Τι σημαίνει το mener στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mener στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mener στο Γαλλικά.
Η λέξη mener στο Γαλλικά σημαίνει προηγούμαι, ζω, εκτελώ, ηγούμαι, προηγούμαι, προηγούμαι, που προηγείται, διενεργώ, διεξάγω, -, ηγούμαι, οδηγώ, χαρίζω, διοικώ, διευθύνω, διεξάγω, συνοδεύω, ζω, κάνω, ακολουθώ, κάνω, συνοδεύω, φέρνω σε πέρας, οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, ακολουθώ, προχωράω σε κτ, που τον κοροϊδεύουν, που τον εξαπατούν, παίζω τα χαρτιά μου, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, κάνω κουμάντο, διεξάγω ανάκριση, ξεγελάω, κοροϊδεύω, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρηση, πιάνω κπ κορόϊδο, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, παραπλανούμαι, εξαπατούμαι, κάνω μια καμπάνια, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος, παίζω κπ, ελέγχω, σέρνω από τη μύτη, φέρνω κτ εις πέρας, διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία, συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία, κακομαθαίνω τον εαυτό μου, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, εισάγω, διατάζω, παραπλανώ, κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιου, διατάζω, προχωρώ, υποκινώ πόλεμο, ολοκληρώνω, τελειώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση, κάνω σφυγμομέτρηση, καταπιάνομαι με κτ, έχω κπ στο περίμενε, υποστηρίζω, παραπλανώ, ξεγελάω, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, οδηγώ σε κτ, οδηγώ, κοροϊδεύω, μεγαλοπρεπώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mener
προηγούμαιverbe transitif (une course) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le coureur allemand mène actuellement la course. Αυτή τη στιγμή προηγείται ο γερμανός ποδηλάτης. |
ζωverbe transitif (une vie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon grand-père a mené (or: a vécu) une vie dure. Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή. |
εκτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ηγούμαιverbe transitif (une enquête,...) (διευθύνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'inspecteur en chef dirige (or: mène) l'enquête. Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας. |
προηγούμαι(είμαι μπροστά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le coureur a une avance de trente mètres. Ο δρομέας προηγείται κατά τριάντα μέτρα. |
προηγούμαιverbe transitif (avoir une avance sur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il devançait (or: menait) l'autre joueur de 30 mètres. Προηγούταν του άλλου δρομέα κατά 30 μέτρα. |
που προηγείταιverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Avec treize points d'avance sur les Ours détestés, ce sont les Loups qui mènent actuellement. |
διενεργώ, διεξάγωverbe transitif (une enquête, expérience) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le site Internet a mené un sondage auprès des propriétaires de voitures. Η ιστοσελίδα διεξήγαγε δημοσκόπηση για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων. |
-verbe intransitif (Sports) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'équipe mène un-zéro contre son adversaire. Η ομάδα προηγείται του αντιπάλου με ένα - μηδέν. |
ηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Logan fut désigné pour mener le nouveau projet au sein du département marketing. |
οδηγώverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le milieu de terrain a mené (or: propulsé) l'équipe de football vers la victoire. Ο μέσος οδήγησε την ποδοσφαιρική ομάδα στη νίκη. |
χαρίζωverbe transitif (vers la victoire,...) (τη νίκη σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur vedette a mené (or: porté) son équipe vers la victoire. Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη. |
διοικώ, διευθύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est Helen qui gère vraiment le bureau. |
διεξάγω(la guerre, campagne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce journal essaie de nuire à la réputation de cette célébrité en faisant une campagne de publicité négative. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζω, κάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De nombreux moines vivent (or: mènent) une vie de spartiate. Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή. |
ακολουθώ, κάνωverbe transitif (τρόπος ζωής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vit (or: mène) une vie morale, à l'image de ses paroles. Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assistant a conduit (or: mené) le visiteur au bureau du patron. |
φέρνω σε πέραςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οδηγώ(μεταφορικά: σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les retards répétés de l'employé ont mené à son renvoi. |
οδηγώ(κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Menez-les à un accord en utilisant des arguments logiques. Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα. |
οδηγώverbe transitif (κπ στο να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'intérêt que Jennifer porte aux animaux l'ont menée (or: amenée) à devenir vétérinaire. Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος. |
ακολουθώ(σχέδιο, πρόγραμμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mairie va exécuter (or: mener à bien) ses projets d'élargissement de la route. |
προχωράω σε κτ
|
που τον κοροϊδεύουν, που τον εξαπατούνverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a dit qu'elle lui rembourserait l'argent qu'elle lui a emprunté mais il s'est fait mener en bateau. |
