Τι σημαίνει το maestra στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης maestra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maestra στο ισπανικά.
Η λέξη maestra στο ισπανικά σημαίνει δασκάλα, δασκάλα, δάσκαλος, δασκάλα, μάστορας, δάσκαλος, δάσκαλος, δασκάλα, αυθεντία, κύριος, δάσκαλος, καθηγητής, καθηγήτρια, ιθύνων νους, δεξιοτεχνικός, δάσκαλος, μαέστρος, δυναστικός, δεσποτικός, εξπέρ, μάστερ, κατηχητής, κατηχήτρια, μάστορας, μετρ, μαιτρ, κύριος, πρωτότυπος, αρχικός, γκουρού, αριστούργημα, πασπαρτού, διευθύντρια, αριστούργημα, εκείνη που κάνει πρόποση σε επίσημο δείπνο, παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης, πασπαρτού, master tape, αντικλείδι, κεντρικό κλειδί, δάσκαλος πιάνου, δασκάλα πιάνου, νηπιαγωγός, αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή, αριστούργημα, πασπαρτού, αριστούργημα, δάσκαλος, δασκάλα, μάστορας, σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο, πρωτότυπο, άριστος σε κτ, το κορυφαίο έργο, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, τυροπαραγωγός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης maestra
δασκάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El alumno entregó su trabajo a la maestra. |
δασκάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δάσκαλος, δασκάλα(δημοτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) El maestro va a llegar tarde a clase. Ο καθηγητής άργησε να έρθει στην τάξη. |
μάστοραςnombre masculino, nombre femenino (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Es un maestro arreglando coches antiguos. Είναι μάστορας (or: μετρ) στο να επισκευάζει παλιά αυτοκίνητα. |
δάσκαλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tricia se convirtió en maestra debido a la pasión que tenía por la educación. |
δάσκαλος, δασκάλαnombre masculino, nombre femenino (de escuela primaria) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) La señorita Talton es una excelente maestra. |
αυθεντία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Es maestro en el estudio de textos antiguos. Είναι αυθεντία στη μελέτη των αρχαίων κειμένων. |
κύριος, δάσκαλοςnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El maestro espera que tengamos los deberes terminados a tiempo. Ο κύριος (or: δάσκαλος) θέλει να έχουμε τελειώσει την εργασία μας στην ώρα μας. |
καθηγητής, καθηγήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Rick tenía problemas con las matemáticas, así que sus padres le buscaron un tutor. Ο Ρικ ζοριζόταν στα μαθηματικά και έτσι οι γονείς του του βρήκαν καθηγητή. |
ιθύνων νους
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El nuevo chef es una mente maestra en el arte culinario. |
δεξιοτεχνικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los actores dieron un espectáculo maestro que nadie pudo criticar. |
δάσκαλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El maestro era un hombre estricto que a menudo castigaba a los alumnos. |
μαέστροςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
δυναστικός, δεσποτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El profesor demostró un entendimiento maestro de la historia en su último libro. |
εξπέρ, μάστερ(ειδικός σε κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κατηχητής, κατηχήτριαnombre masculino (sacerdote Mormón) (Μορμόνοι) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μάστοραςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Después de años como aprendiz, se convirtió en maestro carpintero. Μετά από χρόνια ως μαθητευόμενος ξυλουργός, έγινε τελικά μάστορας. |
μετρ, μαιτρnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Es uno de los maestros más jóvenes de todos los tiempos, pero su técnica de ajedrez es increíble. Είναι από τους νεότερους μετρ που υπήρξαν ποτέ, αλλά οι ικανότητές του στο σκάκι είναι απίστευτες. |
κύριοςnombre masculino (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) El primer disco es el maestro, el otro es un disco esclavo. Ο πρώτος δίσκος είναι ο κύριος (or: μάστερ) και ο άλλος είναι ο υποτελής. |
πρωτότυπος, αρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La copia original del tratado estaba en una ubicación neutral. |
γκουρού(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αριστούργημαlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El artista podía convertir su idea en una obra maestra. Ο καλλιτέχνης μπορούσε να μετατρέψει οποιαδήποτε ιδέα σε αριστούργημα. |
πασπαρτούlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Bob utilizó su llave maestra para abrir varias puertas en el edificio. |
διευθύντρια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αριστούργημαlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκείνη που κάνει πρόποση σε επίσημο δείπνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσηςlocución nominal masculina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El maestro de ceremonias presentó al orador principal. |
πασπαρτούlocución nominal femenina (κλειδί) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) He perdido la llave de mi apartamento y tuve que pedirle al conserje que me abra la puerta con su llave maestra. |
master tapelocución nominal femenina (πρωτότυπο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Hice una copia en caso de que la cinta maestra se perdiera o fuera robada. |
αντικλείδι, κεντρικό κλειδίlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La sirvienta tenía una llave maestra y podía entrar en la habitación que ella quisiera. |
δάσκαλος πιάνου, δασκάλα πιάνου
Jorge fue mi maestro de piano en el Conservatorio. |
νηπιαγωγός(AR, formal) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια
|
βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αριστούργημαlocución nominal femenina (μουσικό, λογοτεχνικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πασπαρτούlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αριστούργημαlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δάσκαλος, δασκάλα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μάστορας(coloquial) (μεταφορικά: σε κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No le creas una palabra. Es un maestro en el arte de mentir. |
σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο
El gran Gatsby es una obra maestra de la literatura estadounidense. |
πρωτότυποlocución nominal femenina La copia maestra del software está en la caja fuerte, pero hay copias gratis disponibles. Το πρωτότυπο του λογισμικού φυλάσσεται σε χρηματοκιβώτιο, αλλά αντίγραφα υπάρχουν παντού. |
άριστος σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Edgar Allan Poe es considerado un maestro del horror por sus escalofriantes relatos. |
το κορυφαίο έργοlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El compositor creó su obra maestra al final de su carrera. |
αναπληρωτής, αναπληρώτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τυροπαραγωγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maestra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του maestra
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.