What does χαρούμενοι in Greek mean?
What is the meaning of the word χαρούμενοι in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use χαρούμενοι in Greek.
The word χαρούμενοι in Greek means cheerful, ευτυχισμένος, χαρούμενος, χαρούμενος, χαρωπός, χαρούμενος, εύθυμος, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος, χαρούμενος, χαρούμενος, ευχάριστος, ευχάριστος, εύθυμος, καλός, χαρούμενος, χαρούμενος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, χαρούμενος, κεφάτος, ευχάριστος, χαρούμενος, χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, ενθουσιώδης, χαρούμενος, χαρούμενος, ζωηρός, χαρούμενος, χαρωπός, ευτυχής, χαρούμενος, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ξέφρενος, ενθουσιασμένος, χαρούμενος, χαρούμενος, πρόσχαρος, χαρούμενος, ευτυχισμένος, χαρούμενος, χαρούμενος, ευχάριστος, χαρούμενος, ζωηρός, χαρούμενος, κεφάτος, εύθυμος, χαρούμενος, ευδιάθετος, χαρούμενος, χαρούμενος, ευχάριστος, κεφάτος, χαρούμενος, ζωηρός, είμαι χαρούμενος, χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι, πεθαίνω ευτυχισμένος, χαρούμενος για κτ, χαρούμενο άτομο, πανευτυχής, χοροπήδημα, χαίρομαι, χαίρομαι. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word χαρούμενοι
cheerful
|
ευτυχισμένος(full of joy) Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε. I was happy last spring when we were dating. |
χαρούμενος(happy) Χαίρομαι που θα έρθετε. I'm glad to hear that you are coming. |
χαρούμενος, χαρωπός(sb: happy) Η Φιόνα είναι συνήθως χαρούμενη (or: ευδιάθετη) το πρωί. Fiona is usually cheerful in the morning. |
χαρούμενος, εύθυμος(person: cheerful) Ο Τζέραλντ είναι ένας πρόσχαρος ηλικιωμένος και πάντα έχει χρόνο για τους άλλους. Gerald is a jolly old man, and always has time for others. |
χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος(cheerful) Η Τζεν έχει πάντα πρόσχαρη διάθεση. Jen is always in a merry mood. |
χαρούμενος(person: full of joy) Όλοι χάρηκαν (or: καταχάρηκαν) με τα νέα. Everyone was joyous at the news. |
χαρούμενος, ευχάριστος(figurative (cheerful, optimistic) Η αναφορά δίνει μια αισιόδοξη εικόνα όσον αφορά την αγορά ακινήτων. The report gives an upbeat assessment of the housing market. |
ευχάριστος, εύθυμος, καλός, χαρούμενος(friendly, sociable) Henry's retirement party was a convivial event with much celebration. |
χαρούμενος(joyful, celebratory) Martha was jubilant at winning first prize in the contest. The jubilant strikers were celebrating their victory over their employers. |
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος(UK, informal (person: pleased) My little brother was chuffed when he opened his birthday present. |
χαρούμενος, κεφάτος(joyous, joyful) The students were gleeful when they found out classes were canceled due to the snowstorm. |
ευχάριστος, χαρούμενος(past: carefree, happy) The old lady recalled her childhood as a halcyon time. |
χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής(happy) Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη. The cat was curled up by the fire, looking content. |
ενθουσιώδης(lively, showing great enjoyment) With a lot of zestful barking, the dog ran after the ball. |
χαρούμενος(fulfilled, content) Η Μάρα είναι χαρούμενο άτομο και χαμογελά συχνά. Mara is a happy person and smiles often. |
χαρούμενος(satisfied) (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ) Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του. She was content to hear about his promotion. |
ζωηρός(music) Το συγκρότημα έπαιξε έναν χαρούμενο σκοπό για να ενθαρρύνει τον κόσμο να χορέψει. The band played a lively tune to encourage people to dance. |
χαρούμενος, χαρωπός(sth: sounding happy) Τα χαρωπά πουλιά τραγουδούσαν στα δέντρα. The cheerful birds sang in the trees. |
ευτυχής(occasion: causing joy) Ποια ευτυχής συγκυρία σε φέρνει στην πόλη; What joyous occasion brings you to town? |
χαρούμενος, ευχαριστημένος(happy) The baby looked contented after his meal. |
χαρούμενος, ξέφρενος(informal (wildly joyful) (μεταφορικά) At her wedding, Sophie was delirious with happiness. |
ενθουσιασμένος, χαρούμενος(slang (overexcited) Larry is a hyper child and can be difficult to handle. |
χαρούμενος, πρόσχαρος(figurative (person: bubbly, lively) (μτφ: άτομο) Penny is popular because of her effervescent personality. |
χαρούμενος, ευτυχισμένος(occasion: merry) Ο Κεν ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα και πήγε σπίτι. Ken wished everyone a jolly Christmas and went home. |
χαρούμενος(figurative (something that lightens mood) |
χαρούμενος(pleased) Χαίρομαι που ήρθες. I'm happy you came. |
ευχάριστος(figurative (disposition: cheerful) Έχει την ευχάριστη διάθεση ενός ατόμου που δεν διαβάζει τα νέα. He has the sunny disposition of someone who doesn't read the news. |
χαρούμενος(emotion: joyful) Χαρούμενα τραγούδια ακούγονταν από το πάρτι στο διπλανό σπίτι. Joyous singing could be heard from the party next door. |
ζωηρός, χαρούμενος, κεφάτος, εύθυμος(cheerful) Η Μάρσα έχει πάντα ζωηρή διάθεση. Marsha always has a bright attitude. |
χαρούμενος(cheerful person) |
ευδιάθετος(cheerful) Just the thought of her made him glad all day. |
χαρούμενος(happy) The family was joyful when they heard the news. |
χαρούμενος, ευχάριστος(expressing joy) The party was supposed to be a joyful occasion, but Brian got into a fight. |
κεφάτος, χαρούμενος, ζωηρός(informal (jolly) |
είμαι χαρούμενος(informal (experience bliss) |
χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι(happy) Είμαι ενθουσιασμένος με το δώρο που μου πήρες. Edward was delighted to see his old friend. I am absolutely delighted with the present you gave me. |
πεθαίνω ευτυχισμένος(be happy at end of life) I'm determined to enjoy my old age and to die laughing. |
χαρούμενος για κτ(pleased about) I have so many things in my life to be happy about. |
χαρούμενο άτομο(informal (cheerful person) |
πανευτυχής(delighted, joyful) Rachael was overjoyed at the birth of her son. |
χοροπήδημα(horse: lively gait) (άλογο) Το λασπώδες έδαφος επιβράδυνε τον χαρούμενο τριποδισμό του αλόγου. The horse's prance was slowed by the muddy soil. |
χαίρομαι(feel joyful) (για κάτι) The family are rejoicing after winning the lottery. |
χαίρομαι(feel joyful about) (για κάτι) Market traders are rejoicing in their victory against the local council's proposed regulations. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of χαρούμενοι in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.