Τι σημαίνει το avance στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avance στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avance στο ισπανικά.
Η λέξη avance στο ισπανικά σημαίνει προέλαση, εκ των προτέρων, πρόοδος, εξέλιξη, φλερτ, σημαντική πρόοδος, πρόοδος, εξέλιξη, απόσπασμα ταινίας, κινηματογραφικό τρέιλερ, τίζερ, κίνηση προς τα εμπρός, βήματα, παρουσίαση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πορεία, πέσιμο, εισβολή, επιδρομή, ανήθικη πρόταση, τρέιλερ, ιδέα, εικόνα, γεύση, επίθεση, φλερτ, εξέλιξη, πέρασμα, πρόοδος, προχωρώ, προχωρώ, προχωράω, προχωρώ, προοδεύω, κάνω πρόοδο, προχωρώ, προχωρώ, προχωρώ, προοδεύω, κινούμαι, προχωράω, προχωράω, κινούμαι, προοδεύω, προχωράω, οδηγώ προς τα εμπρός, προχωρώ, προοδεύω, πηγαίνω πρίμα, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, προχωράω, προχωρώ, παίζω, -, εξελίσσομαι, προχωράω αργά, μορφώνομαι, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, ξεκινάω, ξεκινώ, βιάζομαι, προχωράω, προχωρώ, μπροστά, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, -, προχωρώ με μεγάλα άλματα, φλερτάρω, σημειώνω πρόοδο, τίτλοι ειδήσεων, ρυθμός προόδου, κάνω ένα σημαντικό βήμα, διαφήμιση, φιλοξενώ την αβάν πρεμιέρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avance
προέλασηnombre masculino (προώθηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No puede frenarse el avance de las abejas asesinas en todo el país. Η προέλαση των μελισσών-δολοφόνων σε όλη τη χώρα δεν μπορεί να εμποδιστεί. |
εκ των προτέρων
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Tengo un avance del periódico de mañana. |
πρόοδος, εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El avance de la democracia es lento. |
φλερτ(coqueteo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Linda dejó en claro que los avances de Don no eran bienvenidos. |
σημαντική πρόοδος
El terapeuta de Evan dice que ha hecho un avance en su terapia. Ο ψυχίατρος του Έβαν του είπε ότι έχει κάνει σημαντική πρόοδο με αυτή τη θεραπεία. |
πρόοδος, εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El avance reciente en el tratamiento contra el cáncer será beneficioso para miles de pacientes. |
απόσπασμα ταινίαςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estoy viendo uno de esos programas de televisión que tienen muchos avances de películas viejas. |
κινηματογραφικό τρέιλερ
Mostraron varios avances antes de la película principal. |
τίζερ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) En YouTube vi un avance de la última película de Harry Potter. |
κίνηση προς τα εμπρός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con este viento no estamos haciendo ningún avance. |
βήματα(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Las negociaciones con el enemigo han logrado avances hacia la paz. |
παρουσίαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nombre masculino |
πορεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El avance se hizo difícil por unos desprendimientos de piedra. Η πορεία μας εμποδίστηκε από αρκετές κατολισθήσεις. |
πέσιμοnombre masculino (figurado, sexual) (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Larry interpretó el guiño de María como un avance. |
εισβολή, επιδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανήθικη πρόταση
Natalie sintió asco cuando su jefe empezó a hacerle proposiciones. Η Νάταλι αηδίασε όταν το αφεντικό της άρχισε να της κάνει ανήθικες προτάσεις. |
τρέιλερ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ιδέα, εικόνα, γεύση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A los alumnos de último año se les invita a pasar un día en la universidad para que tengan un anticipo de la vida como estudiante de nivel A. |
επίθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ofensiva del ejército en territorio enemigo fue un éxito. |
φλερτ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A Becky no le interesaba Tom y pretendió no haber notado sus insinuaciones. Η Μπέκυ δεν ενδιαφερόταν για τον Τομ και έκανε πως δεν αντιλήφθηκε καν το φλερτ του. |
εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La marcha de la tecnología es imparable. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτά είναι τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας. |
πέρασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Greta está sentada fuera del café, viendo el paso de la gente por la calle. |
πρόοδος(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προχωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En la partida de ajedrez, él avanzó su peón dos escaques. Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις. |
προχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El ejército invasor estaba avanzando. |
προχωράω, προχωρώverbo intransitivo (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es difícil avanzar cuando tienes el viento en contra. |
προοδεύω, κάνω πρόοδοverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El tráfico se mueve pero avanzamos muy lento a causa del hielo. |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Poné el auto en primera así podés avanzar. Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El tren avanzaba a gran velocidad. Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα. |
προχωρώ, προοδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El ejercito de Aníbal avanzó en su marcha hacia los Alpes. |
κινούμαι, προχωράωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los manifestantes avanzaron hacia la línea policial. Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς. |
προχωράωverbo transitivo (πηγαίνω μπροστά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El proyecto avanza según lo previsto. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μόνο αν διαβάζεις τα μαθήματά σου θα προοδεύσεις στη ζωή σου, μου έλεγε η μητέρα μου. |
κινούμαιverbo intransitivo (για τραίνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προοδεύω, προχωράω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ahora que tengo las piezas necesarias puedo avanzar con el proyecto. Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου. |
οδηγώ προς τα εμπρόςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En vez de hacer marcha atrás, avanzó y se estrelló contra un árbol. |
προχωρώ, προοδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parece que no puedo avanzar en mi carrera. Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου. |
πηγαίνω πρίμαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά
|
προχωράω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El jinete agitó las riendas como señal para que el caballo avance. Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avanzó la pieza cuatro casillas. Είναι σειρά σου να παίξεις. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) No puedo ir contigo el fin de semana, pero no dejes que eso te detenga, ve tú. Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε. |
εξελίσσομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nadie sabe cómo se desarrollará este pequeño drama. Κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί αυτό το μικρό δράμα. |
προχωράω αργά(sin prisa y sin pausa) El tren circuló por la estación. El tráfico era denso y los autos apenas circulaban. |
μορφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Paul lee revistas científicas en un intento de mejorar. |
πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά(γίνομαι επιτυχημένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para salir adelante en el mundo de los negocios, debes ser asertivo. Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El ejército se puso en marcha y luchó contra los romanos. |
βιάζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muévanse chicos, que ustedes no deberían estar aquí. |
προχωράω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El carro se movió lentamente hacia adelante. Το αυτοκίνητο προχώρησε αργά προς τα εμπρός. |
καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mi padre trabajó en una fábrica, pero yo quiero mejorar y conseguir un trabajo de oficina. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Seguimos adelante con el proyecto después de que el jefe nos diera el sí. Προχωρήσαμε με το πρότζεκτ αφού το αφεντικό είπε το ναι. |
προχωρώ με μεγάλα άλματα(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El nuevo empleado dio un salto hacia la posición de gerencia en solo dos semanas. |
φλερτάρω(ES, coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σημειώνω πρόοδο
|
τίτλοι ειδήσεων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρυθμός προόδου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κάνω ένα σημαντικό βήμαlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luego de años de estudio hicieron un avance importante en la investigación sobre el cáncer. |
διαφήμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Han estado mostrando un avance tentador del episodio de mañana. Έδειχναν ένα προκλητικό απόσπασμα για το αυριανό επεισόδιο. |
φιλοξενώ την αβάν πρεμιέρlocución verbal (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El cine local está presentando esta noche un avance de la última película de George Clooney. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avance στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του avance
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.