Τι σημαίνει το rapport στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rapport στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rapport στο Γαλλικά.
Η λέξη rapport στο Γαλλικά σημαίνει σχέση, συσχέτιση, σύνδεση, σχέση, περιγραφή, πρακτικά, αξιολόγηση, αναφορά, έκθεση, επιστροφή, αναλογία, σχέση, σύνδεση, σύνδεση, αντιστοιχία, δήλωση, αναφορά, έκθεση προόδου, σύνδεση, σχετικό θέμα, σχέση, συσχέτιση, απόδοση, σχέση, συσχέτιση, σύνδεση, σύνδεση, που δε συνδέεται, που δε σχετίζεται, κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος, σε σχέση με, άσχετος, σχετικός, συναφής, ασύνδετος, μη αυτοκινούμενος, μακρινή συγγένεια, έναντι του περασμένου έτους, αποξενωμένος, εν συγκρίσει με, συγκριτικά με κτ, σε ότι αφορά, όσον αφορά, συγκριτικά, εν συγκρίσει, ασυνάφεια, ασχετοσύνη, βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση, αίτιο και αποτέλεσμα, λεπτομερής αναφορά, ενθουσιώδη σχόλια, καλή αγορά, ημερολόγιο, συνουσία, ερωτική πράξη, ανεπιβεβαίωτος, ετήσια αναφορά, που αξίζει τα λεφτά του, κύκλος λειτουργίας, που αξίζει τα λεφτά του, ενδιάμεση έκθεση, ενδιάμεση αναφορά, ιατρική γνωμάτευση, λόγος σχετικών πιθανοτήτων, χάσμα επιδόσεων, αστυνομική αναφορά, θετική συσχέτιση, αναφορά κατάστασης, λόγος κινδύνου, ή, συγκριτικά, σε σύγκριση με κπ/κτ, σε σχέση με κπ/κτ, σχετικά με, σχετικά με, αναφορικά με, δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ, έχω σχέση με κτ, σχετίζομαι με, συνδέομαι με, που έχει μακρινή συγγένεια, του κύκλου λειτουργίας, άσχετος με κτ, δυσανάλογος, σχετίζομαι με κτ, άσχετος, σχετικός με κτ, άσχετο, διαστάσεις γραμμωτού κώδικα, συνουσία, ερωτική πράξη, σε σχέση με, εκτός παράστασης, χρονικό, καταγγέλλω, μετράω απέναντι σε, αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο, σε σχέση με κτ, παρουσιάζω, συγκριτικά με, σε σύγκριση με, σχετικά με κτ, αναφορικά με κτ, γνωμοδότηση, σχέση κόστους - οφέλους, πιστωτική αναφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rapport
σχέση, συσχέτιση, σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est important de comprendre le lien entre la pauvreté et le crime. Είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς τη σχέση μεταξύ φτώχειας και εγκληματικότητας. |
σχέση(rapport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Y a-t-il un lien entre le gaz d'échappement des voitures et le réchauffement de la planète ? Υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στα καυσαέρια των αυτοκινήτων και στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη; |
περιγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son rapport sur l'accident automobile était différent de celui de l'autre partie. Η περιγραφή του για το ατύχημα ήταν διαφορετική από τη δική της. |
πρακτικάnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le procureur enregistra les preuves dans le rapport. |
αξιολόγησηnom masculin (d'une maison : document) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'expert avait le rapport prêt deux jours après l'inspection. |
αναφορά, έκθεσηnom masculin (en entreprise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) D'après le rapport trimestriel, l'entreprise se porte bien. |
επιστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναλογία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans ce cours, le ratio (or: rapport) femmes / hommes est de 3 sur 1. Η αναλογία φοιτητριών και φοιτητών σε αυτό το μάθημα είναι 3 προς 1. |
σχέση, σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle est la connexion entre ces deux crimes ? Ποια είναι η σχέση (or: σύνδεση) μεταξύ των δύο αυτών εγκλημάτων; |
σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La liaison des sentiers donne un parcours de 80 kilomètres. Η σύνδεση των μονοπατιών δίνει στην όλη διαδρομή μήκος πενήντα μιλίων. |
αντιστοιχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ne subsiste quasiment aucune correspondance entre les noms des deux listes. Les chercheurs ont déterminé une correspondance entre l'activité physique des enfants et leur faculté à apprendre. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αντιστοιχία ανάμεσα στα ονόματα στις δυο λίστες. Οι ερευνητές ανακάλυψαν μια αντιστοιχία μεταξύ της φυσικής άσκησης που κάνουν τα παιδιά και της ικανότητάς τους να μαθαίνουν. |
δήλωση, αναφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Selon cet argumentaire, l'économie américaine s'effondrera si le gouvernement n'intervient pas. |
έκθεση προόδου(entreprise) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύνδεση(σχέση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel est le lien entre ces crimes et les gangs ? Ποια είναι η σύνδεση αυτών των εγκλημάτων με τις συμμορίες; |
