Τι σημαίνει το away στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης away στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του away στο Αγγλικά.

Η λέξη away στο Αγγλικά σημαίνει -, μακριά, από εδώ, -, μακριά, πέρα, μακριά, σε, που έχει κιόλας φύγει, χωριστά, χώρια, αλλού, -, συνεχώς, αδιάκοπα, εκτός έδρας, έξω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι, πλακώνομαι σε κτ, ανταλάσσω, συνεχίζω, πρυμνίζω, δουλεύω με επιμέλεια, απομακρύνω βίαια, πυροβολώ κατ'επανάληψη, γαζώνω, στέλνω, πυροβολώ, κάνω σκόνη, αποσπώμαι, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ, αγνοώ, καίγομαι, κατακαίγομαι, καίω, καίω, κατακαίω, καλώ, παρασύρω, πετάω, πετώ, ρίχνω κπ στη θάλασσα, πελεκάω, πελεκώ, αφαιρώ λίγο λίγο, πετάω, πετώ, καθαρίζω, μαζεύω, απομακρύνομαι, φεύγω αθόρυβα, καταρρέω,αποσυντίθεμαι, πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων, αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, καθαρίζω, τρώω, αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω, υποχωρώ, παρασύρομαι, χάνω επαφή, ξοδεύω κτ στο πιοτό, πνίγω τον πόνο μου στο ποτό, φεύγω, απομακρύνομαι, πέφτω, χάνομαι, φθείρω, διαβρώνω, τρώω, τρώω, κατατρώω, τρώω, απομακρύνομαι από κπ/κτ, βρίσκω φτηνές δικαιολογίες, ξεθωριάζω, σβήνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, ένα τσικ, σε απόσταση αναπνοής από κτ, σε απόσταση αναπνοής από κτ, στα δυο βήματα, μακριά από, μακριά από το σπίτι, αγώνας εκτός έδρας, μήνυμα απουσίας, φύγε, ουστ, χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά, φεύγω, με έχουν κρύψει, απομακρύνομαι με τη βία, απομακρύνομαι απότομα, πλειοδοτώ, παρασύρω, παίρνω, παρασύρομαι, βράζω μέχρι να εξαντληθεί, βράζω μέχρι εξαντλήσεως, σκουπίζω κτ με το χέρι, καλώ, απομακρύνω, απομακρύνω,διώχνω, πεταμένος, ναυαγός, τρέπω σε φυγή, εκδιώκω, τρομάζω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ, φεύγω από κτ, απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, αποκόπτω, cutaway, σχέδιο στο οποίο έχει αφαιρεθεί τμήμα του εξωτερικού τμήματος για να αποκαλυφθεί το εσωτερικό, φράκο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εσωτερικού τμήματος, χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα, γίνομαι καπνός, ημερήσια εκδρομή, κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ, απομακρύνω κπ δια της βίας, αποστραγγίζω, απομακρύνομαι, φεύγω, απομακρύνομαι από κτ/κπ, διώχνω, απωθώ, διώχνω, χάνομαι, σβήνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης away

-

adjective (not here) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The manager will be away until Wednesday. My father is not here; he is away in Chicago.
Ο διευθυντής θα λείπει μέχρι την Τετάρτη. Ο πατέρας μου δεν είναι εδώ, λείπει στο Σικάγο.

μακριά

adverb (in another direction) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He walked away after he saw the price.
Έφυγε μακριά μόλις είδε την τιμή.

από εδώ

adverb (from here) (απόσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My family is a long way away.
Η οικογένειά μου είναι πολύ μακριά από εδώ.

-

adverb (far) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In your essay, try not to go away from the main point.
Στην έκθεσή σου, προσπάθησε να μην απομακρυνθείς από το κύριο θέμα.

μακριά

adverb (at a distance of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We can cycle there. It's only 2 miles away.
Μπορούμε να πάμε με το ποδήλατο. Είναι μόνο 2 μίλια μακριά.

πέρα, μακριά

adverb (off, in the distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From away in the distance came the sound of a waterfall.
Από μακριά ακούστηκε ο ήχος ενός καταρράκτη.

σε

adverb (in the future)

The wedding is just weeks away and she hasn't chosen her dress yet.
Ο γάμος είναι μόλις λίγες εβδομάδες μακριά και δεν έχει επιλέξει ακόμα το φόρεμά της.

