Τι σημαίνει το poste στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης poste στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poste στο Γαλλικά.
Η λέξη poste στο Γαλλικά σημαίνει ταχυδρομείο, ταχυδρομείο, θέση, φυλάκιο, θέση, θέση, θέση, ταχυδρομικό σύστημα, ταχυδρομείο, θέση, πόστο, στοιχείο γραμμής, εσωτερικός αριθμός, θέση, τηλεόραση, Γενικό Ταχυδρομείο, θέση, θέση, αστυνομικό τμήμα, ταχυδρομείο, δουλειά, εργασία, εύρεση εργασίας, στέλνω, αναρτώ, δημοσιεύω, αφίσα, ταχυδρομώ, κώλος, ταχυδρομώ, αποστέλλω, Ταχυδρομική Υπηρεσία, ταχυδρομικός, peer-to-peer, πιλοτήριο, φυλάκιο, απομακρυσμένος σταθμός, γραμματόσημο, ταχυδρομικό έμβασμα, γραμματόσημο, φρουροί που επανδρώνουν φυλάκιο, συλλαμβάνω, ταχυδρομικός, θάλαμος διακυβέρνησης, καθ' οδόν, ταχυδρομικώς, ταχυδρομικώς, υπηρεσία φύλαξης ταχυδρομείου προς παραλαβή, σημείο ελέγχου, παρατηρητήριο, αεροπορικό ταχυδρομείο, πρωθυπουργία, ταχυδρομική σφραγίδα, καθηγητική θέση, γραφείο, θέση λέκτορα, βιβλιοθηκονομία, αρχισυνταξία, φυλάκιο, συναπασχόληση, δικαστικό αξίωμα, γέφυρα, γραμματεία, διόδια, νυχτερινή βάρδια, νυχτερινή βάρδια, πρωΐνή βάρδια, πλήρες ωράριο, κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα, παρατηρητήριο, παρατηρητήριο, τηλεόραση, κενή θέση, πλεονεκτική θέση, θέση, τηλεόραση, επιθυμητή θέση, εσωτερικό, νοσοκομείο εκστρατείας, κενή θέση εργασίας στην ίδια εταιρεία, κενή θέση εργασίας, δουλειά του νοσηλευτή, δουλειά του νοσοκόμου, τρέχουσα εργασία, τρέχουσα απασχόληση, επιμερισμός θέσης εργασίας, σιδηρόδρομος, θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα, κέντρο ελέγχου, υπάλληλος ταχυδρομείου, σπαστό ωράριο, στέλνω, ταχυδρομώ, υποτροφία, δημοσίευση, ανάρτηση, κενή θέση, σημείο παρακολούθησης, θέση ισχύος, θέση αγκυροβολίας, σταθμός εργασίας, σφραγίδα με χρονοσήμανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης poste
ταχυδρομείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je vais à la poste (or: au bureau de poste) pour envoyer ce colis à mon frère. Πάω στο ταχυδρομείο να στείλω αυτό το δέμα στον αδερφό μου. |
ταχυδρομείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La poste est lente dans les zones rurales. Το ταχυδρομείο καθυστερεί στις αγροτικές περιοχές. |
θέσηnom masculin (emploi) (εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lee a été recruté pour un poste dans l'administration. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πόστο του είναι στην αποθήκη και σηκώνει βάρη όλη μέρα. |
φυλάκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les soldats ont été envoyés à un poste de surveillance près des lignes de front. Οι στρατιώτες στάλθηκαν σε ένα φυλάκιο παρακολούθησης κοντά στην πρώτη γραμμή. |
θέσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Steve espère avoir un poste dans la direction des ventes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι μεγάλη εταιρεία, όλο και κάποια θέση θα υπάρχει για σένα. |
θέσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'année dernière, Janine a aidé à construire des puits à son poste en Afrique. |
θέσηnom masculin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταχυδρομικό σύστημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On m'avait dit que la poste de ce pays avait des ratés mais ma lettre est bien arrivée. |
ταχυδρομείο(système postal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La poste est lente dans les autres pays. Η ταχυδρομική υπηρεσία σε άλλες χώρες είναι πολύ αργή. |
θέσηnom masculin (emploi) (εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils convoitaient tous un poste au comité de direction. Η θέση εργασίας στην επιτροπή ήταν μια θέση που ήθελαν όλοι. |
πόστοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On l'envoya prendre un poste à l'étranger. |
στοιχείο γραμμήςnom masculin (Comptabilité) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εσωτερικός αριθμόςnom masculin (Téléphone) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θέσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τηλεόρασηnom masculin (de télévision) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous éprouvons actuellement des difficultés techniques, n'ajustez pas votre appareil. Αντιμετωπίζουμε τεχνικά προβλήματα. Μην ρυθμίσετε την τηλεόρασή σας. |
Γενικό Ταχυδρομείο(Royaume-Uni) |
θέση(emploi : populaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je cherche une place de mécanicien. |
θέση(κενή, ανοιχτή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστυνομικό τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Έπρεπε να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα με το δίπλωμά μου. |
ταχυδρομείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je reçois la plupart de mes factures par e-mail, sauf mes impôts que je reçois par courrier (or: par la poste). |
δουλειά, εργασίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nombreux sont les jeunes qui ont du mal à trouver un emploi. Πολλοί νέοι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά (or: εργασία). |
εύρεση εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gérard est à la recherche d'un emploi (or: d'un poste) dans l'audiovisuel. |
στέλνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai posté la lettre aujourd'hui. Έστειλα το γράμμα σήμερα. |
αναρτώ, δημοσιεύωverbe transitif (Internet, anglicisme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a posté sa citation préférée sur sa page de profil. Ανάρτησε (or: Δημοσίευσε) την αγαπημένη της φράση στη σελίδα του προφίλ της. |
αφίσαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les chambres à coucher des adolescents sont souvent tapissées de posters. Οι έφηβοι έχουν συχνά πολλές αφίσες στους τοίχους του υπνοδωματίου τους. |
ταχυδρομώ(courrier postal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais poster une lettre aujourd'hui. Θα στείλω το γράμμα σήμερα ταχυδρομικά (or: μέσω ταχυδρομείου). |
κώλος(familier) (προσβλ: οπίσθια, γλουτοί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταχυδρομώ, αποστέλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ταχυδρομική Υπηρεσίαnom féminin Le gouvernement envisage de privatiser la Poste. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να ιδιωτικοποιήσει την Ταχυδρομική Υπηρεσία. |
ταχυδρομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