σχετικό θέμαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέση, συσχέτισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n’arrive pas à suivre : quel rapport entre les voitures et les extra-terrestres ? Δεν καταλαβαίνω αυτή τη συζήτηση. Ποια είναι η σχέση μεταξύ των αυτοκινήτων και των εξωγήινων; |
απόδοσηnom masculin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le rendement (or: rapport, or: bénéfice) fait sur ces obligations est de 3%. Η απόδοση αυτών των ομολόγων είναι 3%. |
σχέση, συσχέτιση, σύνδεσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a aucun rapport entre les émeutes et la grève des chauffeurs de bus. Δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των ταραχών και την απεργία των οδηγών λεωφορείου. |
σύνδεσηnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Y a-t-il un lien entre ces deux meurtres ? Υπάρχει κάποια σύνδεση (or: σχέση) ανάμεσα στους δύο φόνους; |
που δε συνδέεται, που δε σχετίζεται(sans lien) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le nouveau gratte-ciel éclipse tous les autres immeubles autour. Ο νέος ουρανοξύστης κάνει τα γύρω κτίρια να φαίνονται μικροσκοπικά. |
σε σχέση με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous sommes bien en avance sur nos concurrents. |
άσχετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a eu deux cambriolages dans cette rue la nuit dernière mais on pense qu'ils n'ont aucun lien. |
σχετικός, συναφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασύνδετοςlocution adjectivale (φυσικά ή σχετικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη αυτοκινούμενοςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακρινή συγγένεια(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certains éléments de son discours ne sont pas même vaguement en rapport avec le sujet dont il parle. |
έναντι του περασμένου έτουςlocution adverbiale (επίσημο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αποξενωμένος(figuré) (αίσθηση: αποξένωση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est normal de se sentir étranger lorsqu'on est adolescent. Όταν είσαι έφηβος είναι λογικό να νιώθεις αποξενωμένος (ή: απομονωμένος). |
εν συγκρίσει με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a dit que j'étais assez beau comparé à un chimpanzé. |
συγκριτικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Συγκριτικά με τα αμερικάνικα αγγλικά, τα βρετανικά αγγλικά μοιάζουν πιο επίσημα. |
σε ότι αφορά, όσον αφορά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vancouver est une des villes les plus progressistes d'Amérique du nord en ce qui concerne la politique anti-drogue. |
συγκριτικά, εν συγκρίσει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ασυνάφεια, ασχετοσύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση(κοινωνική εργασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίτιο και αποτέλεσμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La loi du lien de cause à effet (Karma) est un principe important du bouddhisme. |
λεπτομερής αναφορά(καταγραφή κάθε γεγονότος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le témoin a fait un rapport détaillé de ce qui s'était passé à la police. |
ενθουσιώδη σχόλια
Les inspecteurs ont fait un rapport élogieux de l'université. |
καλή αγοράnom masculin À 4 £ chacun, les billets sont d'un très bon rapport qualité-prix étant donné qu'ils permettent de prendre le bus toute la journée. Στις 4 λίρες το ένα, τα εισιτήρια είναι καλή αγορά γιατί σου προσφέρουν απεριόριστες διαδρομές με το λεωφορείο για μια μέρα. |
ημερολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνουσία, ερωτική πράξηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεπιβεβαίωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ετήσια αναφοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που αξίζει τα λεφτά τουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce voyage offrait un bon rapport qualité/prix. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους. |
κύκλος λειτουργίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
που αξίζει τα λεφτά τουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενδιάμεση έκθεση, ενδιάμεση αναφοράnom masculin J'attends toujours votre rapport intermédiaire ! |
ιατρική γνωμάτευσηnom masculin |
λόγος σχετικών πιθανοτήτωνnom masculin (στατιστική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάσμα επιδόσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αστυνομική αναφοράnom masculin |
