Τι σημαίνει το accord στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης accord στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accord στο Γαλλικά.
Η λέξη accord στο Γαλλικά σημαίνει συμφωνία, συγχορδία, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνία, αρμονία, συμφωνία, συμφωνία, συμφωνία, συμφωνία, προσχώρηση, συναίνεση, συγκατάθεση, συμφωνία, όλα εντάξει, συμφωνία, συμφωνία, OK, O.K., οκέι, συμφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση, συνθήκη, συμφωνία, συναίνεση, συγκατάθεση, συμφωνία, αρμονία, συγχορδιακός, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, σύμφωνος, συναινών, εντάξει, εγκρίνω, σε συμφωνία, σεβόμενος, πολύ καλά, συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συμφωνώ με κτ, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, δίνω το OK, λέω OK, συμπάθεια, σε αρμονία, εγκεκριμένος από κοινού, από κοινού εγγεκριμένος, με κοινή αποδοχή, με άδεια, με έγκριση, με την άδεια σου, σε αρμονία με, τηρώντας, συμφωνώ, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, συμφωνία στην θεωρία, δεσμευτική συμφωνία, συλλογική σύμβαση εργασίας, εργασιακή συλλογική σύμβαση, γενική συναίνεση, συμφωνία κυρίων, άτυπη/ανεπίσημη συμφωνία, διακστικός συμβιβασμός, κοινή συμφωνία,αποδοχή, απόλυτη συμφωνία, εμπορική συμφωνία, προφορική συμφωνία, κοινή συμφωνία, συμφωνία, γραμματική συμφωνία, σιωπηρή συναίνεση, σιωπηρή συγκατάθεση, μη δεσμευτική συμφωνία, συμφωνία περί ποσοστώσεων, σύμφωνο αποδέσμευσης, συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών, συνδυασμός κρασιού και φαγητού, αδυναμία συμφωνίας, σε συμφωνία με, σύμφωνα με εντολές/οδηγίες, σε συμφωνία με, συμφωνώ, συμφωνώ, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, διαφωνώ με, διαφωνώ με κτ/κπ, έχω συμφωνηθεί, ασυνεπής με κτ, ασύμβατος με κτ, παίρνω έγκριση, καταλήγω σε συμφωνία, χρυσώνω το χάπι, έχω την ίδια άποψη, καταλήγω σε συμφωνία, συμφωνώ, συμφωνώ, διαφωνώ, εγκρίνω, συμφωνώ απόλυτα, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης accord
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγχορδίαnom masculin (musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un accord en sol majeur est le plus facile à faire à la guitare. Η συγχορδία Σολ μείζονα είναι η ευκολότερη που μπορεί να παιχτεί σε κιθάρα. |
συμφωνία, σύμβαση(traité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'accord sur le contrôle des armes a été ratifié il y a trente ans. Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών πραγματοποιήθηκαν πριν από τριάντα χρόνια. |
συμφωνία(Grammaire : nom, adjectif) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) N'oubliez pas de faire l'accord entre l'adjectif et le nom. |
αρμονία(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux pays vivaient en harmonie avant que la guerre commence. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux partis ont passé un accord. Οι δύο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après des heures de discussion, nous sommes finalement parvenus à un accord. Μετά από ώρες συζητήσεων, καταλήξαμε τελικά σε συμβιβασμό. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux nations signèrent un accord visant à mettre fin aux hostilités. Τα δύο έθνη υπέγραψαν σύμφωνο που θα έθετε τέρμα στις εχθροπραξίες. |
προσχώρησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Leur accord dans le cadre du traité a eu lieu seulement après des mois de discussions. |
συναίνεση, συγκατάθεσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'accord des parties a rendu l'affaire officielle. Η συναίνεση των πολιτικών κομμάτων επισημοποίησε τη συμφωνία. |
συμφωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όλα εντάξειnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La campagne est prête. Elle sera lancée dès que le client aura donné son accord. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux nations ont trouvé un accord concernant le transport du pétrole. Τα δύο κράτη ήρθαν σε συφωνία όσον αφορά τη μεταφορά πετρελαίου. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux parties ont conclu un accord et signé le contrat. Οι δυο πλευρές έφτασαν σε συμβιβασμό και υπέγραψαν το συμβόλαιο. |
OK, O.K., οκέι(assentiment) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'accord du patron n'est toujours pas arrivé. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux hommes ont passé un accord concernant le cessez-le-feu. Οι δύο κύριοι έχουν κάνει συμφωνία να σταματήσουν τους τσακωμούς. |
συγκατάθεση, συναίνεση(συμφωνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous supposerons que votre silence signifie votre accord (or: assentiment). Θα υποθέσουμε πως η σιωπή σου δηλώνει τη συγκατάθεσή σου. |
συνθήκη, συμφωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συναίνεση, συγκατάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) James a demandé le consentement du père de Sophie avant de faire sa demande en mariage. Ο Τζέιμς ζήτησε τη συγκατάθεση του πατέρα της Σόφι πριν της κάνει πρόταση γάμου. |
συμφωνία(soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρμονία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγχορδιακόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψηςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ça m'a fait plaisir qu'on soit d'accord sur le sujet. |
σύμφωνος, συναινώνlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les deux parties sont maintenant d'accord et la grève peut s'arrêter. |
εντάξειinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) D'accord, allons au pub. Εντάξει, ας πάμε στην παμπ. |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chef a soutenu le projet de Karen visant à faire gagner le bureau en efficacité. Το αφεντικό ενέκρινε το σχέδιο της Κάρεν να κάνει τη δουλειά στο γραφείο πιο αποτελεσματική. |
σε συμφωνίαlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puisque nous sommes d'accord, la motion est adoptée. |
σεβόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
πολύ καλάadverbe D'accord, tu peux sortir ce soir, mais tu dois rentrer avant minuit. Πολύ καλά λοιπόν, μπορείς να βγεις απόψε, αλλά πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα. |
συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a dit qu'elle n'avait jamais consenti à se marier avec l'homme. Είπε πως δε συμφώνησε (or: συγκατατέθηκε) ποτέ να παντρευτεί τον άντρα αυτόν. |
