What does φτιαγμένος in Greek mean?

What is the meaning of the word φτιαγμένος in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use φτιαγμένος in Greek.

The word φτιαγμένος in Greek means που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε, καυλώνω, φτιαγμένος, ενθουσιασμένος, που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε, επισκευασμένος, επιδιορθωμένος, ξαναμμένος, ερεθισμένος, φτιαγμένος, -φτιαγμένος, ερεθισμένος, που γυαλίζει, που λάμπει, κατασκευής, φτιαγμένος, μαστουρωμένος, που άναψε, που φτιάχτηκε, φτιαγμένος, από, μαστουρωμένος, φτιαγμένος, που έχει γίνει μιζανπλί, φτιαγμένος, φτιαγμένος από τούβλα και ασβέστη, αποτελούμαι, ειδικά φτιαγμένος, φτιαγμένος στα μέτρα κπ, φτιαγμένος για κτ, φτιαγμένος για να κάνει κτ, εργοστασιακός, έχω φτιαχτεί με, έχω μαστουρώσει, κατασκευασμένος από, φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο, φτιαγμένος από, κατά παραγγελία, τεχνητός, που είναι φτιαγμένος από δέρμα κατσίκας, φτιαγμένος από χαλαζία, τούβλινος, φτιαγμένος από σιλικόνη, εφαρμοστός, φτιαγμένος από twill. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word φτιαγμένος

που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε

(produced, manufactured)

Η ετικέτα πάνω στο παιχνίδι γράφει «Κατασκευάστηκε στην Ταϊβάν».
The label on this toy says "Made in Taiwan."

καυλώνω

(slang (sb: sexually aroused) (αργκό, χυδαίο)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γύρισε σπίτι καυλωμένος και αμέσως άρχισε να τη φιλάει.
The suggestive pictures made him feel horny.

φτιαγμένος

(UK, slang (high on amphetamines) (αργκό, μεταφορικά)

ενθουσιασμένος

(slang (person: excited)

που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε

(how created)

Όλα αυτά τα ρούχα είναι κατασκευασμένα (or: φτιαγμένα) στο χέρι.
All of these garments were made by hand.

επισκευασμένος, επιδιορθωμένος

(repaired)

The rebuilt car worked perfectly.

ξαναμμένος

(informal, euphemism (sexually excited) (καθομιλουμένη)

Just looking at Rachel gets me all hot and bothered.

ερεθισμένος

(figurative, slang (sexually excited)

Gerald admitted to being turned on when he saw Marina in her nurse's uniform.

φτιαγμένος

(slang (person: high on drugs) (αργκό, μεταφορικά)

-φτιαγμένος

(as suffix (made in specified way)

Αυτό το κατσαβίδι είναι καλοφτιαγμένο και δεν θα χαλάσει.
This screwdriver is nicely made and will not break.

ερεθισμένος

(sexually aroused)

Ήταν ερεθισμένος από τις φωτογραφίες των γυμνών γυναικών.
The pictures of naked women were getting him excited.

που γυαλίζει, που λάμπει

(hair: styled with oil, gel)

Τα μαλλιά του Τζέιμς γυάλιζαν από το τζελ.
James's hair was slick with gel.

κατασκευής

(as suffix (with an adjective: crafted, built) (σε γενική)

Ο Λάρυ οδηγεί αυτοκίνητο αγγλικής κατασκευής.
Larry drives a British-made car.

φτιαγμένος, μαστουρωμένος

(figurative, informal (intoxicated by drugs) (καθομιλουμένη)

Η συμπεριφορά του Τζο είναι πολύ παράξενη. Νομίζω ότι μπορεί να είναι μαστουρωμένος.
Joe's behaviour is so weird; I think he might be high.

που άναψε, που φτιάχτηκε

(slang (sex: excited) (καθομιλουμένη, μτφ)

Η Σάλη φτιάχτηκε όταν διάβασε το ερωτικό μυθιστόρημα.
Sally was hot after reading the erotic novel.

φτιαγμένος

(UK, informal (intoxicated) (καθομιλουμένη)

This music makes me feel really high.

από

(constructed)

Τα σπίτια που είναι χτισμένα με πέτρα αντέχουν αιώνες ολόκληρους.
Stone-built houses can last for centuries.

μαστουρωμένος, φτιαγμένος

(figurative, slang (intoxicated by marijuana) (αργκό)

You won't get a sensible reply from him; he's baked.

που έχει γίνει μιζανπλί

(hair: drying in a style)

Madeleine's nails were painted, her hair was set, so she was ready to go to the dance.

φτιαγμένος

(informal (car: modified, enhanced) (καθομιλουμένη: για αυτοκίνητο)

φτιαγμένος από τούβλα και ασβέστη

(made of bricks and mortar)

Most houses here are stick-built, but in countries where wood is expensive, they're bricks-and-mortar buildings.

αποτελούμαι

(be made of)

Τι συνιστά πραγματικά τη ζωή;
What does life really consist of?

ειδικά φτιαγμένος

(created to order)

φτιαγμένος στα μέτρα κπ

(made to fit individually)

φτιαγμένος για κτ

(informal, figurative (person: able, suited)

When he got caught the second time, he decided he wasn't cut out for a life of crime.

φτιαγμένος για να κάνει κτ

(informal, figurative (person: able, suited)

Μερικοί άνθρωποι δεν το έχουν με τις συναλλαγές με το κοινό.
Some people aren't cut out for dealing with the public.

εργοστασιακός

(produced in factory)

έχω φτιαχτεί με, έχω μαστουρώσει

(figurative, informal (intoxicated by a drug)

Ο Ντάνι ήταν φτιαγμένος με μαριχουάνα τότε και δεν κατάλαβε τίποτα.
Danny was high on marijuana at the time and didn't notice anything.

κατασκευασμένος από

(manufactured or crafted by) (με τεχνητά μέσα)

This beautiful cap was made by native Peruvians.

φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο

(informal, figurative (be ideally suited to each other) (μεταφορικά)

What a lovely couple; they're made for each other. Those two business partners are equally nasty; they're made for one another.

φτιαγμένος από

(built out of)

Αυτά τα ντουλάπια είναι κατασκευασμένα από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι κατασκευασμένα από πεύκο.
Those cabinets are made of oak while these cabinets over here are made of pine.

κατά παραγγελία

(custom made)

Clothes that are made to order ought to fit better than off-the-rack clothes. Service is slow because each dish is made to order.

τεχνητός

(artificial or synthetic)

Nylon is a man-made fibre used in the clothing industry.

που είναι φτιαγμένος από δέρμα κατσίκας

(made of goatskin leather)

Η Ρέιτσελ συνδύασε τη ζώνη της, που ήταν φτιαγμένη από δέρμα κατσίκας, με τις καινούργιες μπότες της.
Rachel wore her morocco belt with her new boots.

φτιαγμένος από χαλαζία

(made of or using quartz)

Melanie chose a quartz engagement ring instead of a diamond one.

τούβλινος

(building: made of red bricks)

φτιαγμένος από σιλικόνη

(made of silicone)

εφαρμοστός

(clothing: cut or shaped to fit)

Είχε κατάξανθα μαλλιά και φορούσε ένα εφαρμοστό κοστούμι.
She had bleach-blonde hair and wore a tailored suit.

φτιαγμένος από twill

(made of twill)

Gustav loves his new twill suit.

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of φτιαγμένος in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.