What does μαζι σας in Greek mean?
What is the meaning of the word μαζι σας in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use μαζι σας in Greek.
The word μαζι σας in Greek means together, ενωμένος, μαζί, μαζί, στενά, με, με, μαζί, ανάμεσα, μεταξύ, μαζί, μαζί, χέρι-χέρι, μαζί, ζευγάρι, μαζί, από κοινού, μαζί, μαζί, συμφωνώ με κπ, ταυτόχρονα, μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον, μαζί με, συνολικά, που έχει χωρίσει, που πάνε μαζί, πρόγευμα και γεύμα μαζί, πουλάω μαζί ως σύνολο, βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ, γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού, πηγαίνω μαζί, τοποθέτηση σε ενοιολογικό πλαίσιο, πηγαίνω, άμαξα μαζί με τα άλογα και τον αμαξά, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ, συντήκομαι, ο Θεός μαζί σου, Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί!, συμπεριλαμβανομένου, ασύμβατος, συνυφασμένος, είμαι ζευγάρι, έρχομαι μαζί, αυτός με τον οποίο τρώω μαζί, συμμετέχω μαζί με κπ, παίζω μαζί με κάποιον, ενώνω, συμφωνώ, παίζω μαζί με κπ, βάζω στην ίδια ομάδα, βάζω κτ μαζί, όλοι μαζί. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word μαζι σας
together
|
ενωμένος(people: working together) United, the two groups were able to achieve much more than they could individually. |
μαζί(in one group) Πήγαμε μαζί στο θέατρο. We went to the theatre together. |
μαζί(work, etc.: alongside) |
στενά(figurative (in partnership) Ο δήμαρχος και ο ανάδοχος συνεργάζονταν στενά για να εγκριθεί το έργο. The mayor and the contractor were working hand in glove to get the project approved. |
με(accompanying) Πήγε μαζί του να δουν μια ταινία. She went with him to see a film. |
με(written, abbreviation (with) |
μαζί(in one place) Έχουμε μαζί μας όλη την οικογένεια. We have the whole family together. |
ανάμεσα, μεταξύ(counted with, member of) Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι. Pearls and gold coins were among the treasures in the chest. Among the victims of the earthquake was a 60-year-old man. |
μαζί(into one group) Έβαλε όλα τα λουλούδια μαζί σε ένα μάτσο. She gathered the flowers together in a bunch. |
μαζί(accompanying) Όταν ο Τζο πηγαίνει στα μαγαζιά, θέλει κι η αδερφή του να πηγαίνει μαζί. When Joe goes to the shops, his sister likes to come along too. |
χέρι-χέρι(figurative (together) (μεταφορικά) Η φτώχεια και η κοινωνική αναταραχή συνήθως πηγαίνουν μαζί (or: χέρι-χέρι). Poverty and social unrest usually go hand in hand. |
μαζί(combined) Αυτή η κοπέλα έχει περισσότερο μυαλό από όλα τα αδέρφια της μαζί. That girl has more brains than all her siblings put together. |
ζευγάρι(pair of lovers) (συζυγική ή ερωτική σχέση) Είστε μαζί εσείς οι δύο; Are you two a couple? |
μαζί(reciprocally) Δούλεψαν μαζί, βοηθώντας ο ένας τον άλλο. They worked together, helping each other. |
από κοινού(combined together, jointly) The decision will be taken conjointly by all the member states. |
μαζί(combined) Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ. We only have ten euros between us. |
μαζί(supporting) Αν θες να κάνεις μια αλλαγή στην καριέρα σου είμαι μαζί σου 100%. If you feel you need a career change, I'm behind you 100%. |
συμφωνώ με κπ(have same opinion) Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. I asked Jane for her opinion, and she agreed with me. |
ταυτόχρονα(simultaneously, at the same time) The guests cried "Surprise!" all at once. |
μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον(in addition to) Οι φοιτητές πρέπει να μαζέψουν χρήματα για τη διαμονή κι επιπλέον για το κόστος των διδάκτρων. Students need to budget for accommodation, along with the cost of tuition. |
μαζί με(together with) Η Βίκη πήγε στο νυχτερινό κέντρο μαζί με τη φίλη της τη Σέριλ. Vicky went to the night club, along with her friend Cheryl. |
