Τι σημαίνει το drive στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης drive στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drive στο Αγγλικά.
Η λέξη drive στο Αγγλικά σημαίνει οδηγώ, οδηγώ, πηγαίνω, κινώ, πηγαίνω κπ σε κτ, οδηγώ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, δίνω ώθηση σε κτ, κίνησης, οδήγηση, βόλτα με το αυτοκίνητο, θέληση, επιμονή, φορτίο, ορμή, κούρσα, επίθεση, εκστρατεία, ενέργεια, ενεργητικότητα, σύστημα μετάδοσης κίνησης, drive, βολή, οδηγός, οδός, ιδιωτικός δρόμος, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, παρασύρομαι, προχωράω, πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητο, χτυπάω, στέλνω, προωθώ, οδηγώ, δίνω κίνητρο, οδηγώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, καρφώνω, στέλνω κτ σε κτ, φεύγω, απομακρύνομαι, περνάω, μειώνω, ελαττώνω, προωθώ, οδηγώ προς τα εμπρός, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, φτάνω με αυτοκίνητο, μπαίνω σε κτ, προσκρούω, τρελαίνω, ενοχλώ, ερεθίζω, φεύγω, απομακρύνομαι, διώχνω, έρχομαι οδηγώντας, ανεβάζω, αυξάνω, αιμοδοσία, μετακίνηση κοπαδιού, αλυσίδα κίνησης, οδηγός δισκέτας ηλεκτρονικού υπολογιστή, κάνω παζάρια, κάνω σκληρό παζάρι, απομακρύνω, υπονοώ, υπαινίσσομαι, απωθώ, διώχνω, οπισθοχωρώ, επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο, επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο, τρελαίνω, τρελαίνω, τρελαίνω, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, ντράιβ ιν, ντράιβ ιν, ντράιβ ιν, drive-in, απωθώ, εκδιώκω, οδηγώ χωρίς στάση, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, οδηγώ πάνω σε κτ, τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω, κινητήριος άξονας, οδηγώ κπ στην απόγνωση, αγανακτώ, σύστημα κίνησης, εκνευρίζω, πάω οδηγώντας, πιέζω τον εαυτό μου σε κτ, πυροβολισμός από διερχόμενο όχημα, ντράιβ ιν, ντράιβ-θρου, ντράιβ-θρου, παράθυρο εξυπηρέτησης οδηγών, πρόγραμμα περικοπής δαπανών, περικοπές εξόδων, μνήμη USB, δωρεά τροφίμων, τέσσερα επί τέσσερα, αυτοκίνητο με μπροστινή κίνηση, πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω βόλτα με το αυτοκίνητο, σκληρός δίσκος, ευθύβολη μπαλιά, κινητήρας, προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατεία, χωρίς οδηγό, με δικό μου αυτοκίνητο, σεξουαλική επιθυμία, λίμπιντο, μονάδα ταινίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης drive
οδηγώintransitive verb (operate a vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I can't drive yet. I'm only 15. Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών. |
οδηγώtransitive verb (operate: a vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you like to drive my new car? Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο; |
πηγαίνωtransitive verb (passenger: transport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll be late to the show unless you can drive me. Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο. |
κινώtransitive verb (cause movement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wind drives the fan and creates electricity. Ο αέρας κινεί την ανεμογεννήτρια, και έτσι παράγεται ηλεκτρισμός. |
πηγαίνω κπ σε κτtransitive verb (passenger: transport) (καθομιλουμένη) Could you drive me to the station? Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό; |
οδηγώ(figurative (compel, cause) (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The addiction drove him to a life of crime and misery. Η εξάρτηση τον οδήγησε σε μια ζωή εγκλήματος και μιζέριας. |
δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ(figurative (compel, cause) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The desire to make her parents proud is what drives her to succeed. Η επιθυμία να κάνει τους γονείς της περήφανους είναι αυτό που της δίνει κίνητρο για να πετύχει. |
δίνω ώθηση σε κτtransitive verb (figurative (push, power) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Spending drives the economy. Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία. |
κίνησηςadjective (part of machine) (σε γενική: σύστημα) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) There's a problem in the drive train. |
οδήγησηnoun (journey by car) (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The drive was really tiring. Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό. |
βόλτα με το αυτοκίνητοnoun (pleasure trip) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let's go for a drive in the country. |
θέληση, επιμονήnoun (push) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His drive to succeed led him into business. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει τον απαιτούμενο δυναμισμό, για να επιτύχει στον καλλιτεχνικό χώρο; |
φορτίοnoun ([sth] driven: animals, cargo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The whole drive of cattle fell ill and nearly died en route. |
ορμήnoun (psychology: urge) (πολύ έντονη επιθυμία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has difficulty controlling his drives. |
