What does μπορώ να in Greek mean?
What is the meaning of the word μπορώ να in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use μπορώ να in Greek.
The word μπορώ να in Greek means μπορώ να, πρόσβαση, χωράω, χωρώ, μπορώ να βοηθήσω, το να μου κόβεται η αναπνοή, το να μην μπορώ να ανασάνω, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, Μπορώ να σας βοηθήσω;, μπορώ να ανεχτώ, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, συγκρίνομαι με κτ/κπ, διαθέσιμος, αδυνατώ να αποπληρώσω κτ, αδυνατώ να ξεπληρώσω κτ, αξιόπιστος, που μπορεί να στεγνώσει στην απλώστρα, προετοιμασμένος για να κάνω κτ, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, απίστευτος, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, δεν έχω αποδείξεις, δεν ανέχομαι, δεν έχω στοιχεία εναντίον, μπορώ να προσφύγω σε κτ, μπορώ να χρησιμοποιήσω, Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;, δεν κρατιέμαι, που μπορεί να φωτιστεί, που μπορεί να φωταγωγηθεί, τέλος, δεν μπορώ να κοιμηθώ, διαχειρίσιμος, είμαι περήφανος για κτ, είμαι περήφανος που κάνω κτ, πάω πάσο, αν και μπορώ να συνεχίσω το παιχνίδι, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, χρήματα που μπορώ να ξοδέψω, είμαι σε θέση να κάνω κτ, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, μη θανατηφόρος, επιτρέπεται να κάνω κτ, δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ, σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιών, αξιόπιστος, προσπάθεια, δεν μπορώ να κάνω κτ, με τον οποίο δεν μπορώ να επικοινωνήσω, τον οποίο δεν μπορώ να βρω, που δεν μπορεί να ειπωθεί, που δεν λέγεται, ατίθασος, ικανός να κάνω κτ, μπορώ να κάνω κτ, το μέγιστο των δυνατοτήτων μου, με δυνατότητα εμφάνισης, μπορώ να κάνω κτ. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word μπορώ να
μπορώ να(be legally subject to sth) Κάθε οδηγό που θα προκύπτει ότι έχει ανοιχτό δοχείο με αλκοόλ στο όχημά του θα μπορεί να συλληφθεί. Any driver found with an open container of alcohol in their car is liable to arrest. |
πρόσβαση(computers: permission) Ενημέρωσέ με εάν δεν έχεις πρόσβαση στο αρχείο για να αλλάξω τα δικαιώματά του. Let me know if you don't have access to that file, and I'll reset the permissions. |
χωράω, χωρώ(provide space) Η σκηνή μπορεί να φιλοξενήσει πέντε άτομα. The tent can accommodate five. |
μπορώ να βοηθήσω(formal (person: help) |
το να μου κόβεται η αναπνοή, το να μην μπορώ να ανασάνω(inability to breathe properly) |
δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι(feel impatient, excited) Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει. I can hardly wait for my birthday! This has been such a rotten day, I can hardly wait for it to be over. |
Μπορώ να σας βοηθήσω;(to a customer) Can I help you? asked the sales clerk. |
μπορώ να ανεχτώ(be able to tolerate) Ελπίζω αυτό ο θόρυβος να σταματήσει σύντομα. Δε νομίζω πως θα μπορέσω να τον ανεχτώ για πολύ ακόμη! I hope that noise stops soon - I don't think I can stand it much longer! |
δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να(find unavoidable) Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου. I cannot help but notice the enormous coffee stain on the front of your white blouse. |
συγκρίνομαι με κτ/κπ(be as good as) (συνήθως με άρνηση) Αυτό το φαγητό δεν συγκρίνεται με βραδυνό σε ένα καλό εστιατόριο. This food does not compare with dinner at a good restaurant. |
διαθέσιμος(able to be reached) (έχει χρόνο) |
αδυνατώ να αποπληρώσω κτ, αδυνατώ να ξεπληρώσω κτ(fail to repay) Το σπίτι της οικογένειας κατασχέθηκε όταν δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν το δάνειο. The family's house was repossessed when they defaulted on the mortgage. |
αξιόπιστος(person: reliable) Χρειαζόμαστε αξιόπιστους υπαλλήλους για να πετύχει η επιχείρησή μας. We need dependable employees for our business to succeed. |
που μπορεί να στεγνώσει στην απλώστρα(able to drip-dry) |
προετοιμασμένος για να κάνω κτ(figurative (capable of doing sth) I am not equipped to deal with this stress! |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτ(informal (have the opportunity) Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι. I get to go to Paris this summer. |
απίστευτος(not credible) (δύσκολα πιστευτός) Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε. It's hard to believe that this was once all open fields. |
δεν μπορώ να πω με σιγουριά(not easy to determine) It's hard to say who will win this year's World Cup. |
δεν έχω αποδείξεις(figurative (have no support for a claim, etc.) |
δεν ανέχομαι(figurative (not tolerate) James has no time for gossips. I have no time for children who won't do their homework. |