peer-to-peer(Informatique, anglicisme) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πιλοτήριο(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avant le 11 septembre, les enfants avaient le droit de rendre visite au pilote dans le cockpit durant le vol. |
φυλάκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les militaires ont gardé un petit nombre de soldats à l'avant-poste dans le désert. |
απομακρυσμένος σταθμόςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραμματόσημοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je dois acheter un timbre-poste pour envoyer une lettre à mon ami. Πρέπει ν' αγοράσω ένα γραμματόσημο για να στείλω ένα γράμμα σε ένα φίλο μου. |
ταχυδρομικό έμβασμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γραμματόσημοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φρουροί που επανδρώνουν φυλάκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συλλαμβάνω(police) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταχυδρομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Στιβ και η γυναίκα του είναι και οι δύο ταχυδρομικοί υπάλληλοι. |
θάλαμος διακυβέρνησης(anglicisme : d'un avion) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καθ' οδόν(για ταχυδρομική αποστολή) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ma demande a été envoyée hier : vous devriez la recevoir demain. |
ταχυδρομικώςadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ταχυδρομικώςadverbe (λόγιος, καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pouvez-vous le faxer ou l'envoyer par la poste ? |
υπηρεσία φύλαξης ταχυδρομείου προς παραλαβήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σημείο ελέγχουnom masculin (στα σύνορα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les voyageurs ont préparé leurs papiers pour l'inspection au poste de contrôle. |
παρατηρητήριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La police s'est installée au poste de guet pour surveiller l'activité criminelle. Οι αστυνομικοί κάθονταν στο παρατηρητήριο και παρακολουθούσαν για να δουν τυχόν εγκληματική δραστηριότητα. |
αεροπορικό ταχυδρομείο
|
πρωθυπουργίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταχυδρομική σφραγίδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθηγητική θέση
|
γραφείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θέση λέκτοραnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιβλιοθηκονομία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχισυνταξία(τύπος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυλάκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συναπασχόλησηnom masculin (au travail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικαστικό αξίωμαnom masculin (au tribunal) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γέφυραnom masculin (μεταφορικά: πλοίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμματείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διόδια(μέρος πληρωμής) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
νυχτερινή βάρδια
John a dormi durant le déjeuner en revenant de son poste de nuit. |
νυχτερινή βάρδια
Les personnes qui travaillent de nuit ont souvent du mal à adapter leurs horaires de sommeil. |
πρωΐνή βάρδια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le poste de jour commence à 5 h 30 du matin. |
πλήρες ωράριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maintenant que je suis passé d'un mi-temps à un temps plein, je suis couvert par la mutuelle de l'entreprise. Τώρα που άλλαξα από μερική απασχόληση σε πλήρες ωράριο, καλύπτομαι από το πρόγραμμα ιατρικής περίθαλψης της εταιρείας. |
κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le bureau de poste central se trouve dans le quartier de Chelsea. |
παρατηρητήριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παρατηρητήριοnom masculin (κτίσμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεόραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je me suis acheté un nouveau téléviseur avec écran plasma hier. |
κενή θέσηnom masculin J'ai entendu qu'il y avait un poste vacant dans cette entreprise. |
πλεονεκτική θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'intitulé de son poste était « responsable des ressources humaines ». Η θέση της ήταν «Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού». |
τηλεόραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιθυμητή θέσηnom masculin (σε βιογραφικό) |
εσωτερικόnom masculin (τηλέφωνο) |
νοσοκομείο εκστρατείας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'armée a déployé un hôpital de campagne non loin des combats. |
κενή θέση εργασίας στην ίδια εταιρείαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κενή θέση εργασίαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλειά του νοσηλευτή, δουλειά του νοσοκόμουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρέχουσα εργασία, τρέχουσα απασχόλησηnom masculin |
επιμερισμός θέσης εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σιδηρόδρομος(États-Unis) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα(Politique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κέντρο ελέγχουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπάλληλος ταχυδρομείου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σπαστό ωράριοnom masculin (Travail) |
στέλνω, ταχυδρομώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu dois envoyer le colis par la poste avant que le train parte. |
υποτροφία(poste, emploi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kelsey a obtenu un poste d'enseignant-chercheur à l'université. Η Κέσλεϋ κέρδισε μια υποτροφία στο πανεπιστήμιο. |
δημοσίευση, ανάρτησηnom masculin (Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le message que Patricia a posté a été lu deux cents fois. |
κενή θέση
L'entreprise a un poste de réceptionniste vacant. Αυτή η εταιρεία έχει μια κενή θέση για ρεσεψιονίστ. |
σημείο παρακολούθησηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θέση ισχύοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέση αγκυροβολίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ce port ne dispose d'aucun poste d'amarrage destiné aux navires de fret. Αυτό το λιμάνι δεν παρέχει θέσεις αγκυροβολίας για εμπορικά πλοία. |
σταθμός εργασίαςnom masculin (Informatique) (πληροφορική: σύνδεση σε δίκτυο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σφραγίδα με χρονοσήμανσηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poste στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του poste
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.