Τι σημαίνει το compté στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης compté στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του compté στο Γαλλικά.
Η λέξη compté στο Γαλλικά σημαίνει λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, μέτρημα, αριθμός, καταμέτρηση, λογαριασμός, μέτρημα, λογαριασμός, υπολογισμός, ξεκαθάρισμα, σκορ, πρόσθεση, σε έλλειψη, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, βάζω, έχω, προσθέτω, υπολογίζω, μετρώ αντίστροφα, διανέμω, αριθμώ, έχω σημασία, υπολογίζω, μετράω, μετρώ, καταμέτρηση, απαριθμώ, αφήνω περιθώριο για, αναφορά, περιγραφή, που μένει πίσω, που τον αφήνουν απέξω, ανυποψίαστος, ασυναίσθητα, ασυνείδητα, περιγραφή, σταγονόμετρο, ταχύμετρο, ταχόμετρο, σταγονόμετρο, μετρητής γύρων, ταχύμετρο, βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, ακούω, υπακούω, που έχει συνυπολογιστεί, που έχει ληφθεί υπόψη, εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας, αγνοώ, πρακτικά, μεταδίδω, καταγράφω, φτιάχνω, κανονίζω, καταλαβαίνω, που δεν εισακούγεται, που αγνοείται, που δεν έχει ληφθεί υπόψη, που έχει αγνοηθεί, που τον έχουν αγνοήσει, δίνω λόγο, κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης, στο προκείμενο, υπό εξέταση, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, όπως προκύπτει, έχοντας αυτό κατά νου, σε τελική ανάλυση, γενικά, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, δεδομένου, με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι, σε τελική ανάλυση, λίγο λίγο, αδιάφορα, Μην κάνεις όρεξη, μη με υπολογίζεις, κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος, είμαι μέσα, λογιστικό βιβλίο, αναφορά, αντίστροφη μέτρηση, περίληψη, σύνοψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης compté
λογαριασμόςnom masculin (Banque) (τραπεζικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a retiré la moitié de son argent sur son compte. Απέσυρε τα μισά του χρήματα από τον λογαριασμό του. |
λογαριασμόςnom masculin (commerce) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle a mis l'achat des chaussures sur son compte. Χρέωσε τα παπούτσια στον λογαριασμό της. |
λογαριασμόςnom masculin (Internet,...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Est-ce que tu as un compte WordReference ? Έχεις λογαριασμό στο WordReference; |
λογαριασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai un compte chez un courtier de la bourse de New York. |
μέτρημαnom masculin (Boxe : être mis KO) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est allé au tapis pour le compte. |
αριθμός
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu as fini ? Quel est le total ? |
καταμέτρησηnom masculin (διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le compte avait été effectué et il semblait que le oui l'avait remporté sur le non. Η καταμέτρηση είχε ολοκληρωθεί και φαινόταν ότι περισσότεροι είχαν ψηφίσει ναι παρά όχι. |
λογαριασμόςnom masculin (επιχείρησης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μέτρημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λογαριασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Με βάση τους υπολογισμούς μου, χρωστάμε ακόμα χρήματα στην τράπεζα. |
ξεκαθάρισμα(λογαριασμών: καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκορ(Sports) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le score final indique que l'équipe locale a marqué deux buts, mais que l'équipe invitée en a marqué quatre. Το τελικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η εντός έδρας ομάδα έβαλε δύο γκολ, αλλά η εκτός έδρας ομάδα έβαλε τέσσερα. |
πρόσθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) S'il vous plait, restez tranquilles pendant que je fais l'addition. |
σε έλλειψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετράω, μετρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants apprennent à compter. Τα παιδιά μαθαίνουν να μετράνε. |
μετράω, μετρώverbe transitif (calculer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle comptait les bonbons. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι αρχαιολόγοι καταμέτρησαν τα ευρήματα και τα κατέγραψαν. |
μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignante a compté les copies qu'elle avait ramassées à la fin de l'examen. Η δασκάλα μέτρησε τα γραπτά που συγκέντρωσε στο τέλος του διαγωνίσματος. |
μετράω, μετρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guide a compté les touristes quand ils remontaient dans le bus. Η ξεναγός μέτρησε τους τουρίστες όταν γύρισαν στο λεωφορείο. |
μετράω, μετρώverbe intransitif (avoir de l'importance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon expérience professionnelle compte-t-elle ? |
μετράωverbe intransitif (avoir de la valeur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ton honnêteté compte beaucoup pour moi. |
υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζωverbe transitif (inclure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est un trajet de huit heures, sans compter les arrêts. |
βάζω, έχω(καθομ: κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te compte parmi mes meilleurs amis. Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους. |
προσθέτω, υπολογίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jury comptera maintenant les points obtenus. |
μετρώ αντίστροφαverbe transitif Il était presque minuit le jour de la Saint Sylvestre : la foule à Times Square comptait les secondes avant la nouvelle année. |
διανέμωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a compté les dix euros qu'il me devait en pièces de un euro. |
αριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le groupe comptait quelques étudiants parmi ses fans. Το συγκρότημα αριθμούσε αρκετούς φοιτητές ανάμεσα στους θαυμαστές του. |
έχω σημασίαverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vous voulez impressionner un employeur, les diplômes comptent. |
υπολογίζωverbe transitif (les points) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Papa a compté les points pendant la dernière partie. |
μετράω, μετρώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian a compté dix bateaux dans le port. |
καταμέτρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fait un comptage et il vous communiquera les résultats dans un instant. |
απαριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω περιθώριο για
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous devons garder de la place pour permettre un agrandissement futur. |
αναφορά, περιγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il nous a fait un récit détaillé du match de football. Έδωσε μια λεπτομερή αναφορά (or: περιγραφή) του ποδοσφαιρικού αγώνα. |
που μένει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les films « Maman j'ai raté l'avion » parlent d'un garçon oublié quand sa famille part en vacances. Η σειρά ταινιών «Μόνος στο Σπίτι» αφορούν ένα αγόρι που μένει πίσω (or: που τον αφήνουν μόνο του), όταν η οικογένειά του πάει διακοπές. |
που τον αφήνουν απέξω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Comme elle n'a pas été invitée à la fête, elle s'est sentie exclue. Δεν πήρε πρόσκληση για το πάρτι και ένιωσε στην απέξω. |
ανυποψίαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα λόγια του Άλφι προσβάλλουν πολλούς, αλλά εκείνος παραμένει στον κόσμο του. |
ασυναίσθητα, ασυνείδητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Inconsciemment, elle faisait tourner sa bague de mariée autour de son doigt en parlant. |
περιγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son rapport sur l'accident automobile était différent de celui de l'autre partie. Η περιγραφή του για το ατύχημα ήταν διαφορετική από τη δική της. |
σταγονόμετροnom masculin invariable (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vétérinaire a utilisé un compte-gouttes pour donner les médicaments au chaton. |
ταχύμετρο, ταχόμετρο(véhicule motorisé) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σταγονόμετροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετρητής γύρωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταχύμετρο(véhicule motorisé) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Grandis un peu et arrête de te comporter comme un imbécile. Βάλε μυαλό (or: συμμορφώσου) και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι ανόητα. |
ακούω, υπακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pam a écouté l'avis de tempête et s'est réfugiée dans l'abri. Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο. |
που έχει συνυπολογιστεί, που έχει ληφθεί υπόψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίαςnom masculin invariable (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγνοώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a ignoré les demandes d'aide. Αγνόησε τις εκκλήσεις για βοήθεια. |
πρακτικά(d'une réunion) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La secrétaire conserve les procès-verbaux de chaque réunion. Η γραμματέας κρατάει τα πρακτικά της συνάντησης. |
μεταδίδω(journalisme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le journaliste a rapporté chaque nouveau développement au cours des discussions. Ο δημοσιογράφος μετέδιδε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα των συζητήσεων. |
καταγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο δημοσιογράφος κατέγραψε γεγονότα στην εμπόλεμη ζώνη. |
φτιάχνω, κανονίζω(familier) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il t'a bien arrangé ! |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που δεν εισακούγεται, που αγνοείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν έχει ληφθεί υπόψηadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει αγνοηθεί, που τον έχουν αγνοήσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω λόγο(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle considère n'être responsable que devant Dieu et non devant une autorité humaine, quelle qu'elle soit. |
κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψηςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο προκείμενο, υπό εξέτασηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφήςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως προκύπτειadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχοντας αυτό κατά νουlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε τελική ανάλυσηlocution adverbiale |
γενικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un très bon résultat, compte tenu du fait que tu n'as commencé à étudier qu'hier. |
δεδομένου
Compte tenu du peu de temps dont nous disposions, je pense que nous nous en sommes bien sortis. |
με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vu que tu n'écoutais pas vraiment, je vois pourquoi tu ne comprends pas. Δεδομένου ότι δεν πρόσεχες και πολύ, μπορώ να αντιληφθώ γιατί δεν καταλαβαίνεις. |
σε τελική ανάλυση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En fin de compte (or: Au bout du compte), avoir un bébé est un choix personnel. |
λίγο λίγο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nous avons repeint la maison petit à petit, c'est pour ça que ça nous a pris un an. |
αδιάφορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il n'arrêtait pas de parler fort au téléphone sans se soucier (or: sans tenir compte des) autres spectateurs. |
Μην κάνεις όρεξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil a promis de tout préparer mais ne te fais pas d'illusions ! |
μη με υπολογίζεις(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί. |
κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Je serai millionnaire un jour", dit Kate. "Tu rêves", lui répliqua Sarah ! |
είμαι μέσα(καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
λογιστικό βιβλίο(Comptabilité) Ben a inscrit les ventes dans le grand livre. Ο Μπεν πέρασε την πώληση στο λογιστικό βιβλίο. |
αναφορά(Militaire) (στρατός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les troupes ont été retenues deux heures pour un compte rendu. |
αντίστροφη μέτρησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίληψη, σύνοψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George a demandé un topo à sa secrétaire avant la réunion. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του compté στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του compté
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.