κούρσαnoun (forward course) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They somehow found the energy for a final drive for the finish line. |
επίθεσηnoun (military thrust) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The army's drive into enemy territory was a great success. |
εκστρατείαnoun (charity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The spring fund-raising drive was very successful. |
ενέργεια, ενεργητικότηταnoun (energy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's got a lot of drive and that motivates everyone. |
σύστημα μετάδοσης κίνησηςnoun (machinery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The belt drive is poorly designed. |
drivenoun (automobiles) (κιβώτιο ταχυτήτων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Move the car from neutral to drive and release the brakes. |
βολήnoun (sports: hitting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her drive sent the ball right past her opponent. |
οδηγόςnoun (computing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Insert the CD into the drive. |
οδόςnoun (road name) (σε διεύθυνση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane's address is 65 Poplar Drive. |
ιδιωτικός δρόμοςnoun (driveway: path from house to road) (κατά λέξη) An expensive-looking sports car turned into the drive. // Sarah parked her car in the driveway. Η Σάρα πάρκαρε το αυτοκίνητό της στην είσοδο του κήπου. |
δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτverbal expression (figurative (motivate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What drives her to succeed is a desire to make her parents proud. |
παρασύρομαιintransitive verb (be impelled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The yacht drove before the strong wind. |
προχωράωintransitive verb (go forward vigorously) (με ορμή, ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The storm drove onwards, gathering strength. |
πάω με αυτοκίνητο, παίρνω το αυτοκίνητοintransitive verb (travel by vehicle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Shall we drive or take the train? |
χτυπάωintransitive verb (sports: hit or kick) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In golf, I find driving easier than putting. |
στέλνωtransitive verb (sport: hit, kick) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kane drove a low shot past the goalkeeper. |
προωθώtransitive verb (baseball: advance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He drove the runner home with a hit. |
οδηγώtransitive verb (logs: float down river) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They drove the logs down the river. |
δίνω κίνητροtransitive verb (figurative (motivate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ian's desire to be the best is what drives him. |
οδηγώtransitive verb (figurative (provoke) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her children always drive her to the point of madness. Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα. |
οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτtransitive verb (figurative (push) She drove the conversation to a certain topic. |
καρφώνω(nail, blade: hammer) (καρφί, μαχαίρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He drove the nail into the wall. |
στέλνω κτ σε κτ(sport: hit, kick) She drove the ball into the net. |
φεύγω, απομακρύνομαιphrasal verb, intransitive (depart in a vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She wiped a tear from her eye as he drove away. Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της καθώς εκείνος έβαλε μπρος και έφυγε. |
περνάωphrasal verb, intransitive (go past in a vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ray drove by in his truck. |
μειώνω, ελαττώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (force to decrease) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The current economic crisis will drive down house prices. Η τρέχουσα οικονομική κρίση θα ελαττώσει τις τιμές των κατοικιών. |
προωθώphrasal verb, transitive, separable (figurative (propel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new legislation was driven forward by fears of mass immigration. Ο νέος νόμος προωθήθηκε για να αποτραπεί το φαινόμενο των μαζικών μεταναστεύσεων. |
οδηγώ προς τα εμπρόςphrasal verb, intransitive (steer ahead) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Instead of reversing, he drove forward into a tree. |
πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστάphrasal verb, transitive, separable (vehicle: steer ahead) |
φτάνω με αυτοκίνητοphrasal verb, intransitive (go by car) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If we take the train we don't have to drive in and face all that traffic. |
μπαίνω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (enter: in a vehicle) (με όχημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You will receive a ticket when you drive into the parking garage. |
