Γαλλικά.
Η λέξη pierre στο Γαλλικά σημαίνει πέτρα, ογκόλιθος, πέτρα, πέτρα, Απόστολος Πέτρος, κοτρόνα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πολύτιμος λίθος, ταφόπλακα, ταφόπετρα, πέτρινος, Πέτρος, σανπιέρρος, σαπουνόπετρα, τρίβω με ελαφρόπετρα, απολιθώνω, είδος σοβά με βότσαλα, χριστόψαρο, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, πέτρινος, σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος, πολύ σκληρός, αλεσμένος σε πέτρινο μύλο, ακρογωνιαίος λίθος, πολύτιμος λίθος, ελαφρόπετρα, ταφόπλακα, θεμέλιος λίθος, κορωνίδα, ταφόπλακα, ταφόπλακα, πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησης, πολύτιμος λίθος, σεληνόλιθος, ακονόπετρα, λαξευτός λίθος, εμπόδιο, αναλγησία, απονιά, σκληρή καρδιά, λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθος, πολύτιμος λίθος, ελαφρόπετρα, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, ημιπολύτιμος λίθος, πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα, Λίθινη Εποχή, πέτρα για κέρλινγκ, ξερολιθιά, ταφόπλακα, ταφόπετρα, πέτρινο μελανοδοχείο, φυσική πέτρα, γυναικεία γεννητικά όργανα, οπτόπλινθος, αξιομνημόνευτη μέρα, Σίμων, πέτρα, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, συνεισφέρω, αποπληρώνω χρέος με δάνειο, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα, στα δυο βήματα, ακρογωνιαίος λίθος, εκπυρσοκροτητής, ξερολιθιά, αγκάθι, ακρογωνιαίος λίθος, ξερολιθιάς, χλαπακιάζω, ξηρός, σκληρή καρδιά, ακονιστήρι, πλάκα λείξεως, χαλίκι, κοπτικό για πέτρες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pierre
πέτραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Utilise la pierre qui est là-bas pour maintenir la porte ouverte. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή του λίθου. |
ογκόλιθος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Avez-vous vu les énormes pierres dressées de Stonehenge? Έχεις δει τους τεράστιους ογκόλιθους στο Στόουνχετζ; |
πέτραnom féminin (matériau) (υλικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le château est construit en pierre et non en brique. Το κάστρο δεν είναι φτιαγμένο από τούβλα, αλλά από πέτρα. |
πέτρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un manifestant lança une pierre. Ένας διαδηλωτής πέταξε μια πέτρα. |
Απόστολος Πέτροςnom propre masculin (apôtre) Pierre répandit la parole du Christ. |
κοτρόναnom féminin (figuré : diamant) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est une sacrée pierre que tu portes. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Horlogerie) Peter produisait des pierres pour les horlogers. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin |
πολύτιμος λίθοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La bague était composée de nombreuses pierres précieuses autour d'un magnifique diamant. Το δαχτυλίδι έχει πολλούς πολύτιμους λίθους γύρω από ένα όμορφο διαμάντι. |
ταφόπλακα, ταφόπετραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y avait une inscription émouvante sur sa pierre tombale. |
πέτρινοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Des murs de pierre séparent le terrain en différents espaces. Un escalier en pierre mène au premier étage. |
Πέτρος(ελληνική αντιστοιχία) Veuillez parler à Peter, notre représentant du service client. |
σανπιέρροςnom masculin (poisson) (ψάρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce resto propose une délicieuse julienne de saint-pierre. |
σαπουνόπετρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρίβω με ελαφρόπετρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απολιθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είδος σοβά με βότσαλα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χριστόψαροnom masculin (poisson) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πέτρα, ψαλίδι, χαρτί(jeu) (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πέτρινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'arrive pas à casser la glace, elle est dure comme de la pierre. |
πολύ σκληρόςlocution adjectivale |
αλεσμένος σε πέτρινο μύλοlocution adjectivale (Can : farine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακρογωνιαίος λίθοςnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le présentateur a dit que l'éducation était la pierre angulaire d'une vie réussie. Ο ομιλητής είπε πως η παιδεία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας πετυχημένης ζωής. |
πολύτιμος λίθος
Brian offrit à Kate un collier serti d'une grosse pierre précieuse. |
ελαφρόπετραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταφόπλακαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce cimetière comporte certaines des pierres tombales les plus anciennes du pays. |
θεμέλιος λίθος(figuré) (μεταφορικά, επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La confiance est la pierre de touche de toute relation saine. |
κορωνίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pose de la pierre de faîte sur la nouvelle mairie a été fêtée par la population. |
ταφόπλακαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les vandales ont détruit plusieurs pierres tombales la nuit dernière. |
ταφόπλακαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησηςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολύτιμος λίθος(ανάλογα με το είδος) |
σεληνόλιθοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακονόπετραnom féminin (ακόνισμα εργαλείων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαξευτός λίθοςnom féminin (για τοιχοποιία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναλγησία, απονιάnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκληρή καρδιάnom masculin (μεταφορικά) Il faudrait vraiment avoir un cœur de pierre pour voir ces enfants mourir de faim sans rien ressentir. |
λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pierre philosophale peut transformer le fer en or. |
πολύτιμος λίθοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελαφρόπετραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans ce magasin, tu pourras trouver une pierre ponce pour enlever le cor sur ton pied. Μπορείς να πάρεις ελαφρόπετρα για τους κάλους του ποδιού σ' αυτό το κατάστημα. |
στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέταςnom propre féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pierre de Rosette a été d'une aide précieuse pour comprendre et traduire les hiéroglyphes. |
ημιπολύτιμος λίθοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέτρα σε ποτάμι για πέρασμαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai posé des pierres dans le ruisseau pour servir de pierres de gué (or: pour former un passage à gué). |
Λίθινη Εποχήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les dinosaures s'étaient déjà éteints au début de l'âge de pierre. |
πέτρα για κέρλινγκnom féminin (Sports) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les pierres de curling sont en granit. |
ξερολιθιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταφόπλακα, ταφόπετραnom féminin (επίπεδο, οριζόντιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέτρινο μελανοδοχείοnom féminin |
φυσική πέτραnom féminin |
γυναικεία γεννητικά όργαναnom féminin (Hindouisme) |
οπτόπλινθοςnom féminin (silex) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αξιομνημόνευτη μέρα
|
Σίμωνnom propre masculin (Bible : apôtre) |
πέτραnom féminin (Construction : pierre naturelle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ο πρώτος που θα κατηγορήσειlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνιαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je peux passer chez toi en allant faire les courses, comme ça, je ferai d'une pierre deux coups. |
συνεισφέρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποπληρώνω χρέος με δάνειοlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτραlocution verbale (figuré) Tu dois avoir un cœur de pierre si tu n'as pas été ému par ce film. |
στα δυο βήματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous pouvons facilement nous rendre chez Martha à pied : elle habite à deux pas. |
ακρογωνιαίος λίθοςnom féminin Demain, le maire posera la pierre angulaire de la nouvelle caserne de pompiers. Ο δήμαρχος θα βάλει τον ακρογωνιαίο λίθο για τον καινούργιο πυροσβεστικό σταθμό αύριο. |
εκπυρσοκροτητήςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La pierre à feu avait disparu de l'arme. |
ξερολιθιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγκάθιnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le financement de l'avortement est une pierre d'achoppement considérable dans le débat sur la réforme des soins de santé. |
ακρογωνιαίος λίθοςnom féminin (κυριολεκτικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ξερολιθιάςlocution adjectivale (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χλαπακιάζωlocution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comme Jerry était en retard, il a mangé au lance-pierre ce matin. |
ξηρόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρή καρδιάnom masculin (figuré) (μεταφορικά) Elle a un cœur de pierre : je ne l'ai jamais vue pleurer. |
ακονιστήρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon grand-père aiguise encore ses rasoirs sur sa vieille pierre à aiguiser. |
πλάκα λείξεωςnom féminin (για ζώα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les vaches se rassemblaient autour de la pierre à lécher lorsqu'il faisait chaud. |
χαλίκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ouvrier a versé de la caillasse dans le nid-de-poule. |
κοπτικό για πέτρεςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pierre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pierre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.