συμφωνώ με κτ(une cause) Davantage de gens ont commencé à soutenir la cause des grévistes. |
εντάξει, καλά, σύμφωνοιadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vais au magasin. D'accord ? Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει; |
δίνω το OK, λέω OK(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le patron a-t-il déjà approuvé le projet ? Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση; |
συμπάθεια(θετική στάση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Malgré la position officielle du parti, le politicien éprouvait une certaine sympathie pour la cause des rebelles. |
σε αρμονία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκεκριμένος από κοινού, από κοινού εγγεκριμένοςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με κοινή αποδοχήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με άδεια, με έγκρισηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'aimerais modifier un peu notre projet, avec votre accord bien sûr. |
με την άδεια σουlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε αρμονία με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rachel a toujours pris soin de rester en phase avec ses collègues. |
τηρώντας
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Conformément à la tradition, les membres de la famille portaient des vêtements noirs. Τηρώντας την παράδοση, τα μέλη της οικογένειας ντύθηκαν στα μαύρα. |
συμφωνώinterjection (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Je suis d'accord", dit Tom, "Tu as raison". «Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!» |
κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή(άποψη των περισσότερων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμφωνία στην θεωρίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεσμευτική συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συλλογική σύμβαση εργασίας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργασιακή συλλογική σύμβαση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τα μέλη του συνδικάτου ψήφισαν να προχωρήσουν σε απεργία επειδή ο εργοδότης τους αρνείται να συμμορφωθεί με την εργασιακή συλλογική σύμβαση που υπέγραψαν τον προηγούμενο μήνα. |
γενική συναίνεσηnom masculin |
συμφωνία κυρίων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άτυπη/ανεπίσημη συμφωνίαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακστικός συμβιβασμόςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ouvrier accidenté retira sa plainte après avoir signé un accord juridique avec son ancien employeur. |
κοινή συμφωνία,αποδοχήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le litige a été réglé hors cour par un accord amiable. |
απόλυτη συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons pris la décision avec l'accord complet du directeur. |
εμπορική συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προφορική συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή συμφωνίαnom masculin |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμματική συμφωνίαnom masculin |
σιωπηρή συναίνεση, σιωπηρή συγκατάθεσηnom masculin Il existe entre les différents partis un accord tacite de ne pas discuter de ce sujet difficile avant les prochaines élections. |
μη δεσμευτική συμφωνία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμφωνία περί ποσοστώσεωνnom masculin (αλιεία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύμφωνο αποδέσμευσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιώνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνδυασμός κρασιού και φαγητούnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδυναμία συμφωνίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σε συμφωνία με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis d'accord avec John sur la plupart des sujets. |
σύμφωνα με εντολές/οδηγίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En accord avec ses vœux, la maison a été vendue et le produit donné à des œuvres de bienfaisance. |
σε συμφωνία με
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je suis entièrement d'accord avec toi à ce sujet. |
συμφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμφωνώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce fut une lutte longue et difficile, mais nous sommes finalement parvenus à un accord. Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας. |
συμβιβάζομαι, αποδέχομαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les avocats devraient négocier jusqu'à ce qu'ils arrivent à un accord sur le sujet. Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος. |
διαφωνώ με
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne suis pas d'accord avec ta réponse. Διαφωνώ με την απάντησή σου. |
διαφωνώ με κτ/κπ
|
έχω συμφωνηθείlocution verbale |
ασυνεπής με κτ, ασύμβατος με κτlocution verbale |
παίρνω έγκριση
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Quand j'ai obtenu l'accord de mon patron, j'ai commencé à préparer le lancement du nouveau produit. |
καταλήγω σε συμφωνίαverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρυσώνω το χάπι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω την ίδια άποψηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous ne sommes pas toujours d'accord. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
καταλήγω σε συμφωνία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je pense que nous devrions partir. Tu es d'accord ? Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς; |
συμφωνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chirurgien était d'accord avec l'infirmière au niveau de son diagnostic. |
διαφωνώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même s'ils ne sont pas souvent d'accord, ils sont heureux tous les deux. Αν και το ζευγάρι διαφωνεί συχνά, είναι ευτυχισμένοι μαζί. |
εγκρίνωlocution verbale (κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Même si les parents d'Isabelle savent qu'elle veut sortir avec Elmer, ils ne sont pas d'accord. Αν και οι γονείς της Ιζαμπέλ γνωρίζουν πως θέλει να βγει με τον Έλμερ, δεν το εγκρίνουν. |
συμφωνώ απόλυταlocution verbale |
είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis prêt à finir le rapport moi-même, mais il faut me laisser plus de temps. Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accord στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του accord
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.