What does θέλετε in Greek mean?

What is the meaning of the word θέλετε in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use θέλετε in Greek.

The word θέλετε in Greek means want, είμαι ερωτευμένος με κπ, θέλω, ποθώ, θέλω, θέλω, επιθυμώ, θέλω, θέλω, επιθυμώ, θέλω, θέλω, επιθυμώ, θέλω, πρέπει να κάνω κτ, θέλω, θέλω, προτιμώ, θέλω, χρειάζομαι, θέλω, θέλω, επιθυμώ, θέλω, θέλω, θέλω, θέλω, θέλω, ποθώ, θέλω, θέλω να εκδικηθώ κάποιον, ανυπομονώ, τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω, αλλιώς, αλλαγή, το καλό που σου θέλω, λαχταράω, παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω, μονοπωλώ, σε θέλω, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, θέλω πολύ, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, λαχταρώ, ποθώ, εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου, ανεπιθύμητος, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, το καλό που σου θέλω, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, τέλεια, υπέροχα, άψογα, θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ, θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω, θέλω πολύ, ακούσια, θέλω κτ πολύ για να γίνει, ασφαλώς, βεβαίως. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word θέλετε

want

είμαι ερωτευμένος με κπ

(be attracted to: sb)

Wendy had a crush on a boy in her class.

θέλω, ποθώ

(desire sexually)

Don Juan lusted after every woman he saw.

θέλω

(desire: sth)

Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα.
I really want a slice of cake, but I'm supposed to be on a diet.

θέλω

(informal (want to)

επιθυμώ, θέλω

(desire, long to have)

Πάντα επιθυμούσα (or: ήθελα) μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά μου.
I've always wished for a better life for my family.

θέλω, επιθυμώ

(have a desire to)

Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο!
If you want to come, get in the car!

θέλω

(intend) (να κάνω κάτι)

Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.
I'm sorry. I never meant to hurt you.

θέλω

(would like: to do sth) (να κάνω κάτι)

Θέλω να γίνω γιατρός όταν μεγαλώσω.
I want to be a doctor when I grow up.

επιθυμώ, θέλω

(want)

Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια καινούρια γλώσσα.
If you desire it enough, you can learn a new language.

πρέπει να κάνω κτ

(scheduled to undergo sth)

Το αμάξι θέλει αλλαγή λαδιών.
The car is due to get its oil changed.

θέλω

(intend)

Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση).
Did I just step on your foot? Sorry. I didn't mean to.

θέλω, προτιμώ

(desire, prefer)

Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.
You can do what you like till I get home, then we are cleaning the house.

θέλω

(require, demand sth)

Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή!
As your employer, I expect perfection; this work isn't good enough!

χρειάζομαι

(informal (require)

Αυτές οι μαξιλαροθήκες θέλουν πλύσιμο.
These pillowcases need washing.

θέλω

(UK, informal (like, want)

Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα;
Do you fancy a round of golf this afternoon?

θέλω

(UK, informal (like, want) (να κάνω κάτι τώρα)

Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ.
I fancy going out for a meal this evening.

επιθυμώ

(formal (will, desire)

Τι θα θέλατε κύριε;
What is your pleasure, sir?

θέλω

(be inclined) (να κάνω κάτι)

Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα.
I don't really care to play golf today.

θέλω

(request the presence of)

Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε.
I want you here by nine o'clock tonight.

θέλω

(require, would like: sth)

Hello. I want film for my camera, please.

θέλω

(literary (wish, want)

Do what you will! I'm leaving in five minutes.

θέλω

(bring willpower to bear on)

Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.
If the runner wills it enough, he could break the record.

ποθώ

(feel sexual longing for)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι η γυναίκα της ζωής μου και τη θέλω σαν τρελός.
He says he loves her, but really he desires her.

θέλω

(desire sexually)

I want you so badly; when can we be alone?

θέλω να εκδικηθώ κάποιον

(informal (want revenge)

She has been out to get me ever since she learned that I was dating her ex-boyfriend.

ανυπομονώ

(want, anticipate) (βιασύνη)

Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα.
I am eager for spring after being cooped up in the house all winter.

τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω

(eat until full)

Everybody ate their fill at the buffet lunch.

αλλιώς

(threat)

Το καλό που σου θέλω, γράψε καλές προτάσεις!
Write good sentences, or else!

αλλαγή

(US (store: replacement item)

Γεια, χρειάζομαι μια αλλαγή. Το μπλέντερ που μου πουλήσατε δε δουλεύει.
Hi, I have an exchange. The blender you sold me doesn't work.

το καλό που σου θέλω

(ought to)

Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν!
He had better do what he is told!

λαχταράω

(desire sth strongly)

παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω

(take what you wish)

Παιδιά, υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτά, βάλτε όσο θέλετε.
There's plenty to eat and drink, folks – just help yourselves.

μονοπωλώ

(figurative (monopolize)

Σταμάτα να κάνεις κατάληψη στον υπολογιστή αλλιώς θα πω στη μαμά τι κάνεις στο ίντερνετ!
Quit hogging the computer or I'm going to tell mom what you've been doing online!

σε θέλω

(informal (I am sexually attracted to you)

I want you. Let's leave this party and go back to my place.

σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω

(intending to buy)

If you're in the market for a new laptop, here are our top five recommendations.

θέλω πολύ

(esp UK (eager to do sth) (να κάνω κάτι)

Ανυπομονεί να έρθει να σε δει. Ανυπομονώ να ξεκινήσω να δουλεύω το πρότζεκτ.
He's really keen to come and see you. I am really keen to start working on this project.

σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ

(informal (intend, seek)

Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή.
I'm not looking to buy a set of encyclopedias right now.

λαχταρώ, ποθώ

(figurative (want)

Tania is lusting after a new smartphone.

εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου

(give opinion)

Dale was struggling to make his point during the debate.

ανεπιθύμητος

(informal, pejorative, acronym (Not In My Back Yard)

A group of nimbies had gathered to protest against the proposed wind turbines in their village.

δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με

(avoid contact with)

Since she stole my earings, I do not have anything to do with her anymore. I'll not have anything to do with my ex-wife's new husband.

το καλό που σου θέλω

(informal (expressing a threat)

Το καλό που σου θέλω, θα κάνεις αυτό που λέω!
You will do as I say, or else!

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(God forbid)

Beryl could become my new boss; perish the thought!

τέλεια, υπέροχα, άψογα

(US, ironic (ironic: grand!) (ειρωνικό)

Oh, pretty! She spilled her breakfast all over the floor.

θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ

(ask personal questions)

Η Γουέντυ μισούσε τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα της πάντα έχωνε τη μύτη της στην ερωτική της ζωή. Είναι αγενές να χώνεις τη μύτη σου στις ξένες υποθέσεις.
Wendy hated the way her mother was always prying into her love life. It's rude to pry into others' business.

θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω

(try to attain)

Η Μέλανι θέλει να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική.
Melanie is pursuing a career in medicine.

θέλω πολύ

(desire greatly, long for)

She had set her heart on a trip to Japan. The little boy had his heart set on getting a puppy for Christmas.

ακούσια

(without intention)

The doctor who prescribed the painkiller was unwittingly supporting Mary's addiction.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

(make happen by wishing)

It doesn't just happen. You need to will it to happen.

ασφαλώς, βεβαίως

(slang (emphatic yes)

"Do you want to come with me?" "You betcha!"

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of θέλετε in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.