προσκρούωphrasal verb, transitive, inseparable (crash: a vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The drunk driver drove into a wall. Ο πιωμένος οδηγός στούκαρε σε τοίχο. |
τρελαίνωphrasal verb, transitive, separable (make insane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενοχλώphrasal verb, transitive, separable (annoy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερεθίζωphrasal verb, transitive, separable (arouse sexually) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φεύγω, απομακρύνομαιphrasal verb, intransitive (vehicle: pull out, move off) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I sadly watched him drive off, knowing I wouldn't see him again. Τον παρακολουθούσα θλιμμένη να βάζει μπρος και να φεύγει, ξέροντας ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ. |
διώχνωphrasal verb, transitive, separable (force to leave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The natives were driven out of their villages by the foreign invaders. Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς. |
έρχομαι οδηγώνταςphrasal verb, intransitive (arrive in a vehicle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I was surprised to see him drive up in a flashy sportscar. Ξαφνιάστηκα που τον είδα να έρχεται οδηγώντας ένα φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο. |
ανεβάζω, αυξάνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (price: cause to rise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Demand for housing is driving house prices up. |
αιμοδοσίαnoun (event: blood donation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'll be giving my 95th pint at the blood drive on Monday. |
μετακίνηση κοπαδιούnoun (herding livestock) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλυσίδα κίνησηςnoun (mechanism: roller chain) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) My first motorcycle had a chain drive and I had to remember to check the tension. The chain drive on a bicycle transfers power from the pedals to turn the wheels. Η πρώτη μου μοτοσικλέτα είχε αλυσίδα κίνησης, και έπρεπε να θυμάμαι να ελέγχω την τάση. Η αλυσίδα κίνησης σε ένα ποδήλατο μεταφέρει την ενέργεια από τα πετάλια για την περιστροφή των τροχών. |
οδηγός δισκέτας ηλεκτρονικού υπολογιστήnoun (computing: hardware) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάνω παζάριαverbal expression (negotiate a deal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I got a good price on my new car because I drove a hard bargain with the salesman. Αγόρασα το αυτοκίνητό μου σε καλή τιμή γιατί έκανα σκληρά παζάρια με τον πωλητή. |
κάνω σκληρό παζάριverbal expression (be tough negotiator) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The shopkeeper drove a hard bargain, but we eventually agreed on a price for the vase. |
απομακρύνωverbal expression (figurative (cause bad feeling between) (κάποιον από κάποιον) I can't help feeling that your mother is trying to drive a wedge between us. |
υπονοώ, υπαινίσσομαι(figurative (suggest, intend to say) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What are you driving at? Τι υπονοείς; |
απωθώ, διώχνω(repel, force to leave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She drove him away with her constant nagging. Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της. |
οπισθοχωρώ(cause [sb/sth] to retreat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητοnoun (shooting from a passing car) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Osman admitted that he was the gunman in a drive-by. |
επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητοadjective (shooting: from passing car) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A man has life-threatening injuries after a drive-by incident in Tucson. |
τρελαίνωverbal expression (informal (make insane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνωverbal expression (slang (annoy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That hip-hop music just drives me crazy! |
τρελαίνωverbal expression (slang (arouse sexually) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The way you kiss drives me crazy. |
κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ(figurative (instil or impress the truth of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My dad's funeral really drove home the fact that he was gone forever. |
ντράιβ ινnoun (US (restaurant) (ΗΠΑ, εστιατόρια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When my father met my mother she was a waitress at the drive-in. Όταν ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου εκείνη δούλευε ως σερβιτόρα σ' ένα ντράιβ ιν. |
ντράιβ ινnoun (US (cinema) (κινηματογράφος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ντράιβ ιν, drive-inadjective (US (cinema, restaurant) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) There are very few drive-in theaters left in North America. |
