What does καταστροφές in Greek mean?

What is the meaning of the word καταστροφές in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use καταστροφές in Greek.

The word καταστροφές in Greek means destruction, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, συμφορά, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, χάος, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, θρυμματισμός, κατακερματισμός, όλεθρος, όλεθρος, χάλι, καταστροφή, μάστιγα, πληγή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, αποτυχία, καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, διάλυση, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, ζημιά, καταστροφή, θεομηνία, θεομηνία, αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής, ζημιά στην υπόληψη, καταστροφή στην υπόληψη, οικολογική καταστροφή, φλερτάρω με την καταστροφή, μαζική καταστροφή, μαζική καταστροφή, φυσική καταστροφή, οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία, καταστροφή αποδεικτικού υλικού, αυτός που προετοιμάζεται για την επιβίωση μετά την καταστροφή. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word καταστροφές

destruction

καταστροφή

(catastrophe)

Βοήθεια κατέκλυσε τη χώρα μετά την καταστροφή.
Aid flooded into the country following the disaster.

καταστροφή

(major disaster)

Η πετρελαιοκηλίδα είναι καταστροφή για την άγρια ζωή του θαλάσσιου κόλπου.
The oil spill is a catastrophe for wildlife in the bay.

καταστροφή

(state of ruin, devastation)

Οι διασώστες δεν μπορούσαν να πιστέψουν την καταστροφή που συνάντησαν στο χωριό.
Rescuers could not believe the destruction they found in the village.

καταστροφή

(destruction)

The devastation left by the storm was unprecedented.

καταστροφή

(destruction)

συμφορά, καταστροφή

(disaster)

Weather-related calamities happen in all parts of the world.

καταστροφή

(uncountable (sth done incompetently) (καθομιλουμένη, μτφ)

The event was a complete shambles.

καταστροφή

(moral ruin) (ηθική)

καταστροφή

(superficial damage) (κυρίως της όψης)

καταστροφή

(ruin, destruction)

καταστροφή

(downfall)

My father's gambling will be his undoing.

καταστροφή

(destruction)

καταστροφή

(building, city: demolition)

καταστροφή

(US, vulgar, informal (disaster, sth mismanaged)

χάος

(US, figurative, informal (shameful or chaotic situation)

καταστροφή

(UK, humorous, informal (disaster, sth mismanaged)

The government has turned this situation into an omnishambles.

καταστροφή

(figurative (thing: complete failure) (μεταφορικά)

Τίποτα σ' αυτό το πρότζεκτ δεν πηγαίνει βάση σχεδίου· είναι σκέτη καταστροφή!
Nothing on this project is going according to plan; it's a disaster!

καταστροφή

(act of destroying)

Την καταστροφή του φράγματος πραγματοποίησαν μηχανικοί.
The destruction of the dam was carried out by engineers.

καταστροφή

(cause of ruin)

Ο εθισμός στα φώτα της δημοσιότητας αποδείχθηκε πως ήταν η καταστροφή της.
Addiction to press attention proved to be her downfall.

θρυμματισμός, κατακερματισμός

(act of being broken)

The shattering of the window was caused by Matt throwing a baseball in the house.

όλεθρος

(disaster, catastrophe) (μεταφορικά)

The movie takes place in the aftermath of an apocalypse.

όλεθρος

(devastation)

The desolation the town faced after the tornado was unprecedented.

χάλι

(mainly US, figurative, informal (thing: disaster, mess)

This report is a train wreck and I'll need to completely redo it.

καταστροφή

(failure)

Η κακή οικονομική διαχείριση οδήγησε στην καταστροφή της επιχείρησης.
Poor financial management led to the company's doom.

μάστιγα, πληγή, καταστροφή

(figurative (cause of ruin, scourge)

Τα ακριβά του γούστα ήταν η μάστιγα (or: πληγή) του γάμου τους.
His expensive tastes were the blight of their marriage.

καταστροφή

(tradition, customs: erosion) (παραδόσεων)

The dialect's eventual disappearance is predicted by linguists.

καταστροφή

(figurative, informal, humorous (clumsy or unfortunate person) (μεταφορικά: για άτομο)

αποτυχία

(figurative (complete failure)

Investors feared a meltdown of the banking system.

καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, διάλυση

(downfall of sth) (μεταφορικά)

Η οικονομική φούσκα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των εταιρειών ηλεκτρονικού εμπορίου.
The economic bubble ended in the ruin of the dot-com sector.

καταστροφή

(figurative, informal (death, disastrous end) (για κάποιον/κάτι)

Αν αυτό πέσει στα λάθος χέρια, θα είναι καταστροφή για τον ελεύθερο κόσμο.
If this gets into the wrong hands, it's curtains for the free world.

καταστροφή

(cause of destruction)

Τα ναρκωτικά ήταν η καταστροφή της.
Drugs were her ruin.

καταστροφή

(downfall of a person)

Ο ήρωας του έπους οδηγήθηκε στην καταστροφή του στο τέλος του έργου.
The epic hero fell to his ruin at the end of the play.

καταστροφή

(figurative, informal (death, disastrous end)

Αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις σύντομα, θα έρθει το τέλος.
If reinforcements don't come soon, it'll be curtains.

καταστροφή

(condition) (μεταφορικά)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην προσπαθείς άλλο να τη βοηθήσεις. Είναι χαμένη υπόθεση.
The house was a total loss after the hurricane.

ζημιά, καταστροφή

(figurative (damage caused)

Wendy looked around the wreckage in her living room, after she had been burgled.

θεομηνία

(natural disaster)

θεομηνία

(law: unpreventable disaster)

The insurance company refused to pay out, ruling that the damages resulted from an act of God.

αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής

(after hurricane, etc.)

ζημιά στην υπόληψη, καταστροφή στην υπόληψη

(damage to reputation)

Είναι σε βάρος της υπόληψής του που δε μίλησε ανοιχτά από την πρώτη στιγμή που έμαθε για το πρόβλημα.
It is to his discredit that he didn't speak up when he first learned of the problem.

οικολογική καταστροφή

(large-scale environmental damage)

φλερτάρω με την καταστροφή

(figurative (do sth risky) (μεταφορικά)

Having an affair with your wife's best friend is flirting with disaster.

μαζική καταστροφή

(devastation on a large scale)

The claim that Iraq had weapons of mass destruction was never proven.

μαζική καταστροφή

(devastation on a large scale)

Hurricanes, tsunamis, and volcanoes are all examples of natural forces capable of wreaking massive destruction in a single event.

φυσική καταστροφή

(meteorological or geological catastrophe)

οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία

(bankrupt)

Η επιχείρηση οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης.
The business was ruined by the bad economy.

καταστροφή αποδεικτικού υλικού

(legal: destroying evidence) (νομική)

αυτός που προετοιμάζεται για την επιβίωση μετά την καταστροφή

(US (person: preparing for social collapse) (άτομο)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of καταστροφές in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.