Τι σημαίνει το équipé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης équipé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του équipé στο Γαλλικά.
Η λέξη équipé στο Γαλλικά σημαίνει εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, ομάδα, ομάδα, βάρδια, βάρδια, κωπηλασία, παρέα, συνεργείο, ομάδα, ομάδα, δεξαμενή, ομάδα, παρέα, επιπλωμένος, εφοδιάζω, εξοπλίζω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, εξοπλίζω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, εξοπλίζω, εφοδιασμένος με κτ, εξοπλισμένος με κτ, που έχει τα εφόδια για να κάνει κτ, που διαθέτει σύστημα ανεμιστήρα ψύξεως, πλήρως εξοπλισμένος, ανεπαρκώς εφοδιασμένος, καλά εξοπλισμένος, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, επιτελείο, συνεργασία, νυχτερινή βάρδια, ομάδα αναζήτησης/διάσωσης, απογευματινή βάρδια, ομαδικός παίκτης, διοικητικό προσωπικό, ομάδα μπέιζμπολ, ομάδα μπάσκετ, μονάδα πυροτεχνουργών, ομάδα πυροτεχνουργών, υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου, ομάδα σχεδιασμού, ποδοσφαιρική ομάδα, οπαδοί της εντός έδρας ομάδας, ομάδα διαχείρισης, εθνική ομάδα, ομάδα έργου, σκυταλοδρόμοι, ομάδα δρομέων, συνέδριο στελεχών πωλήσεων, ομάδα πωλήσεων, τεχνικό προσωπικό σκηνής, κορυφαίος παίκτης, κορυφαία παίκτρια, ομάδα κολύμβησης, ομαδική προσπάθεια, αρχηγός ομάδας, διαχείριση ομάδας, διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας, μέλος, ομαδικό παιχνίδι, ομαδικό πνεύμα, ομαδικό άθλημα, φιλοξενούμενη ομάδα, ομάδα βόλεϊ, προσωπικό, πανεπιστημιακή ομάδα, επιστάτης, ομάδα παίδων, ιδανική ομάδα, κινηματογραφικό συνεργείο, συνεργάζομαι, συνεργάζομαι, συνεργάζομαι με κπ/κτ, πρωΐνή βάρδια, ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ, η αντίπαλη ομάδα, η αντίπαλη ομάδα, η απογευματινή βάρδια, αναπληρωματικός ρίπτης, μέσα, ομάδα, της σχολικής ομάδας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης équipé
εφοδιασμένος, εξοπλισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On ne peut pas escalader une montagne si l'on n'est pas équipé. |
ομάδαnom féminin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'équipe de basket a gagné son premier match. Η ομάδα μπάσκετ κέρδισε τον πρώτο της αγώνα. |
ομάδαnom féminin (de personnes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'équipe a travaillé pour que le projet soit terminé dans les temps. Η ομάδα δούλεψε για να ολοκληρώσουν το έργο μέσα στην προθεσμία. |
βάρδιαnom féminin (roulement au travail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette usine fonctionne avec trois équipes : une du matin, une du soir et une de nuit. Αυτό το εργοστάσιο έχει τρία ωράρια: πρωινό, απογευματινό και βραδινό. |
βάρδιαnom féminin (de travailleurs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'équipe du soir est partie quand celle de nuit est arrivée. |
κωπηλασίαnom féminin (Aviron) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Linda aime faire de la rame et prévoit d'intégrer une équipe. Στη Λίντα αρέσει να τραβάει κουπί, σχεδιάζει λοιπόν να πάει για κωπηλασία. |
παρέα(de télévision, cinéma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après avoir nettoyé la cour, toute l'équipe est sortie manger une pizza. Αφού καθαρίσαμε την αυλή, όλη η παρέα βγήκε έξω για πίτσα. |
συνεργείοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Brian est à la tête d'une équipe de chantier. Ο Μπράιαν διηύθυνε ένα κατασκευαστικό συνεργείο. |
ομάδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous allons soutenir notre équipe. Βγαίνουμε έξω για να υποστηρίξουμε την ομάδα μας. |
ομάδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une équipe de médecins de l'hôpital municipal est venu le voir. |
δεξαμενή(groupe de travailleurs, anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah faisait partie du pool des dactylographes. Η Σάρα ήταν μέλος της ομάδας πληκτρολόγησης. |
ομάδα, παρέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce groupe compte dix membres. |
επιπλωμένοςadjectif (pièce) (έπιπλα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La société a payé une suite joliment meublée pour la visite du président. Η εταιρεία πλήρωσε για μια όμορφα επιπλωμένη σουίτα δωματίων για την επίσκεψη του προέδρου. |
εφοδιάζω, εξοπλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe rassemble de l'argent pour équiper l'expédition. |
εφοδιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοπλίζωverbe transitif (une mine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a équipé toute la maison de nouveaux meubles. Εξόπλισε όλο το σπίτι με καινούρια έπιπλα. |
εξοπλίζω, εφοδιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnie de location de skis a équipé Rosa avec tout le matériel nécessaire. Η εταιρεία ενοικίασης σκι εφοδίασε την Ρόζα με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό. |
εξοπλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοπλίζωverbe transitif (une cuisine,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εφοδιασμένος με κτ, εξοπλισμένος με κτ
La police était équipée de fusils et boucliers. |
που έχει τα εφόδια για να κάνει κτlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που διαθέτει σύστημα ανεμιστήρα ψύξεως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette pièce est ventilée. |
πλήρως εξοπλισμένοςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεπαρκώς εφοδιασμένοςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
