What does μέσα σε in Greek mean?

What is the meaning of the word μέσα σε in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use μέσα σε in Greek.

The word μέσα σε in Greek means in, into, inside, μέσα σε, εν μέσω, μέσα σε, μέσα σε, μέσα σε, εντός, σε, μέσα σε, χάνομαι μέσα σε κτ, ασκός, φτιάχνω κτ χτιστό, καλυμμένος με κτ, σκεπασμένος με κτ, που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο, μπαίνω σε, μπαίνω σε, λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο, βουτάω κτ μέσα σε κτ, βουτώ κτ μέσα σε κτ, περνάω, παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο, κυκλωμένος, ορυκτό που εμπεριέχεται μέσα σε άλλο ορυκτό, πέφτω μέσα σε, βυθισμένος σε κτ, ανάμεσα σε κτ, μέσα σε κτ, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, περιβάλλομαι, περιτριγυρίζομαι, εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ, μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε ένα βράδυ, σε μια νύχτα, σε ένα βράδυ, στριμώχνομαι μέσα σε κτ, ξαναδιαλύομαι μέσα σε, ξαναδιαλύω μέσα σε, ψαχουλεύω, ψάχνω μέσα σε κτ, αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκο, σφραγίζω κτ μέσα σε κτ, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, κοιτώ μέσα σε, αυτός που είναι μέσα σε κτ, πιάτο με αυγό μαγειρεμένο μέσα σε ψωμί, μεγάλη μονοκατοικία μέσα σε πόλη, περπατώ μέσα σε κτ, ξέρω από κτ, κολυμπάω σε κτ, μέσα σε όλα, βάζω κτ μέσα σε κτ, δραστηριότητα κατά την οποία κπ κατεβαίνει έναν λόφο μέσα σε μια φουσκωτή μπάλα. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word μέσα σε

in, into, inside

μέσα σε

(inside)

Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο.
I left your book in the car.

εν μέσω

(literary (among) (λόγιος: με γενική)

Εν μέσω όλης της φασαρίας, η Έιμι έχασε την τσάντα της.
In midst all the commotion, Amy lost her purse.

μέσα σε

(informal (within, in sth)

Something was rattling inside of the box.

μέσα σε

(during, throughout)

Ξοδέψαμε ένα υπέρογκο ποσό για το αμάξι μέσα σε ένα χρόνο.
We spend a huge amount on the car over the course of a year.

μέσα σε

(in the interior of)

Έμεινε στο δωμάτιο για τρεις ώρες.
He stayed inside the room for three hours.

εντός

(time: within) (με γενική)

My order arrived by post inside of a week.

σε

(on: a ship or vehicle)

How many passengers were aboard the Titanic?

μέσα σε

(within)

Το παιδί ζωγράφιζε μέσα στο τετράγωνο.
The child was drawing inside the square.

χάνομαι μέσα σε κτ

(be integrated, assimilated)

The police lost sight of Tom when he was absorbed into the crowd.

ασκός

(container for liquids)

φτιάχνω κτ χτιστό

(make part of)

The carpenter built shelves into the wall.

καλυμμένος με κτ, σκεπασμένος με κτ

(covered)

Τα παπούτσια των αγοριών ήταν μες στις λάσπες.
The boys' shoes were caked with mud.

που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο

(nauseous from car travel)

μπαίνω σε

(informal (enter a vehicle) (όχημα)

μπαίνω σε

(enter: vehicle, etc.)

λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο

(US (battered sausage)

βουτάω κτ μέσα σε κτ, βουτώ κτ μέσα σε κτ

(immerse in liquid)

Η Ελίζαμπεθ βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα στο νερό για να αισθανθεί πόσο κρύο ήταν.
Elizabeth dipped her toes into the water to feel how cold it was.

περνάω

(go past in a vehicle)

Ray drove by in his truck.

παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο

(wind: force into a bay) (άνεμος)

κυκλωμένος

(within a circle)

The logo consists of an encircled triangle with the company's name underneath it.

ορυκτό που εμπεριέχεται μέσα σε άλλο ορυκτό

(mineral encased in another)

πέφτω μέσα σε

(descend and land in)

Το νεαρό κορίτσι διασώθηκε αρκετές μέρες αφότου έπεσε μέσα σε ένα ανοιχτό πηγάδι.
The young girl was rescued several days after she fell into an uncapped well.

