Τι σημαίνει το mí στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mí στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mí στο ισπανικά.

Η λέξη στο ισπανικά σημαίνει μου, μι, μι, μουά, μι, προσωπικά, αλίμονο!, αμάν, έλεος, αγάπη μου, πιστεύω, θεωρώ, αγαπητή μου, ζωή, ο εαυτός μου, ονομάζομαι, νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος, όσον αφορά εμένα, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, με όλη μου την καρδιά, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, ως συνήθως, Σε συμπονώ, κατά τη γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, λάθος μου, ω, ωχ, σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα, μικρέ μου, μικρή μου, πάνω από το πτώμα μου, σκασίλα μου!, κακό που με βρήκε, επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, δεν έχω αντίρρηση, Συλλυπητήρια, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, τι με νοιάζει εμένα;, δεν έχω πρόβλημα, βλάκας, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, αγάπη μου, ομάδα συνομηλίκων, ο ίδιος, μετακομίζω, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, ο πατέρας, ρε παιδί μου, βρε παιδί μου, ποτέ, προσωπικά, δεν πρόκειται να κάνω κτ, ο φίλος μου, αίμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mí

μου

(antes del sustantivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Has visto mis llaves?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο.

μι

nombre masculino (nota musical) (μουσική νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Si lo pasas a mi creo que lo puedo cantar.
Αν το αλλάξεις σε μι, νομίζω πως μπορώ να το τραγουδήσω.

μι

nombre masculino (nota musical) (μουσική νότα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μουά

(objeto) (χιουμοριστικά: εγώ)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Me hablas a mi?

μι

nombre femenino (letra griega) (γράμμα αλφαβήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿No te gustó la película? Personalmente, me pareció muy buena.
Δε σου άρεσε η ταινία; Προσωπικά, την βρήκα πολύ καλή.

αλίμονο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αμάν, έλεος

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αγάπη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ven aquí, cariño, y dame un abrazo.

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que son gente muy agradable.
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι.

αγαπητή μου

(παλαιό: κάπως τυπικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Estás calientita, cariño?
Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου;

ζωή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quiero a mi niño. Es mi vida.
Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή.

ο εαυτός μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Siempre me miro en el espejo antes de salir de casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είπα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά.

ονομάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi nombre es Joe.
Ονομάζομαι Τζόι.

νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος

locución adverbial

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le he dicho a mi hija que recoja su ropa hasta estar fuera de mi.

όσον αφορά εμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi marido va a trabajar. Por mi parte, me quedaré en casa a cuidar al bebé.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Nunca en mi vida (or: jamás en mi vida) vi un perro tan feo!
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

με όλη μου την καρδιά

locución adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Querido, te amo con toda mi alma.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por lo que a mí respecta, esa es la mejor película del año.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

κατά τη γνώμη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pienso que es demasiado joven para casarse y tener hijos.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nací en Manchester y he vivido aquí toda mi vida.

ως συνήθως

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Σε συμπονώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά τη γνώμη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάθος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Te pisé? Mi culpa, perdón.

ω, ωχ

(εμφατικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ganó el partido haciendo trampa, ¿y qué?
Δηλαδή κέρδισε το παιχνίδι κλέβοντας. Σιγά το πράγμα!

μικρέ μου, μικρή μου

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ven aquí, mi niño, y te contaré un cuento.

πάνω από το πτώμα μου

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tendrás la custodia de mis hijos sobre mi cadáver (or: por encima de mi cadáver).

σκασίλα μου!

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quieres arruinarte la vida dejando la escuela, ¿a mí qué me importa?
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

κακό που με βρήκε

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tengo un montón de trabajo ¡pobre de mí!

επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¡Permítame a mí!" dijo un botones, y cogió mi maleta pesada.
«Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου.

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- ¿Quién se comió mis galletitas? - ¡A mí que me revisen! ¡Yo acabo de llegar!

δεν έχω αντίρρηση

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¿Te molesta si me voy ahora?" "Por mí, bien."

Συλλυπητήρια

Lamento tu pérdida. Todo el que lo conoció echará mucho de menos a tu padre.

Καλώς ήρθες στον κλαμπ!

locución interjectiva (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι με νοιάζει εμένα;

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Mary me dijo que su hijo iba a ir a Harvard yo le dije "¿Y a mí qué me importa? No es mi hijo".

δεν έχω πρόβλημα

locución interjectiva

βλάκας

locución nominal con flexión de género (ανεπίσημο, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!

(όρκος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este auto está 100% en perfectas condiciones, te doy mi palabra.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου!

αγάπη μου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Vienes, mi amor?
Έρχεσαι αγάπη μου;

ομάδα συνομηλίκων

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Del grupo de mi generación somos varios los que seguimos la universidad.

ο ίδιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No lo limpié por mí mismo; le pedí a la mucama que lo hiciera.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όχι, όχι. Δεν το καθάρισα ο ίδιος. Έβαλα να το κάνει μια υπηρέτρια.

μετακομίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aunque me llevaba bien con mis padres, no veía la hora de salir de mi casa.
Παρόλο που τα πήγαινα καλά με τους γονείς μου, ανυπομονούσα να μετακομίσω.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por lo que a mí respecta, puedes elegir el modo que te parezca mejor para hacerlo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

ο πατέρας

(formal)

Mi padre era un hombre estricto.
Ο πατέρας ήταν ένα αυστηρός άνθρωπος.

ρε παιδί μου, βρε παιδί μου

¡Por Dios, qué calor hace hoy!
Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!

ποτέ

locución adverbial (enfático) (εμφατικός τύπος, καθομ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Casarme con ese guarro? ¡Nunca en mi vida!
Να παντρευτώ αυτόν τον βλάκα; Ποτέ!

προσωπικά

(yo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεν πρόκειται να κάνω κτ

ο φίλος μου

locución nominal con flexión de género (en desuso)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Cómo está, mi amigo? ¿Cómo andan sus asuntos?

αίμα

locución nominal femenina (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν μπορεί να την απαρνηθεί γιατί είναι αίμα του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του mí

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.