συνολικά(in total) Το ποσό είναι $35,00 συνολικά. It comes to $35.00 altogether. |
που έχει χωρίσει(separated) Δεν έχεις ακούσει ότι έχουν χωρίσει εδώ και πέντε μήνες; Oh, you haven't heard that they've been apart for five months? |
που πάνε μαζί(figurative (associate, partner) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πολιτική και διαφθορά συχνά πάνε μαζί (or: πάνε πακέτο). |
πρόγευμα και γεύμα μαζί(late breakfast) Για τα γενέθλια του μπαμπά βγήκαμε έξω για brunch (or: δεκατιανό). For Dad's birthday we went out for brunch. |
πουλάω μαζί ως σύνολο(group products for sale) Αν μου δώσεις το φορτηγάκι, τη μεταλλική ταμπέλα και τη λάμπα αντίκα σου δίνω 200 δολάρια. If you bundle the toy truck, the metal sign, and the antique lamp, I'll give you $200. |
βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ(informal, figurative (include with) Don't clump me with the troublemakers--I've never done anything wrong! |
γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού(write jointly) The two professors co-authored a paper on global warming. |
πηγαίνω μαζί(accompany, go with) Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. Jack and I are going to the movies this afternoon; you can come along if you like. |
τοποθέτηση σε ενοιολογικό πλαίσιο(situating in a context, setting) |
πηγαίνω(give a lift to) (κάποιον κάπου) Σε παρακαλώ πέταξέ με στην πόλη όταν πας για ψώνια. Please drop me in town when you go to buy groceries. |
άμαξα μαζί με τα άλογα και τον αμαξά(carriage and its equipment) |
τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ(vulgar, offensive, slang (annoy, provoke) (καθομιλουμένη) Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι. Don't f*** with me, or I'll break your arm. |
συντήκομαι(become one piece) The two fragments fused. |
ο Θεός μαζί σου(dated (good fortune, prosperity) |
Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί!(dog command: follow!) Η Λάουρα φώναξε στον σκύλο της, «Σποτ δίπλα». Laura called to her dog, "Spot, heel!". |
συμπεριλαμβανομένου(not excepting) (σε γενική) Στο μαγαζί θα πάμε όλοι, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών. We are all going to the shop, including the children. |
ασύμβατος(not going together) Παλιά θεωρούσαν ότι η μητρότητα και η καριέρα είναι ασύμβατες. It used to be thought that motherhood and a career were incompatible. |
συνυφασμένος(threaded together) (κυριολεκτικά) The braid was a beautiful construction of interwoven strands of hair. |
είμαι ζευγάρι(slang (be a couple) (με κάποιον) Are John and Lucy an item now? |
έρχομαι μαζί(socially) Θα πάμε να δούμε μια ταινία απόψε. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας; We are going to see a movie tonight. Would you like to join us? |
αυτός με τον οποίο τρώω μαζί(nautical: person with whom you share meals) |
συμμετέχω μαζί με κπ(join with) Συμμετείχε ως ζευγάρι του αδερφού του στο διαγωνισμό. He partnered his brother in the cooking contest. |
παίζω μαζί με κάποιον(compete against) Κανείς δεν θέλει να τον παίξει γιατί δεν χάνει ποτέ. No one wants to play him because he never loses. |
ενώνω(with uncountables (combine) Let's pool our money to buy a car. |
συμφωνώ(UK (I agree) «Δεν έπρεπε να έχει έρθει στο πάρτυ.» «Μαζί σου!» "He shouldn't have gone to the party." "Quite!" |
παίζω μαζί με κπ(theater: perform with) Two excellent unknowns were supporting the lead actor. |
βάζω στην ίδια ομάδα(people: join in a team) Μακάρι να μη με είχαν κάνει ζευγάρι με τον Ρομπ. Είναι τόσο αργός! I wish they hadn't teamed me with Rob. He's so slow! |
βάζω κτ μαζί(animals: join in a team) The farmer teamed two mules to pull the plow. |
όλοι μαζί(in concert) Οι μαθητές απάντησαν όλοι μαζί. The students answered together. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of μαζι σας in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.