που έχει κιόλας φύγει

adjective (going immediately)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love racing. Look! The horses are away!

χωριστά, χώρια

adverb (apart)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He and his wife were away from each other.

αλλού

adverb (aside) (προς άλλη κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He looked away when she started crying.
Κοίταξε αλλού και άρχισε να κλαίει.

-

adverb (into extinction) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The music faded away.
Η μουσική έσβησε σιγά σιγά.

συνεχώς, αδιάκοπα

adverb (repeatedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She pounded away at it.

εκτός έδρας

adverb (sports: not on home field)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The team are playing away this weekend.
Η ομάδα παίζει εκτός έδρας αυτή την εβδομάδα.

έξω

adverb (baseball: out)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He had put three batters away already.

οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι

phrasal verb, intransitive (retreat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Back away from the cookies and no one gets hurt. He nodded vaguely, continuing to dodge and back away.
Κατένευσε αόριστα, συνεχίζοντας να υπεκφεύγει και να υπαναχωρεί.

πλακώνομαι σε κτ

phrasal verb, intransitive (informal (do [sth] persistently) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

I've been banging away at this job for days, and I don't seem to be getting anywhere!

ανταλάσσω

phrasal verb, transitive, separable (trade [sth] for [sth] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer bartered all of his goats away.

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (carry off after winning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πρυμνίζω

phrasal verb, intransitive (nautical: change course)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δουλεύω με επιμέλεια

phrasal verb, intransitive (UK, informal (work diligently)

απομακρύνω βίαια

phrasal verb, transitive, separable (remove forcefully)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They will blast away the rocks with dynamite.

πυροβολώ κατ'επανάληψη

phrasal verb, intransitive (US, informal (shoot repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γαζώνω

phrasal verb, intransitive (gun: shoot continuously)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (impress greatly) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate blew her interviewer away.
Η υποψήφια άφησε άφωνο αυτόν που της πήρε συνέντευξη.

πυροβολώ

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (kill by shooting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gunman blew away his victim from close range.
Ο ένοπλος πυροβόλησε το θύμα από μικρή απόσταση.

κάνω σκόνη

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (thoroughly defeat) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The first time he ran, he blew away the competition and came home with a gold medal.
Την πρώτη φορά που αγωνίστηκε σε αγώνα δρόμου έκανε σκόνη τους αντιπάλους του και επέστρεψε στο σπίτι με ένα χρυσό μετάλλιο.

αποσπώμαι

phrasal verb, intransitive (become separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Two of the members of the band broke away to form a band of their own.
Δύο από τα μέλη του συγκροτήματος έφυγαν για να δημιουργήσουν δικό τους συγκρότημα.

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

(figurative (separate: from group)

Several members broke away from the party to form their own extremist group.

αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ

(detach, fall off)

When Sue went to take her cakes out of the oven, the handle broke away from the door.

αγνοώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (dismiss, not consider) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Prime Minister brushed aside any suggestion that the government had failed to deal with the problem.

καίγομαι, κατακαίγομαι

phrasal verb, intransitive (be destroyed by fire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καίω

phrasal verb, intransitive (stay alight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καίω, κατακαίω

phrasal verb, transitive, separable (destroy by fire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλώ

phrasal verb, transitive, separable (summon [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor was suddenly called away, so he is not in the office today.
Ο γιατρός κλήθηκε ξαφνικά, γι' αυτό και δεν είναι σήμερα στο ιατρείο.

παρασύρω

phrasal verb, transitive, separable (tide: sweep off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, πετώ

phrasal verb, transitive, separable (discard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω κπ στη θάλασσα

phrasal verb, transitive, separable (usually passive (shipwreck)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πελεκάω, πελεκώ

phrasal verb, transitive, inseparable (hack pieces off) (αφαιρώ κομμάτια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Michelangelo created statues by chipping away at marble with a chisel and hammer.

αφαιρώ λίγο λίγο

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (decrease gradually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bullying he was subjected to throughout his childhood chipped away at his self-confidence.

πετάω, πετώ

phrasal verb, transitive, separable (discard [sth], throw away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, μαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (put away neatly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the meal, Fiona began clearing away the plates.

απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (step back, leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had to come away or I would have ended up swearing at them.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

φεύγω αθόρυβα

phrasal verb, intransitive (leave stealthily)

καταρρέω,αποσυντίθεμαι

phrasal verb, intransitive (disintegrate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The building will crumble away if they don't start to work on it.

πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων

phrasal verb, intransitive (TV, film: change shot) (τηλεόραση/κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ

(TV, film: change shot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

phrasal verb, intransitive (hurry off)

σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω

phrasal verb, intransitive (fade, diminish) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (eliminate, get rid of) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To improve the overall quality of our milk, we wanted to do away with the use of antibiotics on our cows.
Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας.

καθαρίζω, τρώω

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (kill, murder) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was a liability to our gang, and we knew sooner or later we would have to do away with him.
Ήταν εμπόδιο για τη συμμορία και ξέραμε πως αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τον καθαρίσουμε.

αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (be gradually lost) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her strength drained away as she neared the mountain's summit.
Οι δυνάμεις της άρχισαν να χάνονται όσο πλησίαζε προς την κορυφή του βουνού.

υποχωρώ

phrasal verb, intransitive (retreat, move back)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρασύρομαι

phrasal verb, intransitive (be carried away, float off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fell asleep on the lilo and slowly drifted away from the beach.
Αποκοιμήθηκε πάνω στο στρώμα και σιγά σιγά παρασύρθηκε μακριά από την παραλία.

χάνω επαφή

phrasal verb, intransitive (figurative (lose contact, become estranged) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes husbands and wives just drift away from each other and end up getting divorced.
Μερικές φορές τα αντρόγυνα αποξενώνονται μεταξύ τους και καταλήγουν σε διαζύγιο.

ξοδεύω κτ στο πιοτό

phrasal verb, transitive, separable (lose [sth] by spending on alcohol)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tania's great-great-grandfather drank away the family fortune.

πνίγω τον πόνο μου στο ποτό

phrasal verb, transitive, separable (forget [sth], esp. sorrow, by drinking)

φεύγω, απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (depart in a vehicle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She wiped a tear from her eye as he drove away.
Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της καθώς εκείνος έβαλε μπρος και έφυγε.

πέφτω

phrasal verb, intransitive (fall off, slope steeply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (disappear) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φθείρω, διαβρώνω, τρώω

phrasal verb, transitive, separable (gnaw at, erode) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chalk cliffs are being eaten away slowly by the action of the sea.

τρώω, κατατρώω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (worry) (μεταφορικά: ανησυχία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Raskolnikov's crime ate away at his peace of mind and, ultimately, his soul.

τρώω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (erode) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river eats away at the sand banks every time there's a flood.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (distance yourself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I tried to edge away from the drunk man on the bus.

βρίσκω φτηνές δικαιολογίες

phrasal verb, transitive, separable (account for)

ξεθωριάζω, σβήνω

phrasal verb, intransitive (grow fainter or less distinct)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
From here, it looks like the mountains fade away into the distance. The further we walked from the disco, the more the music faded away.
Από εδώ τα βουνά φαίνονται να ξεθωριάζουν στην απόσταση. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τη ντίσκο, τόσο περισσότερο έσβηνε η μουσική.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

phrasal verb, intransitive (diminish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attendance at the church fell away as more and more people moved to the suburbs.

ένα τσικ

expression (figurative (very close) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The house that I bought was a hair's breadth away from the sea.

σε απόσταση αναπνοής από κτ

expression (US, figurative (very close)

I'm sure you're only a heartbeat away from success now.

σε απόσταση αναπνοής από κτ

adverb (US, figurative (very close)

στα δυο βήματα

expression (figurative, informal (nearby)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We can easily walk to Martha's house; she lives a stone's throw away.

μακριά από

preposition (at a distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Away from the earthquake's epicentre there was less damage.
Μακριά από το επίκεντρο του σεισμού υπήρχαν λιγότερες ζημιές.

μακριά από το σπίτι

expression (not where you live)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγώνας εκτός έδρας

noun (match: not on home field)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The team are playing an away game this Saturday.

μήνυμα απουσίας

noun (email response: indicates absence) (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I emailed him but all I got back was an away message.

φύγε, ουστ

interjection (slang, regional (Leave, get going, be on your way)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Away with you! proclaimed the king.

χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά

(play instrument loudly)

My neighbour is a keen drummer; I hear him banging away throughout the day and night.

φεύγω

intransitive verb (euphemism (die) (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

με έχουν κρύψει

verbal expression (figurative, informal (be concealed or obscured)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some money was tucked away in the back of the old cabinet.

