What does κρατιέσαι in Greek mean?

What is the meaning of the word κρατιέσαι in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use κρατιέσαι in Greek.

The word κρατιέσαι in Greek means be held, περιορίζομαι σε, κρατιέμαι, αντιστέκομαι, συγκρατούμαι, κρατιέμαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, κρατιέμαι, συγκρατούμαι, συγκρατούμαι, ανυπομονώ, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, αδημονώ, ανυπομονώ, κρατιέμαι σφικτά, κρατιέμαι από κτ, ανυπομονώ, αρπάζω, πιάνω, κρατώ, κρατιέμαι χέρι-χέρι, κρατιέμαι γερά, κρατιέμαι από κπ/κτ, περιμένω κτ, κρατιέμαι γερά από κτ, δεν κρατιέμαι, ανυπομονώ, δεν κρατιέμαι, κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μου, συγκρατώ τα γέλια μου, ενημερώνομαι, κρατιέμαι καλά, γουστάρω, έτοιμος να ξεκινήσω, κρατιέμαι σε φόρμα, περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι, κρατιέμαι καλά. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word κρατιέσαι

be held

περιορίζομαι σε, κρατιέμαι

(restrict consumption) (για κατανάλωση φαγητού/ποτού)

Περιορίσου σε ποτά χωρίς αλκοόλ αν σκοπεύεις να οδηγήσεις μέχρι το σπίτι σου. Προσπάθησε να περιοριστείς σε ένα αναψυκτικό την ημέρα.
Limit yourself to alcohol-free drinks if you're planning to drive home. Try to limit yourself to one soda per day.

αντιστέκομαι

(figurative (abstain from doing sth)

Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και αστειεύτηκε για το κακής εφαρμογής παντελόνι του.
She couldn't resist making a joke about his ill-fitting trousers.

συγκρατούμαι

(control yourself)

Η Έλενα ήθελε άλλο ένα ντόνατ αλλά συγκρατήθηκε από ευγένεια.
Helena wanted another doughnut, but restrained herself out of politeness.

κρατιέμαι

(brace yourself)

"Hold tight," shouted the ride operator as the rollercoaster began to move.

προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι

(prepare for impact)

The flight attendant instructed the passengers to brace themselves.

κρατιέμαι

(not change state)

The water level held at two feet above sea level.

συγκρατούμαι

(remain calm and composed)

Even if she tries to pick a fight, you must control yourself and avoid responding.

συγκρατούμαι

(resist temptation)

ανυπομονώ

(be eager)

Οι φανατικοί θαυμαστές ανυπομονούσαν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους συγγραφέα.
The avid fans were anxious to meet their favorite author.

προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ

(prepare for impact)

Seeing that there was no way to escape, Joel braced himself for the blow of the other man's fist.

δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι

(feel impatient, excited)

Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει.
I can hardly wait for my birthday! This has been such a rotten day, I can hardly wait for it to be over.

αδημονώ, ανυπομονώ

(figurative (person: be impatient)

κρατιέμαι σφικτά

(hold tightly)

When I went around a corner quickly on my motorcycle, my passenger was clinging on for dear life.

κρατιέμαι από κτ

(try to grasp)

ανυπομονώ

(want, anticipate) (βιασύνη)

Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα.
I am eager for spring after being cooped up in the house all winter.

αρπάζω, πιάνω, κρατώ

(try to grab)

John grasped at the rim of the pool as his friends tried to pull him away.

κρατιέμαι χέρι-χέρι

(clasp each another's hand)

My sister and her boyfriend always hold hands when watching a movie.

κρατιέμαι γερά

(grip securely)

She held on tightly to the railings as she crossed the footbridge.

κρατιέμαι από κπ/κτ

(grasp, clutch)

Κρατήσου απ' το μπράτσο μου αν πιστεύεις ότι θα γλιστρήσεις.
If you think you are going to slip, hold on to my arm.

περιμένω κτ

(informal (wait)

James did not accept the job straight away because he was holding out for a better offer.

κρατιέμαι γερά από κτ

(figurative (cling to)

The climber hugged the rock wall when his rope broke.

δεν κρατιέμαι

(I am excited about sth)

«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»
"This time next week we'll be on holiday." "I can't wait!"

ανυπομονώ

(figurative (be impatient for)

Ανυπομονώ να έρθουν οι διακοπές του καλοκαιριού!
I'm itching for the summer holidays to start!

δεν κρατιέμαι

(figurative (be impatient to) (καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ)

Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ...
I'm itching to tell you the gossip about Mandy ...

κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μου

(do physical exercise)

Μου αρέσει να κρατιέμαι σε φόρμα κάνοντας χορό της κοιλιάς.
I like to keep fit by doing belly dance.

συγκρατώ τα γέλια μου

(not laugh)

During that horrible performance, I could hardly keep from laughing.

ενημερώνομαι

(stay informed) (για κάτι, σχετικά με κάτι)

I read Vogue magazine to keep up to date with all the latest fashions.

κρατιέμαι καλά

(stay fit and healthy) (μεταφορικά)

Have you seen old Mr.Smith lately; he's keeping well! He doesn't look a day over 70.

γουστάρω

(informal (eager, keen to: do sth) (καθομ: επιθυμία)

I'm raring to eat a whole pizza tonight.

έτοιμος να ξεκινήσω

(informal (keen to start sth)

Everyone on the team was excited about the new project and raring to go.

κρατιέμαι σε φόρμα

(informal (keep fit)

Η γυμναστική θα σε βοηθήσει να κρατηθείς σε φόρμα.
Exercising will help you stay in shape.

περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι

(figurative (person: be eager for action)

Isabel is excited about her new job; she is straining at the leash to get started.

κρατιέμαι καλά

(figurative (person: not look old) (μεταφορικά)

Your father's wearing well, considering he's 93.

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of κρατιέσαι in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.