Τι σημαίνει το mezcla στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mezcla στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mezcla στο ισπανικά.
Η λέξη mezcla στο ισπανικά σημαίνει μείγμα, μίγμα, ανάμειξη, ανάμιξη, μείγμα καυσίμου, μίγμα καυσίμου, μείγμα, μίγμα, ανάμιξη, ανάμειξη, μίξη, μείξη, ποτό το οποίο χρησιμοποιείται για ανάμιξη, μείγμα, μίγμα, ποικιλία, μείγμα, σύμφυρμα, συνονθύλευμα, υβρίδιο, μουσικό mashup, ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη, μείγμα, μίγμα, συγχώνευση, μίξη, μείξη, μίξη, δοσολογία, χαρμάνι, ανακάτεμα, ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη, μίξη, πέρασμα από μπλέντερ, πέρασμα από blender, κράμα, μείγμα, συνδυασμός, συνδυασμός, ποτ-πουρί, σύνθεση, αμάλγαμα, κράμα, πότ πουρι, κουρκούτι, υβρίδιο, μπασταρδεμένος, ανακάτεμα, κόσμος, διασταύρωση, συνδυασμός, συνδυασμός, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, προσθέτω κτ στο μίγμα, ανακατεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, ενώνω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, μπερδεύω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, ανακατεύω, δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, ταιριάζω, μιξάρω, αναμειγνύω, επενδύω μουσικά, αναμειγνύω, ανακατεύω, ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ενώνω, συνδυάζω, ανακατεύω, ανακατεύω, παρασκευάζω, συγκολλώ, συνδυάζω, συγχωνεύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά, καθαρός, αγνός, ρου, πότ πουρι, διάλυμα, σκέτος, αμιγής, μίξη, μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ, εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος, μείγμα για κέικ, φονικός συνδυασμός, πετρελαϊκός αιθέρας, ανάμικτα μπαχαρικά, ανάμεικτα μπαχαρικά, μείγμα για γέμιση, οικοδομικά υλικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mezcla
μείγμα, μίγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El profesor tuvo una mezcla de diferentes reseñas. Ο δάσκαλος πήρε ένα μείγμα από διαφορετικές κριτικές. |
ανάμειξη, ανάμιξηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mezcla tarda más de lo que podrías pensar; tienes que darle tiempo para conseguir una distribución uniforme. |
μείγμα καυσίμου, μίγμα καυσίμουnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El motor estaba recibiendo una mezcla de mala calidad y no combustionaba limpiamente. |
μείγμα, μίγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mezcla de frutas y vegetales en este licuado es muy saludable. Ο συνδυασμός των φρούτων και των λαχανικών κάνει αυτό το smoothie πολύ υγιεινό. |
ανάμιξη, ανάμειξη, μίξη, μείξη(διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mezcla de los ingredientes los volverá líquidos. Η ανάμιξη των υλικών θα τα καταστήσει υγρά. |
ποτό το οποίο χρησιμοποιείται για ανάμιξη(bebida) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Quiero una botella de vodka, sin mezclas. |
μείγμαnombre femenino (προϊόν μείξης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μίγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ποικιλία(έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El álbum es una mezcla: algunas canciones son muy buenas y otras no tanto. |
μείγμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύμφυρμα, συνονθύλευμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El licuado tiene una mezcla de frutas y verduras. |
υβρίδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μουσικό mashupnombre femenino (video) Juan cree que es un as del video, pero hizo una mezcla horrible de videos de Elton John y Bob Dylan. |
ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un disolvente como el aguarrás facilita la mezcla de los óleos. |
μείγμα, μίγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La música del grupo era una mezcla de muchos estilos diferentes. Η μουσική του συγκροτήματος ήταν μια μίξη από πολλά διαφορετικά στυλ. |
συγχώνευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μίξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείξη, μίξηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pintura naranja es una mezcla de pintura roja y amarilla. Η πορτοκαλί μπογιά είναι ένα μείγμα από κόκκινη και κίτρινη μπογιά. |
δοσολογίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mezcla correcta para obtener este color son 4 partes de azul y 2 partes de rojo. Η σωστή δοσολογία για να δημιουργήσετε αυτό το χρώμα είναι τέσσερα μέρη μπλε και δύο μέρη κόκκινο. |
χαρμάνιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La música de la banda es una mezcla de varias influencias. |
ανακάτεμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toma diez minutos realizar la mezcla de los ingredientes. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ανακάτεμα των υλικών της πήρε πολύ ώρα, και τελικά δεν πρόλαβε να τελειώσει εγκαίρως. |
μίξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Te hice una mezcla de mi música favorita en un disco compacto. Σου έφτιαξα μια μίξη με την αγαπημένη μου μουσική σε ένα CD. |
πέρασμα από μπλέντερ, πέρασμα από blender
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una buena manera de incorporar frutas y verduras en tu dieta es su mezcla. |
κράμα, μείγμαnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La explicación era una mezcla de realidad y ficción. |
συνδυασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hice un postre nuevo usando un compuesto de mis dos recetas de brownies favoritas. Έφτιαξα ένα νέο επιδόρπιο χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό των δύο αγαπημένων μου συνταγών για brownies. |
συνδυασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La combinación de café y leche de coco es deliciosa. Ο συνδυασμός καφέ με γάλα καρύδας είναι νόστιμος. |
ποτ-πουρί(música) (μουσική μείξη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El DJ puso un popurrí de temas de los años 80. |
σύνθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El personaje principal de la novela es una amalgama de gente que el autor conoce. Ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι μια σύνθεση ανθρώπων που γνωρίζει ο συγγραφέας. |
αμάλγαμα, κράμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πότ πουρι(figurado) |
κουρκούτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El chef preparó una masa dulce para hacer los dumplings. Ο σεφ ετοίμασε ένα γλυκό κουρκούτι για να φτιάξει πιτάκια. |
υβρίδιο(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Su argumento era un híbrido de opiniones y esperanza. |
μπασταρδεμένος(orígenes mixtos) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ανακάτεμα(acción) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Uno de los jugadores se quejó de que la barajada no se había hecho bien. Ένας από τους παίχτες παραπονέθηκε πως το ανακάτεμα δεν ήταν αρκετά καλό. |
κόσμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Había buena diversidad en la fiesta - muchos solteros y solteras. Είχε καλό κόσμο στο πάρτι - πολλούς ελεύθερους άντρες και γυναίκες. |
διασταύρωση(συνδυασμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su música es una combinación de reggae y hip hop. Η μουσική τους είναι διασταύρωση ρέγκε με χιπ χοπ. |
συνδυασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La palabra "cafrebería" es una combinación de las palabras "café" y "librería". |
συνδυασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La combinación suave de colores de pintura crea un efecto remolino. |
ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Primero, mezcla los ingredientes con un batidor. Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ponga la mantequilla blanda en un bol y vaya incorporándole el azúcar mezclando suavemente. Βάλε το βούτυρο που έχει μαλακώσει σε ένα μπολ και ανακάτεψε αργά τη ζάχαρη. |
αναμιγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si mezclas el amarillo con el azul obtienes verde. |
ανακατεύω, αναμειγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mezclamos pintura roja y amarilla para obtener pintura naranja. Ανακατέψαμε (or: αναμείξαμε) κόκκινη και κίτρινη μπογιά για να φτιάξουμε πορτοκαλί μπογιά. |
ανακατεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω κτ στο μίγμαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ahora, utilizando una espátula, le mezclamos la harina previamente tamizada. |
ανακατεύω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mezcla los ingredientes para hacer una masa suave. Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι. |
ανακατεύω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω(ensalada) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen puso el aderezo sobre la ensalada y lo mezcló. Η Κάρεν έριξε τη σάλτσα πάνω στη σαλάτα και την ανακάτεψε. |
ανακατεύωverbo transitivo (κάτι, κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La historia del testigo mezclaba verdades y mentiras hasta el punto de no poder distinguir cuál era cuál. |
αναμειγνύομαι, ανακατεύομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sólo agrega el agua y el jugo y se mezclarán solos. Απλά προσθέστε το νερό και το χυμό και θα αναμειχθούν (or: ανακατευτούν) μόνα τους. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pastelero mezcló la sal con el azúcar, por lo que la torta estaba incomible. |
ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτverbo transitivo (τρίβοντας τα υλικά) Mezcla la mantequilla con la harina hasta que haya grumos y luego añade el agua. Ανακάτεψε το βούτυρο με το αλεύρι μέχρι να σβολιάσει κι έπειτα πρόσθεσε το νερό. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor no mezcles mis piezas de ajedrez. Σε παρακαλώ μην ανακατέψεις τα πιόνια απ' το σκάκι μου. |
δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La tienda de té del centro mezcla té verde con té de hierbas para hacer su mezcla de autor. Το κατάστημα τσαγιού στο κέντρο της πόλης αναμειγνύει πράσινο τσάι με τσάι από βότανα για να φτιάξει το χαρακτηριστικό ρόφημά του. |
ταιριάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dicen que los hombres estadounidenses y las mujeres españolas mezclan muy bien. Λένε ότι οι Αμερικάνοι με τις Ισπανίδες ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους. |
μιξάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese DJ mezcló las dos tonadas con pericia. Deberíamos ir a la disco otra vez. Ο DJ μίξαρε τα δυο κομμάτια με επιδεξιότητα. Πρέπει να ξαναπάμε σ' αυτό το κλαμπ. |
αναμειγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajador mezcló la cal con el cemento. |
επενδύω μουσικάverbo transitivo (την ταινία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El estudio mezcló la música en la película antes de que acabaran lo demás. |
αναμειγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Revuelve todos los ingredientes con una cuchara. Ανακατέψτε όλα τα υλικά μ' ένα κουτάλι. |
ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω(κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El latón se obtiene de amalgamar cobre y cinc. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emma barajó y después repartió las cartas. |
ανακατεύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bate la mantequilla con el azúcar y luego añade los huevos. Ανακατέψτε (or: αναμείξτε) το βούτυρο με τη ζάχαρη και προσθέστε τα αυγά. |
ενώνω, συνδυάζω(κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El crupier barajó las cartas. Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe se puso a revolver los papeles sin saber qué decirle al empleado que acababa de despedir. Το αφεντικό ανακάτεψε τα χαρτιά του νευρικά χωρίς να ξέρει τι να πει στον υπάλληλο που είχε μόλις απολύσει. |
παρασκευάζω(με ανάμειξη συστατικών) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a preparar unos licuados de frutillas. Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα. |
συγκολλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδυάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta película combina terror y humor para asustar y hacer reír. |
συγχωνεύω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los vinicultores mezclaron Merlot y Cabernet Sauvignon en su nuevo vino. |
ανακατεύω, αναμιγνύωverbo transitivo (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes mezclar harina con un poco de agua para hacer pegamento. |
ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθαρός, αγνός(μτφ: συναίσθημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρου(cocina, voz francesa) (μαγειρική) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Para hacer una buena salsa, primero tienes que hacer un roux. |
πότ πουρι
|
διάλυμα(ουσία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los niños solo pueden tomar la dilución y no la fórmula concentrada. |
σκέτος, αμιγής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μίξη(ειδών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los críticos se debaten si la mezcla de estilos es exitosa o no. |
μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος(vidriería) (υαλουργία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μείγμα για κέικ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este preparado para pastel es muy práctico: solo tienes que añadir aceite y un huevo. |
φονικός συνδυασμόςnombre femenino (κυριολεκτικά, μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La causa ha sido una mezcla letal de barbitúricos y alcohol. |
πετρελαϊκός αιθέρας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανάμικτα μπαχαρικά, ανάμεικτα μπαχαρικά
Esta mezcla de especias es ideal para adobar pescados. |
μείγμα για γέμιση(μαγειρική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οικοδομικά υλικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Podemos levantar una barda alrededor del jardín, o construir un muro de ladrillos y mortero. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mezcla στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mezcla
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.