θετική συσχέτισηnom masculin (άμεση σύνδεση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναφορά κατάστασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λόγος κινδύνουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ή
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Plusieurs philosophes ont réfléchi à la question de la volonté propre par rapport au déterminisme. Πολλοί φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης εναντίον του ντετερμινισμού. |
συγκριτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De nos jours, on vit bien par rapport à avant. Η ζωή σήμερα είναι καλή σε σύγκριση με το παρελθόν. |
σε σύγκριση με κπ/κτ, σε σχέση με κπ/κτpréposition (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Par rapport à John, Ollie est un géant. C'est une amatrice par rapport à toi. Σε σύγκριση με τον Τζον ο Όλι είναι γίγαντας. Σε σύγκριση με σένα εκείνη είναι απλά ερασιτέχνης. |
σχετικά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'amende infligée à l'entreprise était modeste par rapport à ses bénéfices de l'année. |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La biologie est une science qui porte sur tout ce qui est en rapport avec la vie et son fonctionnement. |
δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Va voir ce qui se passe là-bas et fais-moi un rapport. |
έχω σχέση με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι ιστορίες του δεν σχετίζονται ποτέ με τίποτα από τον πραγματικό κόσμο. |
σχετίζομαι με, συνδέομαι με
|
που έχει μακρινή συγγένεια(figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
του κύκλου λειτουργίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άσχετος με κτ
Vos commentaires sont sans rapport avec cette discussion. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα σχόλιά σου είναι άσχετα με τη συζήτηση. Υπολογίζω ότι περίπου η μισή σου έκθεση είναι άσχετη με το θέμα. |
δυσανάλογος(με κτ, σε σχέση με κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dans les dessins de personnes que font les enfants, la tête est généralement disproportionnée par rapport au reste du corps. |
σχετίζομαι με κτ
|
άσχετος(με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχετικός με κτlocution verbale Cette affirmation n'a rien à voir (or: n'a aucun rapport) avec le problème. |
άσχετο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαστάσεις γραμμωτού κώδικαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνουσία, ερωτική πράξηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε σχέση με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ne semble pas si petit par rapport aux autres. Δεν φαίνεται τόσο κοντός συγκριτικά με τους άλλους άνδρες. |
εκτός παράστασηςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρονικόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils ont gardé un rapport détaillé de chaque développement dans la ville. |
καταγγέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encore une infraction, et je vais devoir faire un rapport. Αν επαναλάβετε την παράβαση, θα αναγκαστώ να σας καταγγείλω. |
μετράω απέναντι σε(μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il testait ses capacités afin de voir comment il se situait par rapport à ses concurrents. Δοκίμασε τις ικανότητές του για να μετρήσει τις δυνάμεις του απέναντι στον ανταγωνισμό. |
αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dans la reprise économique, l'industrie est à la traîne par rapport aux autres secteurs. Κατά την οικονομική ανάκαμψη, η μεταποίηση δεν κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο των υπόλοιπων τομέων. |
σε σχέση με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa tête semble trop grosse par rapport au reste de son corps. Το κεφάλι του φαίνεται πολύ μεγάλο σε σχέση με (or: συγκριτικά με, αναλογικά με) το υπόλοιπο σώμα του. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκριτικά με, σε σύγκριση μεpréposition (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les immeubles semblaient tout petits par rapport aux montagnes situées derrière eux. Τα κτήρια φαίνονταν μικρά συγκριτικά με (or: σε σύγκριση με) τα βουνά που υψώνονταν πίσω τους. |
σχετικά με κτ, αναφορικά με κτ
Vos arguments n'ont aucun sens par rapport au thème de notre discussion. |
γνωμοδότησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Selon le rapport sur les conditions de l'investisseur, la société devrait attendre avant de vendre ses parts. |
σχέση κόστους - οφέλους
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιστωτική αναφορά(Can) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rapport στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rapport
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.