δεν έχω στοιχεία εναντίον(informal (have no evidence against) (με γενική) Οι αστυνομικοί δεν μπορούν να με συλλάβουν. Δεν έχουν στοιχεία εναντίον μου! The police can't arrest me. They've got nothing on me! |
μπορώ να προσφύγω σε κτ(access to sth for help) He doesn't have to worry about the police because he has recourse to his father's great wealth. |
μπορώ να χρησιμοποιήσω(be able to use) John is paraplegic; he doesn't have the use of his legs. |
Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;(what do you need?) Store clerks often ask customers, "How can I help you?" |
δεν κρατιέμαι(I am excited about sth) «Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!» "This time next week we'll be on holiday." "I can't wait!" |
που μπορεί να φωτιστεί, που μπορεί να φωταγωγηθεί(that can be illuminated) (κυρ: φως) |
τέλος(lastly) Last but not least, don't forget to ring me when you get there. Last but not least, I'd like to thank my husband for his support. |
δεν μπορώ να κοιμηθώ(sb: not sleep) Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ. I lay awake most of the night worrying. I miss you and sometimes lie awake at night thinking of you. |
διαχειρίσιμος(able to be managed) (κατάσταση) The kids are manageable if you don't give them too many sweets. |
είμαι περήφανος για κτ(be proud) She prides herself on her spotlessly clean house. |
είμαι περήφανος που κάνω κτ(be conscientious) I pride myself on staying fit and slim. |
πάω πάσο, αν και μπορώ να συνεχίσω το παιχνίδι(cards: fail to follow suit) (χαρτοπαίγνια) There are several penalties in this game if you have to revoke on a trick. |
βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω(try to find solution) The mechanic said he'd see what can be done to repair my car. |
χρήματα που μπορώ να ξοδέψω(cash to spend on luxuries) Έκανα οικονομίες και τώρα έχω χρήματα να ξοδέψω για ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. I saved up so I'd have spending money for a diamond ring. |
είμαι σε θέση να κάνω κτ(be in a position) The investor stood to make a fortune on the deal. |
δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου(informal, figurative (remain in your thoughts or memory) |
μη θανατηφόρος(that can be lived through) |
επιτρέπεται να κάνω κτ(do sth without permission) Μου επιτρέπεται να σας λέω Μάρτα; Δεν ήσουν εδώ όταν ήρθε ο σερβιτόρος και πήρα την πρωτοβουλία να παραγγείλω εγώ για σένα. May I take the liberty of calling you Marta? You weren't here when the waiter came so I took the liberty of ordering for you. |
δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ(extremely bad at sth) Heather couldn't bake a cake to save her life. |
σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιών(place for toe when climbing) Rock climbers wear very soft shoes so they can feel for toe holds. |
αξιόπιστος(can be trusted: sb) Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε. The business owner was lucky to have trustworthy employees to keep things running smoothly in his absence. |
προσπάθεια(informal (effort) Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις; Is that your best try? |
δεν μπορώ να κάνω κτ(be incapable of doing sth) Δεν μπορούσε να ανέβει το βουνό λόγω του άσθματός του. He was unable to climb the mountain because of his asthma. |
με τον οποίο δεν μπορώ να επικοινωνήσω, τον οποίο δεν μπορώ να βρω(person: cannot be contacted) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν δεν μπορέσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, αφήστε μήνυμα στη γυναίκα μου. |
που δεν μπορεί να ειπωθεί, που δεν λέγεται(too offensive to say) The politician's fans like the fact that she says things that others consider unsayable. |
ατίθασος(can't be brought under control) |
ικανός να κάνω κτ, μπορώ να κάνω κτ(informal (be capable of doing) Alice should apply for the manager's job; I think she is up to running the department. |
το μέγιστο των δυνατοτήτων μου(maximum effort) Οι γιατροί έκαναν μεγάλη προσπάθεια να σώσουν τον ασθενή, αλλά ακόμα και το μέγιστο των δυνατοτήτων τους δεν ήταν αρκετό. The doctors went to great efforts to save to the patient, but even their utmost wasn't enough. |
με δυνατότητα εμφάνισης(can be looked at) You can access all the viewable files via this link. |
μπορώ να κάνω κτ(may do sth) Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πλυντήριο μου αν έχεις άπλυτα ρούχα. You are welcome to use my washer if you have dirty clothes. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of μπορώ να in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.