παίζω τα χαρτιά μου(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) S'il mène bien sa barque, il pourrait aller à New York. Αν το παίξει σωστά, μπορεί να καταφέρει να πάει στη Νέα Υόρκη. |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est incapable de mener un projet à son terme. |
κάνω κουμάντο(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le pasteur peut penser qu'il mène le jeu, mais l'organiste est vraiment celui qui mène l'office. |
διεξάγω ανάκρισηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεγελάω, κοροϊδεύωverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne savais pas qu'il ne faisait que me mener en bateau. |
ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτωlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les vedettes du rock sont connues pour mener une vie désordonnée et mourir jeunes. |
ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλειαlocution verbale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Depuis qu'il a gagné à la loterie, il mène la grande vie (or: il mène grand train). |
κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rupert a mené une enquête d'opinion mais n'a reçu aucun soutien pour sa suggestion. |
πιάνω κπ κορόϊδο(figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il a découvert que son portefeuille avait disparu, il a réalisé qu'elle l'avait mené en bateau. |
διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνωverbe transitif (terminer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle est pleine de bonnes intentions, mais elle ne mène jamais rien à terme. |
παραπλανούμαι, εξαπατούμαιverbe pronominal (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'avais donné des milliers de livres sterling quand je me suis rendu compte que je m'étais fait mener en bateau (or: avoir). |
κάνω μια καμπάνιαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευναlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόποςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο αγώνας του συνδικάτου είναι άδικος κόπος. Η διοίκηση θα αναθέσει τη δουλειά τους σε εξωτερικούς συνεργάτες. |
παίζω κπverbe transitif (figuré) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελέγχω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνω από τη μύτηlocution verbale (μεταφορικά) |
φέρνω κτ εις πέρας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία(πολιτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'homme politique mena une campagne acharnée lors des sénatoriales. Ο πολιτικός διεξήγαγε σκληρή καμπάνια για τη θέση του γερουσιαστή. |
συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κακομαθαίνω τον εαυτό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοκληρώνω, φέρνω εις πέραςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est très bon pour démarrer les choses mais il n'arrive jamais à mener à bien ce qu'il entreprend. Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας). |
ολοκληρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εισάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrête de me mener à la baguette, tu n'es pas mon patron. |
παραπλανώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιου(très familier, vulgaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère que Kieran ne se fout pas de la gueule de Fiona comme avec son ex. |
διατάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon directeur aime nous donner des ordres. Στο διευθυντή μου αρέσει να δίνει διαταγές σε όλους. |
προχωρώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve a une idée géniale d'entreprise ; il doit juste trouver des investisseurs pour la mener à bien. |
υποκινώ πόλεμοverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτελώ(une action, une tâche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous ne pouvez réaliser les activités demandées, trouvez quelqu'un qui le peut. Δεν μπορώ να κάνω αυτά που που απαιτούνται, βρες κάποιον που να μπορεί. |
πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση, κάνω σφυγμομέτρηση(officiellement, auprès de personnes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le journal a mené une enquête auprès de 50 000 personnes pour récolter leurs avis sur des problèmes actuels. Η εφημερίδα έκανε σφυγμομέτρηση σε 50.000 άτομα για να μάθει τη γνώμη τους για σύγχρονα ζητήματα. Ο Μπεν πήρε γνώμες από την παρέα για να δει που ήθελαν να πάνε για μεσημεριανό. |
καταπιάνομαι με κτ(κάνω την αρχή) Tu ne devrais pas te mettre à réparer la table qui est cassée ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ήρθε ο καιρός να καταπιαστείς μ' εκείνο το σπασμένο τραπέζι; Πως θα τα καταφέρω να βάψω το ταβάνι όταν δεν έχω σκάλα; |
έχω κπ στο περίμενε(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John fait marcher Janet depuis trois ans, mais il ne veut pas l'épouser. |
υποστηρίζω(μεταφορικά: ρούχα, στυλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ. |
παραπλανώ, ξεγελάω(figuré) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai cru qu'il m'aimait mais il me faisait juste marcher. Νόμιζα πως μ' αγάπησε, αλλά εκείνος απλά με κορόιδευε. |
ολοκληρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce ne sera pas facile, mais nous allons mener à bien ce projet. Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώ σε κτ(μεταφορικά) |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα. |
κοροϊδεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne t'avise pas de me mener en bateau. Je le saurai tout de suite. Μην προσπαθήσεις να με κοροϊδέψεις! Θα το καταλάβω αμέσως. |
μεγαλοπρεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mener στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mener
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.