καλά εξοπλισμένοςlocution adjectivale |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτελείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un petit groupe d'officiers a planifié l'attaque. |
συνεργασίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La direction encourage le travail d'équipe entre les services. Η διεύθυνση ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της εταιρίας. |
νυχτερινή βάρδια
John a dormi durant le déjeuner en revenant de son poste de nuit. |
ομάδα αναζήτησης/διάσωσης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une équipe de recherche est partie dans la montagne pour chercher l'alpiniste disparu. Μια ομάδα διάσωσης έχει ξεκινήσει για το βουνό για να ψάξει για τον αγνοούμενο ορειβάτη. Οι άνθρωποι της γειτονιά φτιάχνουν μια ομάδα αναζήτησης για να βρουν το αγόρι που έχει χαθεί. |
απογευματινή βάρδιαnom féminin (travail, équivalent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chez nous, l'équipe du soir travaille de 15 heures à minuit. |
ομαδικός παίκτηςlocution verbale (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je pense avoir l'esprit d'équipe et bien travailler avec les autres. |
διοικητικό προσωπικόnom féminin |
ομάδα μπέιζμπολnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα μπάσκετ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονάδα πυροτεχνουργώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ομάδα πυροτεχνουργώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Quand le policier a trouvé une valise abandonnée à l'aéroport, il a appelé l'équipe de déminage. |
υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείουnom masculin (εργάτες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alors que je n'avais pas de formation, j'ai commencé comme ouvrier à la chaîne et maintenant je suis chef d'équipe. |
ομάδα σχεδιασμούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ποδοσφαιρική ομάδα
|
οπαδοί της εντός έδρας ομάδαςnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα διαχείρισηςnom féminin (διαχειριστές) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εθνική ομάδαnom féminin |
ομάδα έργουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκυταλοδρόμοιnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ομάδα δρομέωνnom féminin (κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνέδριο στελεχών πωλήσεωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα πωλήσεωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nous avons réuni les différentes équipes de vente pour leur annoncer la réorganisation. |
τεχνικό προσωπικό σκηνήςnom féminin (θέατρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορυφαίος παίκτης, κορυφαία παίκτριαnom féminin |
ομάδα κολύμβησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ομαδική προσπάθειαnom masculin |
αρχηγός ομάδαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
διαχείριση ομάδαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδαςnom masculin |
μέλοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομαδικό παιχνίδιnom masculin (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδικό πνεύμαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδικό άθλημαnom masculin |
φιλοξενούμενη ομάδαnom féminin |
ομάδα βόλεϊnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπικόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πανεπιστημιακή ομάδαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστάτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ομάδα παίδωνnom féminin (Sports) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιδανική ομάδα
|
κινηματογραφικό συνεργείοnom féminin (Cinéma,...) |
συνεργάζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si nous travaillons en équipe, nous finirons beaucoup plus tôt. |
συνεργάζομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils ont fait équipe pour mener ce projet à terme. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώνουν τις δυνάμεις τους στις επικείμενες εκλογές με την ελπίδα να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα όλοι μαζί. |
συνεργάζομαι με κπ/κτ
|
πρωΐνή βάρδιαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne t'en fais pas pour le ménage, l'équipe de jour s'en chargera. |
ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η αντίπαλη ομάδαnom féminin (Sports) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η αντίπαλη ομάδαnom féminin (Sports) |
η απογευματινή βάρδια(travail, équivalent) (ανάλογα με την ώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναπληρωματικός ρίπτηςnom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μέσα(ως μέλος ομάδας) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous sommes heureux d'avoir un expert de votre stature dans notre équipe. |
ομάδα(Sports) (αθλητισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En moyenne, une équipe professionnelle de la NFL coûte 1,5 milliards de dollars. Μια μέση ομάδα του NFL αξίζει ενάμιση δις δολάρια. |
της σχολικής ομάδαςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Toute la ville vient assister aux matchs de l'équipe universitaire. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του équipé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του équipé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.