βυθισμένος σε κτ

(submerged in liquid)

Leave the chicken immersed in the brine for one hour.

ανάμεσα σε κτ, μέσα σε κτ

(among)

In the middle of the skyscrapers stood one tiny house.

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

(informal (dive, leap)

He jumped in the pool and shrieked because the water was so cold.

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

(dive, leap)

Roy jumped into the river to save the drowning man.

περιβάλλομαι, περιτριγυρίζομαι

(often passive, figurative (wrap) (μεταφορικά: από κτ)

The child was lapped in luxury her whole life and is very naive.

εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή

(explosive device inside envelope)

κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ

(see inside sth)

Frank looked in the fridge to see if there was any milk.

συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ

(join, combine with)

Αυτά τα δύο ποτάμια ενώνονται μεταξύ τους σε ένα περίπου είκοσι μίλια από την ακτή.
These two rivers merge into each other to become one, about twenty miles from the coast.

μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε ένα βράδυ, σε μια νύχτα, σε ένα βράδυ

(figurative (suddenly) (μεταφορικά)

Όλα φαίνονταν να αλλάζουν εν μια νυκτί.
Everything seemed to change overnight.

στριμώχνομαι μέσα σε κτ

(crowd inside: a vehicle)

The seven of us piled into her little car and off we went.

ξαναδιαλύομαι μέσα σε

(be dissolved again)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξαναδιαλύεστε μέσα στο ζεστό νερό τη ζάχαρη ώστε να γίνει σιρόπι.

ξαναδιαλύω μέσα σε

(dissolve again)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λόγω της πικρής του γεύσης, αναγκάστηκα να ξαναδιαλύσω μέσα σε πορτοκαλάδα το φάρμακο για να το πιει η μικρή.

ψαχουλεύω

(rummage around)

Η Σάλι ψαχούλευε την τσάντα της ψάχνοντας τα κλειδιά της.
Sally was rifling in her bag, looking for her keys.

ψάχνω μέσα σε κτ

(rummage in)

Έψαξα τα χαρτιά μου αλλά δεν κατόρθωσα να βρω το έγγραφο που ήθελε το αφεντικό μου.
I rifled through my papers but couldn't find the document my boss wanted.

αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκο

(contest run with legs in cloth bag)

σφραγίζω κτ μέσα σε κτ

(close within tightly)

The nurse sealed the blood sample in a small plastic container.

ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε

(look or rummage among)

I searched through my luggage but couldn't find my passport.

κοιτώ μέσα σε

(look inside)

I could see into the house through the ground-floor window.

αυτός που είναι μέσα σε κτ

(informal (sb willing to accept or partake) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Τι λέτε να παίξουμε μπάλα; Είναι κανείς μέσα;
How about a game of soccer? Any takers?

πιάτο με αυγό μαγειρεμένο μέσα σε ψωμί

(US (egg cooked in bread)

μεγάλη μονοκατοικία μέσα σε πόλη

(large residence in a city)

Ο Τζορτζ ήταν αρκετά πλούσιος και μπορούσε να αγοράσει μια μονοκατοικία στο Μανχάταν.
George was rich enough to buy a town house in Manhattan.

περπατώ μέσα σε κτ

(walk heavily through: mud, etc.)

ξέρω από κτ

(slang (aware of, up-to-date on sth)

My sister is really up on the latest fashions.

κολυμπάω σε κτ

(figurative (wealth, possessions: have plenty) (μεταφορικά)

Ο ηλικιωμένος κύριος κολυμπούσε στο χρήμα.
The old man was wallowing in money.

μέσα σε όλα

(slang (in on the latest fads, ideas)

βάζω κτ μέσα σε κτ

(insert with difficulty)

Άνοιξε μια τρύπα στην βάση και μετά σταδιακά σπρώξε τη βέργα μέσα.
Drill a hole in the base and then gradually work the rod in the hole.

δραστηριότητα κατά την οποία κπ κατεβαίνει έναν λόφο μέσα σε μια φουσκωτή μπάλα

(rolling downhill inside a ball)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of μέσα σε in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.