What does καλλιεργώ κήπο in Greek mean?

What is the meaning of the word καλλιεργώ κήπο in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use καλλιεργώ κήπο in Greek.

The word καλλιεργώ κήπο in Greek means cultivate, καλλιεργώ, θρέφω, καλλιεργώ, ενθαρρύνω, καλλιεργώ, καλλιεργώ, θρέφω, τρέφω, καλλιεργώ, καλλιεργώ, καλλιεργώ, υποδαυλίζω, καλλιεργώ, καλλιεργώ, καλλιεργώ, καλλιεργώ, καλλιεργώ, καλλιεργώ τη γη, καλλιεργώ με μορτή. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word καλλιεργώ κήπο

cultivate

καλλιεργώ

(grow: plants) (φυτά)

Η καλλιέργεια των γκρέιπφρουτ απαιτεί αρκετή υπομονή.
It takes a lot of patience to cultivate grapefruit.

θρέφω

(figurative (feed mentally or spiritually) (μεταφορικά)

Οι ιδέες σε αυτό το βιβλίο καλλιεργούν το μυαλό των νεαρών σπουδαστών.
The ideas in his books nourish young students' minds.

καλλιεργώ

(figurative (develop) (μεταφορικά)

Προσπάθησε να καλλιεργήσεις μια στάση αποστασιοποίησης.
Try to cultivate an attitude of detachment.

ενθαρρύνω

(figurative (encourage: an attitude)

Είναι σημαντικό να καλλιεργεί κανείς το αίσθημα της ανεξαρτησίας στα παιδιά του.
It's important to foster independence in your child.

καλλιεργώ

(cultivate)

Καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο.
They farm sugarcane.

καλλιεργώ

(plant: breed, grow) (φυτό)

Ο αγρότης καλλιέργησε 40 στρέμματα αραβόσιτου.
The farmer propagated ten acres of corn.

θρέφω, τρέφω, καλλιεργώ

(cultivate: a feeling) (μεταφορικά)

Όσο περισσότερο καλλιεργείς το συναίσθημα της ηρεμίας, τόσο πιο χαρούμενος θα είσαι.
The more you nurture a feeling of calm, the happier you will be.

καλλιεργώ

(cultivate plants)

Ασχολείται με την κηπουρική για διασκέδαση.
She gardens for fun.

καλλιεργώ

(cultivate)

Καλλιεργούν πολύ σιτάρι σε αυτή την περιοχή.
They grow a lot of wheat in this region.

υποδαυλίζω

(figurative (intensify, encourage) (λόγιος)

Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το εθνικό μίσος.
The organization was accused of fanning national hatred.

καλλιεργώ

(crops: cultivate)

Πολλοί αγρότες στο Οχάιο καλλιεργούν καλαμπόκι.
Many farmers in Ohio raise corn.

καλλιεργώ

(biology)

The biologist cultured the bacteria in a Petri dish.

καλλιεργώ

(cultivate flowers)

He gardens only roses.

καλλιεργώ

(cultivate vegetables)

You may garden root crops and lettuce.

καλλιεργώ

(cultivate, farm)

καλλιεργώ τη γη

(cultivate land)

Η οικογένειά της ασχολείται με την καλλιέργεια εδώ και τουλάχιστον δέκα γενιές.
Her family had farmed for more than ten generations.

καλλιεργώ με μορτή

(US (land: farm for share of yield) (επίμορτη αγροληψία)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of καλλιεργώ κήπο in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.