απωθώ, εκδιώκωtransitive verb (chase away) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We had to drive off the wolves that were stalking the sheep. Έπρεπε να απωθήσουμε τους λύκους που ακολουθούσαν τα πρόβατα. |
οδηγώ χωρίς στάση(keep driving without stopping) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούverbal expression (figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The baby's constant crying drove James out of his mind. |
τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβωverbal expression (figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Watching you sunbathe used to drive me out of my mind. |
οδηγώ πάνω σε κτ(vehicle: go on top of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The driver slowly drove over the loose gravel. Ο οδηγός οδήγησε αργά πάνω στα χαλίκια. |
τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζωverbal expression (slang, figurative (make insane) (μτφ: κάνω κπ έξαλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You're driving me round the bend! |
κινητήριος άξοναςnoun (mechanism) |
οδηγώ κπ στην απόγνωσηverbal expression (cause [sb] to feel hopeless) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγανακτώverbal expression (informal (cause [sb] to feel exasperated) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σύστημα κίνησηςnoun (automotive system) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκνευρίζωverbal expression (informal, figurative (irritate [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πάω οδηγώνταςverbal expression (go by car) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't think you should drive yourself to the hospital. |
πιέζω τον εαυτό μου σε κτverbal expression (figurative (motivate yourself) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροβολισμός από διερχόμενο όχημαnoun (gunfire from car) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The police have arrested an 18-year-old gang member in connection with a drive-by shooting. |
ντράιβ ινnoun (US (car-park cinema) (ξενικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ντράιβ-θρουnoun (takeaway restaurant) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Dave made a quick detour to the drive-through for fries on his way home from the office. |
ντράιβ-θρουnoun as adjective (used from a car) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The drive-through restaurant is inaccessible to pedestrians. |
παράθυρο εξυπηρέτησης οδηγώνnoun (for customers in cars) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόγραμμα περικοπής δαπανώνnoun (strategy to save money) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περικοπές εξόδωνnoun (government: reduction in spending money) |
μνήμη USBnoun (computer: memory device) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Every paper I wrote this year is on this flash drive. Όλες οι φετινές μου εργασίες βρίσκονται σ' αυτή τη μνήμη USB. |
δωρεά τροφίμωνnoun (charity event) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The church is holding a food drive this weekend to help needy families. Η εκκλησία διοργανώνει αυτό το σαββατοκύριακο μια δωρεά τροφίμων για να βοηθήσει τις άπορες οικογένειες. |
τέσσερα επί τέσσεραnoun (vehicle: SUV) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Drivers in rural areas need a four-wheel drive to cope with winter conditions. |
αυτοκίνητο με μπροστινή κίνησηnoun (car: power to front wheels only) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Her new car's got front-wheel drive; it's a lot better on slippery roads than her old one was. |
πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω βόλτα με το αυτοκίνητοverbal expression (take: car trip) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let's go for a drive to the beach with our children. |
σκληρός δίσκοςnoun (data-reading hardware) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The police were able to retrieve information from the fraudster's hard drive. Η αστυνομία μπόρεσε να ανακτήσει πληροφορίες από τον σκληρό δίσκο του απατεώνα. |
ευθύβολη μπαλιάnoun (baseball hit) (μπέιζμπολ) |
κινητήρας(mechanics) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατείαnoun (political campaign) (πολιτική) |
χωρίς οδηγόadjective (UK (rented vehicle: driven by the renter) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με δικό μου αυτοκίνητοadjective (UK (vacation: driving your own car) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σεξουαλική επιθυμία, λίμπιντοnoun (sexual desire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After his surgery he had little sex drive. |
μονάδα ταινίαςnoun (transfers data between computer and tape) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We used to load reels of tape onto the tape drive so old data could be read. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drive στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του drive
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.