απομακρύνομαι με τη βία, απομακρύνομαι απότομα

intransitive verb (be removed forcibly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The child was wrenched away from his game.

πλειοδοτώ

(outbid [sb] for) (για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρασύρω, παίρνω

(wind: carry off) (αέρας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wind blew the dollar bill away.
Ο άνεμος παρέσυρε το χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου.

παρασύρομαι

(be carried off by wind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The paper bag blew away in a gust of wind.
Η χάρτινη σακούλα παρασύρθηκε από μια ριπή του ανέμου.

βράζω μέχρι να εξαντληθεί

(remove by boiling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βράζω μέχρι εξαντλήσεως

(liquid: boil until none is left)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I left the saucepan on the hob for too long; the water has all boiled away.

σκουπίζω κτ με το χέρι

(remove)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James brushed away his tears and began to smile.
Ο Τζέιμς σκούπισε με το χέρι τα δάκρυά του και χαμογέλασε.

καλώ

verbal expression (being required elsewhere) (κάποιον να πάει κάπου αλλού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(remove for disposal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was so much junk in the garage that she had to rent a truck to cart it all away.

απομακρύνω,διώχνω

(informal, figurative (remove, evict [sb] troublesome) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guards carted away the guy who got into a fight.
Οι φρουροί απομάκρυναν τον τύπο που έμπλεξε σε καυγά.

πεταμένος

adjective (discarded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ναυαγός

adjective (shipwrecked)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

τρέπω σε φυγή, εκδιώκω

(shoo) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chase away that dog before it eats your food.
Πρέπει να τρέψεις σε φυγή τον σκύλο πριν να φάει το γεύμα σου.

τρομάζω

(scare into running away) (κπ και τον κάνω να φύγει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφορτώνομαι, διώχνω

(figurative (banish, get rid of) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was a good luck charm to chase away nightmares.
Το να ξεφορτωθείς τους εφιάλτες σου είναι γούρι.

κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ

verbal expression (converse enthusiastically)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two elderly ladies were soon chatting away happily as though they had known each other all their lives.

φεύγω από κτ

verbal expression (leave)

Lucy came away from the interview feeling confident that she had got the job.

απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ

verbal expression (move further)

Come away from that cliff edge; it may crumble.

βγαίνω από κτ

verbal expression (become detached) (μεταφορικά)

The cupboard door had come away from one of its hinges.

αποκόπτω

(remove: with blade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To repair the table I had to cut away the damaged veneer and replace it with a matching new piece.

cutaway

noun (TV, film: scene change) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σχέδιο στο οποίο έχει αφαιρεθεί τμήμα του εξωτερικού τμήματος για να αποκαλυφθεί το εσωτερικό

noun (drawing, model: shows interior)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φράκο

noun (US (men's formal coat) (ανδρικό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (film shot: rapid change)

There is a cutaway shot of the child who is listening in the next room.

εσωτερικού τμήματος

adjective (drawing, model: shows interior)

This cutaway drawing of the earth shows the hot ball at its center.
Αυτό το σχέδιο εσωτερικού τμήματος της γης δείχνει την πυρακτωμένη σφαίρα στο κέντρο της.

χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα

verbal expression (figurative, informal (spend the evening dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes when you feel really good, you just want to dance the night away.

γίνομαι καπνός

(leave quickly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ημερήσια εκδρομή

noun (one-day trip, outing)

We had a lovely day out at the seaside.
Περάσαμε μια ωραία μέρα στη θάλασσα.

κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ

verbal expression (point in different direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police were directing traffic away from the street where they were repairing the gas leak.

απομακρύνω κπ δια της βίας

(force [sb] to leave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A police officer was dragging one of the protesters away.
Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές.

αποστραγγίζω

(filter off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dug a ditch to drain away the water that was flooding the lawn.

απομακρύνομαι, φεύγω

(trickle off, be filtered off) (πολύ αργά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The washbasin is blocked; the water only drains away very slowly.

απομακρύνομαι από κτ/κπ

verbal expression (retreat from [sth], [sb])

διώχνω

verbal expression (cause to leave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What drew you away from your hometown?

απωθώ, διώχνω

(repel, force to leave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She drove him away with her constant nagging.
Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της.

χάνομαι, σβήνω

(figurative (gradually disappear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του away στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του away

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.