What does μεγάλοι in Greek mean?

What is the meaning of the word μεγάλοι in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use μεγάλοι in Greek.

The word μεγάλοι in Greek means big, large, μακρύς, μεγάλος, μεγάλος, σημαντικός, τεράστιος, μεγάλος, έντονος, μακροσκελής, εκτενής, μεγάλος, μεγάλος, ενήλικας, πλήρης, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, σημαντικός, σοβαρός, μεγάλος, μεγάλος, φουσκωμένος, παραφουσκωμένος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, σημαντικός, μεγάλος, μεγάλου μεγέθους, μεγάλος, μεγάλος, μεγαλύτερος, πρωτότοκος, μεγάλος, μεγάλος, μεγαλύτερος, φίλος, αδερφός, μεγάλος, μεγάλος, μεγαλώνω, μεγάλος, υψηλός, υψηλός, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, ευρύς, εκτεταμένος, μεγάλος, μεγάλος, πρεσβύτερος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word μεγάλοι

big, large

μακρύς

(great in extent, distance)

Ναι, είναι μακρύ το τραπέζι.
Yes, it is a long table.

μεγάλος

(large) (μέγεθος)

Η πόλη έχει ένα μεγάλο γήπεδο.
The city has a big stadium.

μεγάλος

(big)

Αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι.
They bought a large house.

σημαντικός, τεράστιος

(considerable)

Ο Μελβίλ είχε σημαντική επιρροή στα γραπτά του.
Melville was a major influence in his writing.

μεγάλος

(longer than normal)

Η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής πήρε μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα.
The TV show host had an extended interview with the author.

έντονος

(figurative (argument, discussion)

Ο Τζέρυ και η Φιόνα είχαν έναν έντονο καυγά για το ποιος έπρεπε να βγάλει τα σκουπίδια έξω.
Jerry and Fiona had a heated argument about who should take the trash out.

μακροσκελής, εκτενής

(long: article)

Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα.
Tom wrote a lengthy article about his work for a local newspaper.

μεγάλος

(larger than usual)

μεγάλος

(figurative (sandwich, tissues: large)

ενήλικας

(adult male)

His story was so sad, it could make grown men cry.

πλήρης

(unexpurgated book of definitions) (χωρίς περικοπές)

Unabridged English dictionaries are always very large.

μεγάλος

(larger than usual)

μεγάλος

(numerous) (αριθμός, πλήθος κλπ)

Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα.
There was a great crowd outside the door.

μεγάλος

(elderly) (σε ηλικία)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πατέρας της είναι πολύ γέρος.
She's getting very old.

σημαντικός, σοβαρός

(serious)

Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία.
Illegal downloads pose a major threat to the music industry.

μεγάλος

(amount: large)

Το εστιατόριο σερβίρει τεράστιες μερίδες.
The restaurant serves hefty portions.

μεγάλος

(successful) (επιτυχία)

Το πρώτο μεγάλο χιτ της το έκανε το 2006.
Her first breakout hit came in 2006.

φουσκωμένος, παραφουσκωμένος

(figurative (speech, opinion: self-important) (μεταφορικά)

That man has an inflated opinion of his own importance.

μεγάλος

(very large)

For example: maxi scooter

μεγάλος

(dated, slang (great, excellent) (μεταφορικά)

μεγάλος

(over considerable range)

It is a good idea to stretch your legs regularly during a long-distance flight.

μεγάλος

(informal (number: high)

Το τρισεκατομμύριο είναι πολύ μεγάλος αριθμός.
A trillion is a big number.

σημαντικός

(US, humorous, from French (big, important)

μεγάλος

(shirt size)

Συνήθως φοράω large.
I usually wear a large.

μεγάλου μεγέθους

(full-sized: of largest dimensions)

Θέλω να αγοράσω ένα αυτοκίνητο μεγάλου μεγέθους για να υπάρχει χώρος για όλη την οικογένειά μου.
I want to buy a full-size car so there's room for my whole family.

μεγάλος

(intense, big)

Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος καθώς ανατινάχθηκε το σπίτι.
There was a terrific bang as the house exploded.

μεγάλος

(large amount of sth)

Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.
Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.

μεγαλύτερος, πρωτότοκος

(child: born first)

My eldest is a lawyer; my other two daughters are still at college.

μεγάλος

(great in duration)

Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής).
That film was too long.

μεγάλος

(informal (superior)

Είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
He had some very fancy ideas about himself.

μεγαλύτερος

(informal (sibling: older)

Η μεγαλύτερη αδερφή μου είναι πάντα κακιά μαζί μου.
My big sister's always mean to me.

φίλος, αδερφός

(AU, informal (friendly term of address)

Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;
Hey, sport, can you come help me with this?

μεγάλος

(figurative (lucrative)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι πολύ καλός στη δουλειά του και παίρνει παχυλό μισθό.
The ex-politician won a fat contract from the city.

μεγάλος

(figurative (time: passing slowly) (μεταφορικά)

Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι.
It's been a long day - I can't wait to get home.

μεγαλώνω

(informal (adult, grown)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν μεγαλώσω, θέλω να οδηγώ μια Mercedes.
The boy wants to be a fireman when he is big.

μεγάλος

(ample)

She had a very full bosom.

υψηλός

(quantity: lots) (πιο επίσημο)

The number of rats in this city is very high.

υψηλός

(lofty)

He has high goals for his dictionary project.

μεγάλος

(extravagant) (μεταφορικά)

After winning the lottery, they lived the high life till they ran out of money.

μεγάλος

(figurative, informal (large)

Το φορτηγό μετέφερε βαρύ φορτίο.
The truck was carrying a fat load.

μεγάλος

(onerous)

The heavy demands of his father caused him to leave home.

μεγάλος

(comprehensive)

Είναι μεγάλο λεξικό που καλύπτει χιλιάδες λέξεις.
It is a large dictionary, covering thousands of words.

μεγάλος

(large-scale)

Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο που θα επηρεάσει εκατοντάδες ανθρώπους.
This is a very large project, which will affect hundreds of people.

ευρύς, εκτεταμένος

(extensive)

He has wide experience in commercial law.

μεγάλος

(of great value)

Carol has substantial wealth.

μεγάλος

(informal (boastful) (μεταφορικά)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πολιτικοί είναι όλο μεγάλες δηλώσεις λίγο πριν τις εκλογές.
He's full of big claims about what he intends to do.

πρεσβύτερος

(older of two relatives) (επίσημο)

New mayor John Smith is following in the footsteps of his father; Mr Smith senior says he is very proud of his son's achievement.

μεγάλος

(large in scope)

The police started a massive search for the fugitive.

μεγάλος

(large quantity)

The addict died of a massive heroin overdose.

μεγάλος

(exaggeratedly) (λόγια, κουβέντες)

Του αρέσει να λέει μεγάλα λόγια, αλλά νομίζω ότι υπερβάλλει.
He likes to talk large, but I think he exaggerates.

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of μεγάλοι in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.